Το δυσκολότερο κομμάτι έχει ξεκινήσει. Μετά την εντυπωσιακή πρώτη νίκη, ο Εχθρός πεισμώνει και παίρνει τα πάνω του. Οι μάχες ήταν δύσκολες και επέφεραν πολλαπλές απώλειες και στις δύο πλευρές….

Ημερολόγια Ακαπνίας 2

Το δυσκολότερο κομμάτι έχει ξεκινήσει. Μετά την εντυπωσιακή πρώτη νίκη, ο Εχθρός πεισμώνει και παίρνει τα πάνω του. Οι μάχες ήταν δύσκολες και επέφεραν πολλαπλές απώλειες και στις δύο πλευρές. Οι σφαγμένοι στοιβαγμένοι, πνιγμένοι στο ίδιο τους το αίμα (τα τσιγάρα στο τασάκι). Ανασυγκρότηση γύρω απ’ τη φωτιά (τον υπολογιστή). Τίποτα δεν έχει κριθεί ακόμα όμως. Η νύχτα έχει πέσει, η πρώτη νύχτα που νιώθεις κάπως καλύτερα. Η νύχτα με τους γνωστούς δαίμονες της, οι οποίοι μετά απο τόσα χρόνια είναι οικείοι, σα τις φωτογραφίες των νεκρών προγόνων σου, πάνω στο τζάκι, στο πατρικό σου σπίτι. Κι αυτοί συμμαχούν εναντίον σου. Έχεις καταλάβει πλέον, πως πρέπει να πολεμήσεις μόνος, δεν θα έρθει κανείς να σε σώσει, ούτε καν την αυγή, με το πρώτο φως. Έχεις συνειδητοποιήσει, πως ο Εχθρός είναι έξυπνος, ο Ηγέτης του είναι σκληρός, δεν θα σταματήσει πουθενά. Θα επιστρατεύσει κάθε διαθέσιμο μέσο, κάθε τέχνασμα. Έχει συσπειρώσει γύρω του πολλαπλούς συμμάχους, συμμάχους που και συ τους χρειάζεσαι. Συμμάχους που μέχρι χθες θα ορκιζόσουν ότι είναι πιστοί σου φίλοι. Ο ταύρος σφαγιάζεται. Τα σπλάχνα μιλάνε. Οι οιωνοί είναι κακοί.

Ο εχθρός είναι δειλός. Εξαπολύει τα σκυλιά του και τ’ αφήνει να σε κατασπαράξουν, κι ύστερα έρχεται μόνο για να σε αποτελειώσει, όταν ήδη κείτεσαι αιμόφυρτος στο πάτωμα. Οι δαίμονες αρχίζουν να σου μιλούν, όλο και πιο δυνατά όσο σκοτεινιάζει. Ακούς ψιθύρους, βλέπεις θαμπές εικόνες. Η επιθυμία να τα ακούσεις όλα καθαρά, να τα δεις, σε κατατρώει, κι ας ξέρεις ότι όλα είναι μια φοβερή παγίδα. Υποκύπτεις, έχασες την πρώτη αναγνωριστική συμπλοκή. Κοιτάς γύρω σου. Σε κάποιο πολεμικό συμβούλιο, όταν ακόμα η πρώτη νίκη σου είχε δώσει αέρα, αυτοπεποίθηση και καθαρό κεφάλι,  είχε αποφασιστεί να εξοριστούν απο το στρατόπεδο όλα τα στοιχεία εκείνα που θα μπορούσαν να υπονομεύσουν τον αγώνα. Και πράγματι, έτσι είχε γίνει. Έιχε μείνει μόνο ένα, ήσουν πολύ αδύναμος για να εξορίσεις κι αυτό. Προχωράς προς το μυστικό ντουλάπι που το έχεις φυλακίσει, η κιθάρα του Χέντριξ, σε κάποιο νόθο του μπλουζ, σου σκίζει τα μυαλά (γιατί ναι, είναι πολλά), προχωράς προς την ανήλιαγη φυλακή που το είχες κλείσει χωρίς τροφή και νερό. Το ελευθερώνεις. Νιώθεις την έντονη αδημονία να σε χτυπάει κατάστηθα. Ανοίγεις το μπουκάλι. Αίφνης το τζίνι πετάγεται ουρλιάζοντας απο μέσα, μα δεν το έτριψες, σκέφτεσαι σαστισμένος. Δεν έχει σημασία. Ο εχθρός απελευθέρωσε τον ισχυρότερο του σύμμαχο. Το Αλκοόλ, και δη ένα σκοτσέζικο Ardbeg Uigeadail του 2009.

Με τις πρώτες γουλιές αντιλαμβάνεσαι το θανάσιμο λάθος σου, ένα λάθος που θα σου κοστίσει, αν όχι τον πόλεμο, σίγουρα μια σημαντική μάχη. Δεν σε νοιάζει, έχεις αφεθεί, και το αστείο είναι οτι νιώθεις καλά γι’αυτό, είσαι ανακουφισμένος, είναι γλυκιά η παραίτηση. Σκέφτεσαι πως κάπως έτσι θα πρέπει να νιώθει και ο ετοιμοθάνατος, είσαι σίγουρος πια, ναι, δεν υπάρχει καλύτερη αίσθηση απο την παραίτηση (τι επικίνδυνη σκέψη). Οι φωνές γίνονται καθαρές σιγά σιγά, ακούς και τη φωνή εκείνης, κάπου βρίσκεται κι αυτή μέσα στο πλήθος. Κατεβάζεις το ουίσκυ, μηχανικά πιάνεις τον καπνό σου, στρίβεις, σαλιώνεις, η μυρωδιά του Εχθρού είναι τόσο υπέροχη στην αρχή, τοσο ζεστά οικεία, σα το άρωμα εκείνης, πολύ αθώα αρχικά, πριν το ανάψεις και μετασχηματιστεί σε κάτι παντελώς διαφορετικό, σε κάτι σκοτεινό και βρώμικο, σε μαύρη πίσσα που σου τρώει τα σωθικά. Σε πλημμυρίζει μια αίσθηση αποκάλυψης, μια στιγμιαία βεβαιότητα για την δικαίωση των πάντων. Μια στιγμιαία αλήθεια ή μια τεράστια πλάνη. Ανάβεις το τσιγάρο. Τη βλέπεις να κάθεται απέναντι σου, σε ένα μικρό σκοτεινό συνοικιακό μπαρ, Τομ Γουέιτς στα ηχεία, τα χέρια της σταυρωτά πάνω στα πόδια της, αμήχανη, το πρόσωπο της γερμένο για να μη σε αντικρίζει, κλαίει χωρίς να βγάζει άχνα. Δεν θυμάσαι γιατί έκλαιγε, θυμάσαι όμως την αρμύρα των δακρύων της. Όσο υπάρχει ο καπνός, υπάρχει κι εκείνη. Ανάβεις το ένα μετά το άλλο, για να διατηρήσεις την εικόνα της, πίνεις για να μπορείς να συνεχίσεις να γεύεσαι την αρμύρα της. Μετά απο ώρες, δεν αντέχεις άλλο, είσαι λίγος πιά, έχεις εξαϋλωθεί. Σβήνεις το τελευταίο τσιγάρο, κατεβάζεις την τελευταία γουλιά κι εκείνη χάνεται, το πρόσωπό της ραγίζει σα γυαλί και σπάει. Ξέρεις, έχεις χάσει μια μεγάλη μάχη. Σηκώνεσαι βαρύς και κοιτάς με μια κάποια αόριστη ελπίδα απ΄το παράθυρο, την αυγή, στην ανατολή. Κάνεις δεν έρχεται με το πρώτο φως της μέρας προς σωτηρία σου. Ξαπλώνεις εξουθενωμένος, πονάς παντού. Κι ο Εχθρός, κάπου μακριά, χορεύει, θριαμβευτικά ένα βαλσάκι (που το έβαλε τελετουργικά στο πικάπ ο ντιτζέι Μπομπ Ντύλαν, μουρμουρίζοντας μερικά λόγια στην αρχή, όπως του άρεσε να κάνει πάντα), και τραγουδά αγκαλιά με τον πιο πιστό σύμμαχο του.