Για πάρα πολλούς αριστερούς στην Ελλάδα, μια βασική πηγή συστηματική ιστορικής γνώσης ήταν και είναι ο Βασίλης Ραφαηλίδης. Ο Ραφαηλίδης, συγγραφέας δεκάδων βιβλίων, επανανακαλύπτεται σήμερα μέσα απόδημοφιλή σάιτ και εξακολουθεί…

Ο Καραμανλής, οι ναζί και η λατρεία του απόρρητου στην ανάγνωση της Ιστοριας

Για πάρα πολλούς αριστερούς στην Ελλάδα, μια βασική πηγή συστηματική ιστορικής γνώσης ήταν και είναι ο Βασίλης Ραφαηλίδης. Ο Ραφαηλίδης, συγγραφέας δεκάδων βιβλίων, επανανακαλύπτεται σήμερα μέσα απόδημοφιλή σάιτ και εξακολουθεί να αποτελεί έναν ισχυρό πυλώνα διαμόρφωσης της ιστορικής αντίληψης των Ελλήνων. Πρόκειται για έναν χαρισματικό συγγραφέα και κριτικό, που αποτελεί σίγουρα πολύ καλή εισαγωγή σε μια γνώση της ελληνικής και όχι μόνο ιστορίας. Προσωπικά τον διάβαζα από το λύκειο μέχρι τα πρώτα χρόνια του πανεπιστημίου, και χαρακτηριστικό είναι ότι σ’ αυτά τα πρώτα  χρόνια –μη γνωρίζοντας ακόμη πώς λειτουργεί η βιβλιογραφία στο πανεπιστήμιο– παρέπεμψα σε αυτόν σε μια εργασία μου, για να πάρω μια ωραία ειρωνική επίπληξη ως απάντηση από γνωστό καθηγητή ιστορίας. Γιατί τα λέω όλα αυτά; Γιατί για ακόμη μια φορά, στο ζήτημα που έχει προκύψει με το έγγραφο της CIA και τον Καραμανλή, πρωταγωνιστούν τόσο το ίδιο το πρόσωπο του Ραφαηλίδη όσο και η αντίληψη που μεταφέρει στους αναγνώστες του για την ιστορία.

Η υπόθεση συνοψίζεται στο ότι από χθες κυκλοφορεί ένα αποχαρακτηρισμένο (δηλαδή όχι πια απόρρητο, από το 2006 μάλιστα)έγγραφο της CIA όπου αναφέρεται πως κατά τη δίκη του ναζί εγκληματία πολέμου Άντολφ Άιχμαν αποκαλύφθηκε ότι στα στοιχεία περιλαμβανόταν ένας πίνακας που αποδείκνυε πως ο πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραμανλής και ο Κωνσταντίνος Τσαλδάρης ήταν συνεργάτες του υπεύθυνου για την δίωξη των Εβραίων στη Μακεδονία Μαξ Μέρτεν, κατά την Κατοχή. Σύμφωνα με το έγγραφο, τον πίνακα είδε κάποιος ανώνυμος υπάλληλος της Υπηρεσίας Τύπου της Διπλωματικής Αποστολής της Ελλάδας στο Ισραήλ (όπου γινόταν η δίκη). Η ελληνική κυβέρνηση ζήτησε, στη συνέχεια, να μην δοθεί στη δημοσιότητα ο περίφημος πίνακας και να μην χρησιμοποιηθεί ως στοιχείο στη δίκη. Σύμφωνα με το ελληνικό Facebook λοιπόν, «κάποιος ανώνυμος συντάκτης σε ένα έγγραφο λέει ότι κάποιος άλλος ανώνυμος είδε έναν πίνακα που δεν εμφανίζεται πουθενά»=Ο ΚΑΡΑΜΑΝΛΗΣ ΗΤΑΝ ΝΑΖΙ.

4eYKZxu

Το ζήτημα εδώ δεν είναι ότι ο κόσμος δεν ξέρει ιστορία ή ότι οι ειδικοί κατέχουν την αληθινή γνώση που πρέπει να διαδοθεί στο κοινό. Η ιστορία είναι ένα αντικείμενο που αφορά όλη την κοινωνία γιατί διαμορφώνει ταυτότητες μέσω της συσχέτισης παρελθόντος-παρόντος. Η διαχείριση του παρελθόντος δεν είναι ένα αναγκαίο κακό, αλλά μια ανάγκη και μια λειτουργία της κοινωνίας. Ωστόσο, τα παραπάνω δεν σημαίνουν ότι η κατανόηση αυτών των λειτουργιών ταυτίζεται με την επιβράβευση καταστάσεων όπως ο παροξυσμός περί του ναζί Καραμανλή. Κατ’ αρχάς, και κατά την ίδια την εποχή οι κατηγορίες για συνεργασία του Καραμανλή εντάσσονταν σε αυτό που ονομάστηκε «υπόθεση Μέρτεν» και κράτησε από το 1957 μέχρι το 1960. Τη διαμάχη σκιαγραφεί (ασυνήθιστα καλά για τα δεδομένα της και με έγκυρες πηγές) η Βικιπαίδεια. Από χτες λοιπόν, λαμβάνοντας αυτό ως ένα ακόμη πειστήριο, σύσσωμο σχεδόν το ελληνικο αριστερό κυρίως Facebook θριαμβολογεί αυτάρεσκα («το ξέραμε, αλλά in your face τώρα που το λέει και η CIA») για το ότι ο εθνάρχης ήταν ναζί, και, συμπερασματικά, για το ότι όλη η ελληνική Δεξιά είναι δοσίλογη με τη λογική της οικογενειακής ευθύνης (ο πατέρας του Έβερτ πυροβόλησε τους διαδηλωτές στα Δεκεμβριανά, ο πατέρας του Ράλλη ήταν κατοχικός πρωθυπουργός, άρα και οι γιοι τους είναι δοσίλογοι). Μέχρι και hashtag #karamanlis_gate εμφανίστηκε.

BV9TB2B

Η ιστορική επιστήμη όμως δεν αποφαίνεται τόσο έυκολα για κάτι. Τα έγγραφα είναι μεν σημαντικά, αλλά το καθένα από μόνο του δεν αποτελεί απόδειξη αν δεν διασταυρωθεί και αν δεν εξεταστεί. Πόσο μάλλον τα έγγραφα που βασίζονται σε ανώνυμες δευτερογενείς πληροφορίες. Μπορεί ο Καραμανλής να είναι μια προσωπικότητα που πράγματι έχει σκοτεινά σημεία στην πορεία του, αλλά αυτά τα σημεία είναι κυρίως ο αυταρχικός εκσυγχρονισμός της δεκαετίας του 1950, που έθετε τον μισό πληθυσμό (και όχι μόνο τους κομμουνιστές) στο περιθώριο∙ είναι τα δεκάδες οικονομικά και άλλα σκάνδαλα∙ είναι η σχηματική συχνά λειτουργία του κοινοβουλευτισμού μέσα στο ευρύτερο ψυχροπολεμικό πλαίσιο μιας χώρας ανάμεσα στα δύο μπλοκ.

Και σε αυτά, έχει μεν σημασία η προσωπικότητα και η εμπρόθετη δράση του ίδιου του Καραμανλή, αλλά αν αυτά εκτιμηθούν εκτός πλαισίου δεν έχουν κανένα νόημα. Παράγεται λοιπόν μια συνωμοσιολογική λογική της ιστορίας, που εστιάζει σε «αποκαλύψεις», «μυστικά έγγραφα», «συμφωνίες σε χαρτοπετσέτες» και άλλα, την οποία συχνά υπηρετούν δημοσιογράφοι και, σε κάποιο βαθμό, και συγγραφείς όπως ο Ραφαηλίδης. Αν και ο ίδιος είχε επαρκή γνώση, κυρίως των γεγονότων και λιγότερο της μεθοδολογίας, συχνά στα βιβλία του το αποτέλεσμα είναι ισοπεδωτικό, με τους αναγνώστες του να βγάζουν ακόμα πιο ισοπεδωτικά συμπεράσματα. Έτσι, η πραγματική ενσωμάτωση σημαντικού αριθμού δοσιλόγων στον ελληνικό (και όχι μόνο) μεταπολεμικό κρατικό μηχανισμό μεταφράζεται συχνά στη δημόσια αντίληψη στο ότι συλλήβδην την Ελλάδα κυβερνούσαν μεταπολεμικά οι ναζί.

fEqWGNO

Τα «μυστικά έγγραφα» αποτελούν εδώ και πάρα πολλές δεκαετίες πηγή διαμαχών για την ιστορία, ακριβώς επειδή αποπλαισιώνοντας το έγγραφο μπορείς να το χρησιμοποιήσεις όπως θέλεις. Ειδικά τα τελευταία 10 χρόνια με την εμφάνιση της αναθεώρησης της ιστορίας εκ δεξιών κυρίως από τους Καλύβα-Μαραντζίδη (απέναντι στους οποίους επίσης υπάρχει ισοπέδωση και κυριαρχεί η κατηγορία του «γερμανοτσολιά»), και πιο πρόσφατα με τάσεις δημόσιας αποκατάστασης ή στρογγυλέματος (συχνά από τα ίδια άτομα) μορφών όπως ο Μεταξάς, η αντεπίθεση είναι αναμενόμενη. Ωστόσο, σε επίπεδο πολιτικής αντιπαράθεσης –γιατί οι διαμάχες για την ιστορία είναι πάντα εν πολλοίς πολιτικές–, η αντεπίθεση με αβέβαια ή ανυπόστατα στοιχεία το μόνο που κάνει είναι να επαναφέρει τις συνωμοσιολογίες των προηγούμενων δεκαετιών.

Το αν ο Καραμανλής είχε δραστηριότητες συνεργασίας στην Κατοχή μένει να εξεταστεί, αλλά όχι για να καεί το ομοίωμά του στο Σύνταγμα. Οι διαδικασίες δικαίωσης μέσα από την ιστορία είναι κι αυτές μια ανάγκη, που οφείλει όμως να εδράζεται σε στέρεες βάσεις. Το ότι ο Καραμανλής ήταν ένας σημαντικός πολιτικός είναι μια εκτίμηση που βασίζεται στην επιρροή όσων έπραξε, και όχι απαραίτητα σε κάποια αξιολογική κρίση. Συνεπώς, μπορεί κάλλιστα να κατηγορείται ως ένας από τους αρχιτέκτονες της καχεκτικής μεταπολεμικής δημοκρατίας χωρίς να πρέπει να είναι σώνει και καλά ναζί. Η πολιτική θέση που αντιτίθεται στο συγκεκριμένο παρελθόν και στο αφήγημα περί της χρυσής εποχής της αντιπαροχής μπορεί, με άλλα λόγια, να υιοθετεί την ακρίβεια αλλά όχι τη συνωμοσιολογία του Βασίλη Ραφαηλίδη.