Πόσο συχνά μας τυχαίνει ένα καινούριο crush; Ένας άνθρωπος ή μια μπάντα που τα έχουν όλα: μουσική που πληροί 100% τις ανάγκες των αυτιών σου και μια προσωπικότητα από πίσω…

Ty Segall w/ The Callas Live @ An Club – 4/6/2014

Πόσο συχνά μας τυχαίνει ένα καινούριο crush; Ένας άνθρωπος ή μια μπάντα που τα έχουν όλα: μουσική που πληροί 100% τις ανάγκες των αυτιών σου και μια προσωπικότητα από πίσω που να την υποστηρίζει με το απαραίτητο coolness. Ο Ty Segall τα έχει όλα και μάλιστα στο φουλ. Από τους πιο εμπνευσμένους και παραγωγικούς μουσικούς των τελευταίων χρόνων, είναι 26 κι έχει ήδη εφτά studio albums. Η μουσική του είναι ένα αμάλγαμα garage, fuzz pop και punk με μια δροσερή αύρα από τις παραλίες της Καλιφόρνια. Άλλωστε είναι μεγαλωμένος στο Los Angeles, κάνει surf και σου δίνει την εντύπωση της ιδανικής παρέας για βουτιές σε δισκάδικα.

Βράδυ τετάρτης λοιπόν, κι ενώ οι πόρτες ανοίγουν στις 21.00, ο κόσμος είναι ελάχιστος. Λόγω τελικού στο μπάσκετ οι φίλαθλοι έλληνες δυσκολεύονται να μαζευτούν. Γύρω στις 22.30 όμως, όταν ξεκινά το opening act και ακούγονται οι πρώτες νότες από τους The Callas, το An Club έχει σχεδόν γεμίσει. Οι ηλικίες και τα στιλ κυμαίνονται από 20 εως 40 και από ελαφριά χιπστεριά μέχρι βαριά ροκιά. Όση ώρα παίζουν οι The Callas, το κοινό είναι αρκετά χλιαρό παρότι η μπάντα παίζει πολύ καλά, αν και live ο ήχος τους είναι πολύ πιο βαρύς. Δεν με ενόχλησε βέβαια αυτό, αντίθετα το πιο σκοτεινό και βρώμικο στιλ του live το βρήκα πολύ ωραίο προσωπικά. Πρόκειται άλλωστε για ένα garage rock κουαρτέτο που αξίζει να ακούσει κανείς, το κομμάτι τους «Anger» το επέλεξαν οι Nick Cave and the Bad Seeds για compilation cd που κυκλοφόρησε με το περιοδικό Mojo και την παραγωγή του τελευταίου τους album « Am I Vertical?», έχει κάνει ο «πολύς» Jim Sclavunos. Ήταν ένα αρκετά καλό ζέσταμα γι’ αυτό που ακολούθησε.

Ο ξανθός αφρατούλης καλιφορνέζος ανέβηκε γρήγορα στη σκηνή. Χαλαρός, με μαλλί απροσδιόριστο, κάτι ανάμεσα σε καρέ και καπελάκι, άρχισε να προετοιμάζεται με άνεση, ενώ από κάτω ο κόσμος περίμενε με ανυπομονησία να ξεκινήσει το σετ του. Αφού ήπιε μερικές γουλιές από την μπίρα του και μας χαιρέτησε επίσημα από το μικρόφωνο, έκανε την αρχή με το «Wave Goodbye». Από την πρώτη στιγμή ο κόσμος ανταποκρίνεται. Με ενέργεια εφηβική, ανεβαστικούς ρυθμούς και χιούμορ, ο Ty έπαιζε και το απολάμβανε. Μέχρι στιγμής δεν είχα ξαναδεί κάποιον τόσο αυθόρμητο στην σκηνή.

Μαζί με τον Ty ήταν και ο, επίσης γνωστός στο κοινό, μπασίστας Mikal Cronin με τον οποίο συνεργάζονται καιρό και έχουν βγάλει κι έναν πολύ καλό δίσκο («Reverse Shark Attack»). Θα ήθελα βέβαια να ακούσω και τραγούδια του Mikal, αλλά η βραδιά ήταν επικεντρωμένη στον Ty, που έχει ήδη αρκετά album και side projects, οπότε το setlist γέμιζε χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια. Ακούσαμε κομμάτια από τους προσωπικούς του δίσκους κυρίως, ιδιαίτερα από το «Melted», το «Slaugherhouse» και το «Twins», από το επίσης εκπληκτικό LP «Fuzz» και την μπάντα του, Ty Segall Band. Garage και ψυχεδέλεια, απίστευτο fuzz με όλη τη σημασία της λέξης και αυθεντικότητα που έφερνε στο μυαλό μπάντες των 60s και των 70s. Ο Ty είναι σα να έρχεται από αυτές τις δεκαετίες, έχει κάτι από την ποιότητα των παλιών ροκ ειδώλων. Λίγο μυστικοπαθής, πολύ παρορμητικός και εκρηκτικός σε κάθε εμφάνισή του.

Το live κράτησε λίγο παραπάνω από μια ώρα. Σε όλη τη διάρκεια της συναυλίας το κοινό δε σταμάτησε να χτυπιέται ή/και να χορεύει και να κάνει απανωτά stage diving. Μάλιστα κάθε τόσο δημιουργούσαν μικρά mosh pit, όσο δηλαδή μπορείς στον περιορισμένο χώρο του An. Σίγουρα ήταν κάτι που δεν περίμενα να δω σε indie συναυλία, ήταν όμως ένα δείγμα της τρέλας που επικράτησε έστω για μια ώρα στο An. Ο ίδιος ο Ty συμμετείχε στην τρέλα πέφτοντας μαζί με την κιθάρα του στα χέρια του κοινού δυο φορές. Πραγματικά τα έδωσε όλα στο κοινό, ακόμη και την κιθάρα του και το μικρόφωνο. Νιώσαμε όλοι πολύ κοντά του, σαν να ήταν φίλος που έπαιζε live. Μερικοί δέθηκαν ακόμη περισσότερο μαζί του και συγκεκριμένα με κολλητική ταινία. Για να το εξηγήσω καλύτερα, απλά κάποια στιγμή ο Ty αποφάσισε να πάρει ταινία και να την τυλίξει γύρω από τον εαυτό του και δυο θεατές που βρίσκονταν μπροστά του.

Δεν ήταν δυνατό να ξέρω αν και πόσο είχε πιει, μπορώ μόνο να φανταστώ. Πάντως είχε μια πολύ δυναμική παρουσία πάνω στην σκηνή. Αναγκαστικά έπρεπε να τον συμπαθήσεις. Πόσοι άλλοι βρίσκονται σε τέτοιο επίπεδο γαματοσύνης; Πόσοι άλλοι είναι τόσο άνετοι λες και παίζουν απλά για φίλους και κάνουν μιμήσεις Tom Waits τραγουδώντας με παραμορφωμένη φωνή «The piano has been drinking»;

Το κλείσιμο της βραδιάς έγινε με ένα απολαυστικό μεν αλλά σύντομο encore, όπου έπαιξαν μόλις τρία κομμάτια. Όπως και στο υπόλοιπο live ακολούθησαν περίπου το πρόγραμμα που είχαν και στο Coachella, παίζοντας το «Imaginary Person», τη δική τους εκδοχή στο «Motorhead» και ένα από τα αγαπημένα του κοινού, το «Girlfriend».

Νομίζω δεν υπήρχε άνθρωπος που να μην βγήκε δικαιωμένος από υπόγειο του An εκείνο το βράδυ. Παρά τον τελικό μπάσκετ και το Plissken που ακολουθούσε μια μέρα αργότερα, το αθηναϊκό indie κοινό δεν έχασε την ευκαιρία να δει ένα από τα μεγαλύτερα ονόματα της garage rock αυτή τη στιγμή. Μαζί με τους Thee Oh Sees που μας επισκέφθηκαν πέρυσι, είναι οι άξιοι διάδοχοι της μουσικής σκηνής στην Καλιφόρνια. Τίποτε άλλο δεν έχω να πω, μόνο ότι ονειρεύομαι καλοκαιρινά πάρτυ με τις αναζωογονητικές μουσικές τους.