..αλλά που με τα δευτερότριτα τα κατάλαβα όλα και πλέον συγκαταλέγονται στα αγαπημένα μου. Ναι μην τρομάζετε. Δεν έχουμε φτάσει -ακόμα- στο σημείο όπου θα προσπαθούμε να σας μεταπείσουμε για…

Σπουδαία μουσικά albums που δεν εκτίμησα στο πρώτο άκουσμα

..αλλά που με τα δευτερότριτα τα κατάλαβα όλα και πλέον συγκαταλέγονται στα αγαπημένα μου.

Ναι μην τρομάζετε. Δεν έχουμε φτάσει -ακόμα- στο σημείο όπου θα προσπαθούμε να σας μεταπείσουμε για οικουμενικά δεδομένα αξιώματα.

Μιλάω για δίσκους (ή CD ή mp3 αναλόγως σε ποια χρονική φάση και πώς τα άκουσε ο καθένας) που στην αρχή τ’ ακούς και λες «χμμμμ τι μαλακίες λένε αυτοί ότι αυτό είναι δέκα στα δέκα, αφού δεν ακούγεται».

Γενικά στην όποια μορφή τέχνης υπάρχουν περιπτώσεις που δεν το πιάνεις με την πρώτη. Είτε είναι ταινία, είτε πίνακας ζωγραφικής είτε στάτους στο facebook, μπορεί να μην ενθουσιαστείς αμέσως.

Αλλά, αν όντως αξίζει, πού θα πάει, θα σε κερδίσει.

Νο 5: Iron Maiden – Killers (1981)

Να πω ότι πρόκειται για το μοναδικό άλμπουμ της λίστας που δεν το άκουσα στον καιρό του. Καλά προφανώς, το ’81 που παρτάρανε άγρια με τον Αντρέα, ήμουνα μείον δύο. Δεν λέω καν αυτό. Εννοώ ότι δεν το άκουσα στην εφηβεία. Είναι άλλωστε γνωστό στους οικείους μου ότι ξεκίνησα να ακούω metal στον στρατό.

Αλλά ο Φίλος Τσουράκης απ’ το γυμνάσιο ως αυτοδίδακτος έπαιζε Maiden του Dickinson στην ηλεκτρική κιθάρα με τρελά σολίδια και ο πνευματικός αδερφός Μήτσος μου είχε πει την πονεμένη ιστορία της εφηβικής του ξενιτιάς στη Στουτγκάρδη που για χρόνια κάθε βράδυ πριν κοιμηθεί άκουγε το «Killers» για να ηρεμήσει και να μην τσαντιστεί για να μην πεθάνει κανείς.

Τέλος πάντων το έβαλα να το ακούσω, ήξερα τα χιτάκια από το «Number of the beast» και κάτι τέτοιο περίμενα, να βγάλω την υποχρέωση.

Εμ δεν ήτανε κάτι τέτοιο, δεν είναι κάτι τέτοιο. Δεν είναι μέταλ, δεν είναι πανκ, δεν είναι ροκ.

NWOBHM (New Wave Of British Heavy Metal) το ονόμασαν λέει και ομολογώ δεν μου άρεσε.

Όλα άλλαξαν όταν είδα όμως στο youtube τη φιγούρα του Paul Di Anno με πέτσινο κατάσαρκα αλά Πετρόχειλος να εξηγεί με τον τρόπο του σε μία λάιβ εκτέλεση του «Wrathchild» ότι όντως η αλήθεια βρίσκεται στους Σεξ Πίστολς.

Η επόμενη ακρόαση ήταν καταλυτική, το πεδίο είχε καθαρίσει. Το γύρισμα στο «Τζένγκις Χαν» ήταν λυτρωτικό, το ομώνυμο κομμάτι του δίσκου με τσίτωσε και το «Drifter» ήταν το κατάλληλο τελείωμα.

Έκτοτε λατρεύω τους Iron Maiden των πρώτων δύο δίσκων, το Prowler του ντεμπούτου τους είναι το αγαπημένο μου κομμάτι τους και ο κοντός αν θέλει μπορεί να τους πηγαίνει βόλτες με το αεροπλάνο.

No 4: System of a Down – Toxicity (2001)

Είναι Σεπτέμβριος του 2001. Είναι η πρώτη μέρα στο πρώτο έτος στο πανεπιστήμιο.

Την πρώτη μέρα κάπου, είτε στον παιδικό σταθμό, είτε στο πανεπιστήμιο, είτε στη φυλακή πρέπει να κερδίσεις τις εντυπώσεις. Στον παιδικό σταθμό θα κλάψεις γοερά να σε πάρει η μαμά σου με ταξί μερσεντές. Στη φυλακή, θα σπάσεις τα μούτρα του πιο παλιού και άγριου, ωστε να σε σέβονται στον προαυλισμό.

Ε εκεί στο προαύλιο έπιασα κουβέντα με τα αλάνια, τί να τους πω; Ότι ακούω Panx Romana και Ramones μόνο, θα με παίρνανε στο ψιλό. Έπρεπε να σκεφτώ γρήγορα και αποτελεσματικά. Το προηγούμενο βράδυ ο Χάκος στο TV WARπου πέτυχα κατά τύχη στο MAD είχε βάλει το ομώνυμο τραγούδι του αλμπουμ αλλά δεν το είχα ακούσει δυνατά στο σαλόνι μην ξυπνήσω τη μαμά. Το MTV έβαζε τότε συχνά το «Chop suey», καλό, δυνατό, είχε προοπτικές η φάση το δίχως άλλο.

«Θα πάω Μετρόπολις εγώ να πάρω το CD αυτωνών παιδιά. Τα λέμε».

Αντε και το πήρα, άντε και έβγαλα τη ζελατίνα (από τις τοπ αισθήσεις που δεν έζησαν και δε εκτίμησαν οι τωρινοί νέοι του downloading), άντε και το ‘βαλα να παίξει.

«Prison song» και «Needles» τα πρώτα τραγούδια, ΘΕΕ ΜΟΥ ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΟ ΤΟ ΑΠΑΙΣΙΟ ΠΡΑΓΜΑ; Κάνω υπομονή μέχρι το 6 που μου ήταν οικείο, μετά λίγο μου καλάρεσε το «Atwa» στο 9 με τα φωνητικά γυρίσματα, ομοίως και τοAerials και είμαι κάπως σοκαρισμένος στο τέλος. Προσπαθώ λίγο να μαζέψω τα data στο κεφάλι μου, στα 18 είσαι στην καλύτερη ηλικία να το κάνεις αυτό, να επεξεργαστείς καινούριες πληροφορίες, να μάθεις να οδηγάς, να καταφέρεις να πηδήξεις, να πεις στον δαπίτη να βάλει στον κώλο τα σος, να κρυφτείς αποτελεσματικά απο τον κνίτη, τι γαμάτη ηλικία που είναι τα 18 ρε Άλις Κούπερ, καλά τα είχες πει.

Και εκεί που έχει τελειώσει το cd σύμφωνα με το οπισθόφυλλο και το booklet, αρχίζει να ακούγεται ένα παραδοσιακό αρμένικο με κρουστά και πνευστά. Και μετά γρηγοριανές ψαλμωδίες. Αυτό ήτανε.

Πάμε πάλι. Και πάλι. Για μήνες άλλαζα αγαπημένο τραγούδι του άλμπουμ και 12 χρόνια μετά ακόμα δεν έχω αποφασίσει.

Υ.Γ. Το ντεμπούτο τους του 1999, το οποίο άκουσα μετά, είναι αποκάλυψη.

No 3: Tool – Lateralus (2001)

Σωτήριον έτος 2001. Τί φοβερή μουσική έβγαινε εκείνη τη χρονιά.

Το ντεμπούτο των Strokes το «Is This It», καθαρό garage punk 30 λεπτά.

Το ομώνυμο των Black Rebel Motorcycle Club, οι Stone Roses με ταξίδι στον χωροχρόνο προς το San Francisco των 00’s.

Το απίστευτο γκάζι των Rammstein στο «Mutter».

Είχα πωρωθεί και αγόραζα το περιοδικό «ΠΟΠ ΚΑΙ ΡΟΚ» που με είχε βγάλει ασπροπρόσωπο όλα κι όλα.

Και διαβάζω κριτική, αν θυμάμαι καλά του Αρβανίτη, για το υπεργαλαξιακό άλμπουμ ενός διαστημικού γκρουπ με βαθμολογία 10. Σπάνιο πράγμα τότε το δέκα, όχι όπως τώρα που το βάζουνε ελαφρά τη καρδία, άσε που εγώ δεν το βάζω ποτέ, στα αριστουργήματα παίζω στο εννιά κόμμα έξι.

Δεν τους ξέρω τους Tool, αλλά σιγά τι μπορεί να πάει στραβά;

Εντάξει, από την αρχή στο «Grudge», καταλαβαίνω ότι ο ντράμερ παίζει τις κάλτσες του και η χροιά του αοιδού είναι ξεχωριστή αλλά ε και;

2,3,4 άσε μας ρε φίλε.

Στο πέμπτο κομμάτι, αν και τα αγγλικά μου δεν είναι και σούπερ διακρίνω να λέει «I know the pieces fit» και κάπως έτσι είναι οι Tool. Καπάκια η ανατολίτικη εισαγωγή του «Parabol» και το απίστευτα κολληματικό ριφ του «Parabola» και κάπως έτσι πρέπει να είναι η τέχνη, να απευθύνεται σε όλους αρκεί η καρδιά τους να είναι αγνή και η ψυχή τους γενναία ή το αντίθετο.

Μυσταγωγία στο «Reflection», τέλος και προφανώς και δεν μπορεί να μην σου άρεσε (2 αρνήσεις = 1 κατάφαση) αλλά προφανώς και δεν κατάλαβες τίποτα.

Αυτό το άλμπουμ κατάφερα να το τοποθετήσω στο θρόνο του, στη μεγαλοπρέπεια του μόνο όταν άκουσα το «Aenima» τους του 1996, ίσως ο καλύτερος δίσκος των ’90s. Τότε όλα τα κομμάτια του παζλ ταίριαξαν. Η αρμονία στη σειρά των κομματιών θυμίζει μόνο Pink Floyd. Η συναυλία τους στο Ελληνικό με τον Maynard να κρατάει πετσέτα στη μούρη για να μην τον φωτογραφίσουνε, το τρομερό «10.000 Days του 2006» και γενικά τώρα θα πω μια χιπστεροδηθενιά που θα μπορούσες να διάβαζες στη LIFO αλλά είναι δικιά μου:

Tους Tool θα τους καταλάβεις με ακουστικά στα αυτιά νύχτα καλοκαιριού στο μπαλκόνι του σπιτιού σου στην μεγαλούπολη.

Δοκίμασε το.

No 2: Muse – 2nd Law (2012)

Αυτό το υπερπομπώδες μουσικό κατασκεύασμα το άκουσα μέσα στο Ι.Χ. μου στην εθνική οδό Αθηνών Λαμίας. Είχα δει κάποιες φίλες βέβαια πιο πριν να ποστάρουν το «Madness» στο Facebook, χωρίς να δώσω περαιτέρω σημασία.

Πρόκειται για ένα συγκρότημα που υπεραγαπώ, να το ξεκαθαρίσω αυτό. Ο λυγμός του Bellamy με στέλνει για βρούβες, πολύ συχνά δε στου Μπελαμή το Ουζερί να πνίξω τον πόνο μου. Και τα προηγούμενα albums τους, όλα, μου αρέσουν πολύ.

Τί κάνουν λοιπόν εδώ πέρα οι Muse; Παίζουν με όλα τα μουσικά είδη. Βασικά τρολάρουν όλα τα είδη, με σεβασμό παρ’όλα αυτά. Αυτό πάντως παιδιά με εξόργισε στην αρχή. Δηλαδή είσαι επαγγελματικό συγκρότημα μεγατόνων και η τελευταία σου δουλειά είναι να κατακλέψεις από άλλους;

Τα ‘βαλα κάτω μετά. Είμαστε στο 2013, οργανώνονται σεμινάρια πώς να αντιγράψεις από άλλους στην τέχνη, οι συγχορδίες δεν είναι άπειρες, ούτε οι ήχοι που βγάζει το synthesizer. Άσε στην συγγραφή ή στο σινεμά. Ο Μάλικ πρόπερσι έκανε το δέντρο της ζωής που έχει μέσα ΟΛΑ ΤΑ ΘΕΜΑΤΑ για τα οποία θα ήθελα να εκφραστώ κι εγώ όταν θα ένιωθα έτοιμος: πατέρας-γιος, απώλεια, ψυχολογική βία, υπαρξιακά, δεινόσαυροι. Και δεν το έκανε όπως θα ήθελα. Φταίω εγώ μετά να το κράξω σαν ταινία και ακόμα χειρότερα, ποιός θα με πιστεύει μετά ότι το έκραζα χωρίς να επιβουλεύομαι τα δικά μου; Κανείς! Σωστά.

Το ξανάκουσα λοιπόν, ηττημένος, συμβιβασμένος ότι η παρθενογένεση μας άφησε χρόνους και δεν είμαστε τώρα να τη στήνουμε έξω απ’τα λύκεια.

Πρώτο τραγούδι, εισαγωγή κατευθείαν στο νόημα με τον αλαζονικότατο τίτλο «Supremacy».

Δεύτερο το χιτάκι «Madness» με στίχο για αποτυχημένο τρελαμένο έρωτα, σε όλους αρέσουν αυτά.

3 και ο τραγουδιστής των INXS ξαναζωντανεύει και κουνάει τους γοφούς όπως παλιά.

4 το πρελούδιο-ιντερλούδιο

5 ας ξαναζωντανέψουμε και τον Freddie Mercury αφού παίζει φάση ανάσταση εδω πέρα.

6 τους ακολουθώ πλέον τυφλά στο απαύγασμα του σύγχρονου ηλεκτρονικού ήχου

7 να η μουσική επένδυση για την αγαπημένη μου ταινία «O Lucky Man»

8 λυτρωτική η εξερεύνηση στο «explorers»

9 κι, επειδή οι U2 είναι δεινόσαυροι, ας κάνουμε σε ένα τραγούδι καλύτερα αυτό που εκαναν αυτοί 20 χρόνια

10 και 11 ο μπασίστας στο ρόλο του τραγουδιστή είτε με έγχορδα είτε με γκάζια

12 και 13 κλείσιμο ματιού στην τρίτη χιλιετία μ.χ. με γυναικεία ανδροειδή να απαγγέλλουν ενώ βαράει ισοπεδωτικό dubstep και ένα πιανιστικό αντίο.

Η μουσική του μέλλοντος, take it or leave it.

No 1: Radiohead – Kid A (2000)

Είναι το μουσικό άλμπουμ που μίσησα στην αρχή και λάτρεψα στη συνέχεια, όλα τα προηγούμενα με κέρδισαν κάπως γρήγορα, ώρες, μέρες. Αυτό πήρε χρόνια.

Οι Radiohead τη δεκαετία του ’90 έφτιαξαν όνομα. Δεν έφτιαξαν απλά ένα όνομα, ήταν οι μεσσίες της κιθαριστικής ποπ-ροκ, αν υπάρχει τέτοιος όρος.

1993 – Pablo Honey με το αξέχαστο «Creep»

1995 – «The bends», όλο υπέροχο με fading out από το τεράστιο «Street spirit»

1997 – «Ok computer». Ξεπερνάνε τα όρια του Britpop στα πρώτα δευτερόλεπτα του βιντεοκλίπ του «Paranoid android» (σαν τώρα το θυμάμαι, παιδάκι ήμουν που έσκασε στο MTV και με σόκαρε ανεπανόρθωτα) αυτή η μοναδική έμπνευση, αυτός ο ολόφρεσκος ήχος , αυτή η πρωτόγνωρη αισθητική. Αν το «Bends» παίρνει 10, αυτό πόσο να πάρει; 1000;

Είμαστε, λοιπόν, σε αυτή τη συγκυρία, μπήκε η νέα χιλιετία, μαθαίνουμε ότι το υπερόνομα βγάζει καινούρια δουλειά. Οι απαιτήσεις κυμαίνονται από αριστούργημα έως αμβροσία.

Δε φταίω εγώ που δεν το κατάλαβα, δεν ήξερα, δεν μπορείς να πάρεις αυτόν τον δίσκο και να τον βάλεις σε κάποιον που δεν έχει ακούσει πολλή και διαφορετική μουσική. Θα στον πετάξει στα μούτρα. Έτσι το πέταξα κι εγώ το CD και καταχωνιάστηκε στις στοίβες.

Από τότε μεγάλωσα (δεν άλλαξα, δεν έβαλα μυαλό) αλλά είχα ετερόκλητα ακούσματα. Και τα ‘φερε έτσι η ζωή, το 2009 που πήγα Εδιμβούργο για μεταπτυχιακό, να πάρω μερικά σιντιά για τον πρωτο δύσκολο καιρό χωρίς ιντερνετ και μπούγιο.

Εδώ τα λέμε όλα. Δεν το πήρα στην τύχη, το πήρα για να το παίξω ψαγμένος στις νέες παρέες. «Ελα ρε μαν, έχεις και αυτό το αμφιλεγόμενο απο Radio» (καποιος θα τους έλεγε ετσι, δεν μπορεί).

Το άκουσα τις πρώτες μέρες στην βρετανική (μεγαλού) –μπα πόλη τέλος πάντων.

Το ξεκίνημα, το πρώτο κομμάτι, δηλώνει ευθαρσώς ότι σκοπεύει να βάλει τα πάντα στη σωστή τους θέση και το δεύτερο, το ομώνυμο του album, σε χαώνει σαν να το κάνει επίτηδες μετά την ανωτέρω υπόσχεση.

Ήδη έχεις πάντως εντοπίσει μια στροφή απο τις κιθάρες στα μπλιμπλίκια και τώρα που μεγάλωσες και έχουν ατονίσει οι αναφορές στα 40 χρόνια Βασίλη, δε σε χαλάει καθόλου.

Και σκαέι ο ύμνος του «National Anthem» με τη μπασάρα του, τον Yorke να χώνεται στο πιο σωστό σημείο και τα πνευστά να σε μουρλαίνουνε μια για πάντα.

Και να σου και πιο διακριτικές στιγμές στο «how to disappear completely».

Διάλειμμα για σκέψη και καπάκια το ‘’Optimistic’’ με ύφος πολλών Καρδιναλίων και παλιών Radiohead για να αναθαρρήσουν και οι πλέον δύσπιστοι.

Το επόμενο track με τον τίτλο «In limbo» είναι σαν ένας θάλαμος, σαν αυτόν στην «Οδύσσεια του Διαστήματος». Καταλήγει στην αποκάλυψη του «Idioteque». Δε νιώθες πια ενοχές που σου αρέσει αυτό το πράγμα, ό,τι κι αν είναι.

Το «Morning Bell» (που θα συνεχιστεί με το ομώνυμο τραγούδι στο ‘’Amnesiac’’ του 2001 φτιάχνοντας ένα φοβερό δέσιμο, σπάνιο για 2 συνεχόμενα albums ενός συγκροτήματος).

Γιατί το ξέχασα αυτό, το album τους της επόμενης χρονιάς, εξηγεί τα πάντα, όσα δεν έπιασες απο αυτό. Είναι και αυτό μεγαλειώδες, αλλά το «Kid A» κερδίζει στα σημεία λόγω του πρώτου σοκ.

Αυλαία, χειροκροτήματα.

Η μουσική δεν είναι πια η ίδια.

ΕΞΤΡΑ ΜΠΟΝΟΥΣ ΠΙΣΤΑ: ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΠΑΝΤΕΛΙΔΗΣ – ΑΛΚΟΟΛΙΚΕΣ ΟΙ ΝΥΧΤΕΣ (2012)

Όπως στο Σούπερ Μάριο, μόνο που εδώ μιλάμε για κανονική πίστα, μπουζουκλερί.

Θα μπορούσα να τον έβαζα νούμερο μηδέν, αλλά δεν είναι καλοί συνειρμοί αυτοί.

Άσε που ο λόγος για τον οποίο δεν μπήκε στη λίστα, δεν είναι θέμα ποιότητας ή κάτι τέτοιο. Τα βράζω αυτά και τα τρώω. Ο λόγος είναι τεχνικός, ότι δηλαδή με κέρδισε πριν ακόμα ακούσω όλο το άλμπουμ, μου άλλαξε τη συντηρητική γνώμη που είχα για το ιδίωμα ήδη απο τα βιντεάκια στο youtube.

Χριστούγεννα του ’11 ήτανε νομίζω που ξεκίνησαν δειλά-δειλά να τον ποστάρουν στο fb κάτι τσακαλάκια. Προφανώς ειρωνευόμενοι. Ε αυτό έκανα κι εγώ στην αρχή, τόσα ήξερα τόσα έλεγα.

Η ξενιτιά ευνοεί πολύ το repeat, όσοι το έζησαν μπορούν να το πιστοποιήσουν.

Άκουσα λοιπόν τι έλεγε ο αοιδός. Την ουσία. Άκουσα πίσω απο το κλαπ κλαπ της σαγιονάρας στα amateur βιντεάκια του και διαπίστωσα ότι αυτός ο τύπος είχε πονέσει πολύ απο αγάπη. Είχε τυφλωθεί από το πάθος του αλλά τώρα, σαν ένας άλλος Τειρεσίας, είχε φτάσει στο σημείο της Σοφίας (δεν ξερω αν η επόμενη γκόμενα λεγόταν έτσι), εννοώ στο επίπεδο να αναπολείς το παρελθόν, όσο κι αν σε πλήγωσε, και να μιλάς δημόσια γι’ αυτό.

Με απλές συγχορδίες -που ψιλομπασταρδεύτηκαν βέβαια απο τις ενορχηστρώσεις στο CD, δεν είναι ανάγκη όλα τα ελληνικά να έχουνε χάλκινα παιδιά- και εκπληκτικά παραστατική περιγραφή των γεγονότων στους στίχους, σα να βλέπουμε μια μερακλίδικη ταινία με έρωτα, κέρατο, μάρλμπουρο και τζονι κόκκινο.

12 τραγούδια – δυναμίτες μόνο για γενναίους. Γενναίους σαν τον ίδιο τον τραγουδιστή-συνθέτη-πρωταγωνιστή που στο επιμύθιο δεν διστάζει να μιλήσει σε θηλυκό γένος για να αποτυπώσει ακόμα πιο πειστικά τον εθισμό της καψούρας.

Αριστούργημα.