Αλέξης Bathory Μέρα μηδέν Ξύπνησα από το χάραμα με ενα φρικτό προαίσθημα. Ανοίγω τα μάτια μου και βλέπω πως ήταν ακόμα 1 το μεσημέρι. Λέω δε βαριέσαι, ας πιάσω τη…

Skra Archives: Ημερολόγιο ενός ανέργου χωρίς ΙΝΤΕΡΝΕΤ, μέρος 1ο

Αλέξης Bathory

Μέρα μηδέν

Ξύπνησα από το χάραμα με ενα φρικτό προαίσθημα. Ανοίγω τα μάτια μου και βλέπω πως ήταν ακόμα 1 το μεσημέρι. Λέω δε βαριέσαι, ας πιάσω τη μέρα από τα μαλλιά. Σηκώνομαι, πλένομαι και πάνω που πάει να αρχίσει η καθιερωμένη επίθεση της μάνας στρέφομαι στη μόνη πηγή κουράγιoυ. Ανοίγω το λάπτοπ και βλέπω το πιο τρομακτικό πράγμα που μπορεί να αντιμετωπίσει κανείς στο ίδιο του το σπίτι. Το εικονιδιάκι του ΙΝΤΕΡΝΕΤ με θαυμαστικό κίτρινο. Δε μασάμε, έχουμε φίλους που ξέρουν απ’ αυτά και μου’ χουν πει τι να κάνω. Πάω αποφασιστικά και βγάζω το ρούτερ απο την πρίζα και περιμένω 10 δευτερόλεπτα μέχρι να το ξαναβάλω. Γεμάτος καμάρι γυρνάω στο δωμάτιο έτοιμος να δω τι έγινε στον κόσμο όσο κοιμόμουν. Δεν ένιωθα καλά όμως, μια καταχνιά με τριγύριζε όσο το κομπιούτερ πάλευε να βρει ΙΝΤΕΡΝΕΤ. Κάτι σπάει μέσα μου όταν βλέπω το θαυμαστικό να είναι ακόμα εκεί. Μας κόψαν το τηλέφωνο, η πρώτη μου σκέψη, μα ήταν λανθασμένη. Θα πάρω τηλέφωνο να μάθω. Ο επιστήμονας της γραμμής μού δίνει τις γεμάτες σοφία συμβουλές του. Να το βγάλω από την πρίζα και να το ξαναβάλω. Για να μη φανώ ξερόλας το ξανακάνω και τον ενημερώνω πως το πρόβλημα παραμένει. Ατάραχος με καθησυχάζει και μου λέει πως θα μιλήσουμε σε λίγο.

Βάζω το Book of Souls και μόλις τελειώνει το πρώτο μισό,  λέω να ξαναπάρω. Δεύτερη προσπάθεια με ίδιο αποτέλεσμα. Δεν φαίνεται να συγχρονίζεται. «Κι εγώ πώς μπορώ να βοηθήσω παιδιά;», «δεν μπορείτε», μου απαντάνε και μου κόβονται τα γόνατα. Νιώθω να με ρουφάει το πάτωμα και όλα να σκοτεινιάζουν. Θα έρθει αύριο τεχνικός του ΟΤΕ να δει τη γραμμή σας. Με μόνη ανακούφιση τη δικαίωση που επιτέλους ένιωσα για την επιμονή μου να κατεβάζω τσόντες αντί απλά να στρημάρω σκέφτομαι πως θα βγει το βράδυ και την επόμενη όλα θα’ναι καλά.

4

Μέρα Ι

Πετάγομαι από το κρεβάτι σαν παιδάκι που πάει να δει τι του έφερε ο Αϊ-Βασίλης. Με τραγικά λίγο ύπνο και κατάκοπος, αλλά δεν έχει σημασία. Κοιτάω το κινητό μου και βλέπω να ‘χει πάει 2 παρά. Ανοίγω το κομπιούτερ με ανυπομονησία και ταυτόχρονα απελπισία. Ήξερα πως αν δεν έχει αλλάξει τίποτα, τα πράγματα θα ‘ναι πολύ δύσκολα. Το θαυμαστικό εκεί, ξεδιάντροπα να με χλευάζει. Σκέφτομαι πως μάλλον είναι πολύ νωρίς, αλλα ας πάρω ένα τηλέφωνο. Οι ιδιοφυίες του ΟΤΕ δεν είχαν έρθει σήμερα. Άγνωστο πώς και γιατί, αλλά είχαν πιο σημαντικά πράγματα να κάνουν. Ανανεώνω με ανυπομονησία το ραντεβού για την επόμενη μέρα τονίζοντας την ιδιαιτερότητα της κατάστασης. Πάμε για Παρασκευή το οποίο σημαίνει πως αν δεν τα καταφέρουμε, έρχεται το Σ/Κ, κατά το οποίο οι άνθρωποι τέτοιου επιπέδου ξεκουράζονται για να γεμίσουν τις μπαταρίες ώστε να φέρουν εις πέρας αυτό το μοναδικό τους έργο. Η φωνή στην άλλη άκρη κάνει ό,τι μπορεί για να με καθησυχάσει και δεν πιάνει καθόλου. Κατά το βράδυ σκάει μήνυμα. Οι Θεοί είναι συμπονετικοί και θα μου στείλουν έναν τεχνικό την Παρασκευή το πρωί να μου τα λύσει όλα. Σκέφτομαι πόσο παρηγορητικό είναι αυτό. Μιλάμε για τεχνικό του ΟΤΕ. Με τι μούτρα θα του μιλήσω αν μου απευθύνει το λόγο. Έχουν συναίσθημα πλέον αυτοί οι άνθρωποι ή έχουν φτάσει σε σημείο να λειτουργούν σα ρομπότ; Θα έπρεπε να περιμένω 16 ώρες για να μάθω. Όλα στραβά μου πάνε, μονολογώ. Σκέψου όμως να μην κατέβαζες και τσόντες και να τις στρήμαρες σαν όλους τους άλλους. Αυτά κάνω και με τρελαίνω, παραδέχομαι στον εαυτό μου και κοιτάω τον τοίχο περιμένοντας να ξημερώσει η μέρα που θα τελειώσει αυτό το αστείο.

2

Μέρα ΙΙ

Με το που ξημερώνει δε χάνω λεπτό και πέφτω για ύπνο. Βάζω το ξυπνητήρι στις 10 για να είμαι σίγουρα παρών σε αυτή τη μεγαλειώδη στιγμή. Δεν ακούω τίποτα και ξυπνάω πιο νωρίς από ποτέ. Κοιτάω το κινητό με σκοπό να μάθω γιατί δε χτύπησε το ξυπνητήρι και σαστίζω. Η ώρα είναι 12 και μισή. Απορώ με τον εαυτό μου, επανέρχομαι κατευθείαν. Δεν είναι τώρα η ώρα για βλακείες γαμώτο σου, συγκεντρώσου. Αυτή είναι η μέρα που θα φτιάξει η ζωή σου, σήκω. Κατεβαίνω στο υπόγειο να δω το κουτί των γραμμών και πετρώνω. Αυτό είναι κουβάρι για να παίζει η γάτα του χίππη γαμώ το φελέκι μου, τι βραχυκύκλωσε; Γυρνάω πάνω χωρίς να έχω καταλάβει τίποτα, μα έτοιμος. Έτοιμος να καταβροχθίσω λαίμαργα ό,τι έχει να μου δώσει το ΙΝΤΕΡΝΕΤ. Μάταια όλα όμως, το μόνο που έβλεπα ήταν το θαυμαστικό. Παίρνω απόφαση πως η ρήξη είναι μονόδρομος και παίρνω τηλέφωνο. Η φωνή στην άλλη άκρη, ισοπεδωτική. Δε γνωρίζει αν ήρθε κάποιος να τσεκάρει αλλά θα κάνει ό,τι μπορεί για να μάθει. Τη ρωτάω, «θα κάνετε πραγματικά τα πάντα;», «Κύριε μου, εδώ είμαστε επιστήμονες, δεν κάνουμε μισοδουλειές» και αναρωτώμενος πώς θα βγεί το Σ/Κ κλείνω το τηλέφωνο, βάζω το Twilight Of The Gods κι αρχίζω να κοιτάω τον τοίχο. Χαζεύω φωτογραφίες, αρχίζω να τακτοποιώ το δωμάτιο. Μετά απο λίγο συνειδητοποιώ πως το δωμάτιο είναι γεμάτο άχρηστα πράγματα που δε χρειάζονται τακτοποίηση και σταματάω. Συνεχίζω να κοιτάω τον τοίχο και έρχεται ξανά στο νου η μόνη παρηγοριά. Α ρε μυαλό αθάνατο, όλοι σε κορόιδευαν αλλά εσύ πάντα μπροστά. Φαντάσου να μην κατέβαζες και τσόντες πόσο χαμένος θα’σουνα.

3

Μέρα ΙΙΙ

Δε βλέπω σχεδόν ποτέ εφιάλτες. Έχω κουμαντάρει τα συνειδητά και τα υποσυνείδητα να έχουν πάντα μπροστά τις χειρότερες περιπτώσεις, οπότε δε με ξαφνιάζει τίποτα. Το πρωί του Σαββάτου όμως ήταν διαφορετικά. Με βλέπω να σερφάρω ανέμελα. Να διαβάζω του PV άρθρα για Keep or Mulligan στο Draft του Battle for Zendikar, βιντεάκια του LSV να τα κάνει ολα τέλεια στο Modern και να γλείφει. Μέσα στον ύπνο μου απορώ πόσο καιρό εχω να παίξω Magic σοβαρά και πόσο άσχετος  θα ‘μαι τώρα.  Να κατεβαίνω χαρούμενος τον τοίχο του ΦουΜπου μπας κ δω κάτι να χαβαλεδιάσω. Να ψάχνω καμιά μουσική να βάλω στο σκληρό γιατί δε φτάνουν αυτά που δεν έχω ακούσει, θέλω κι άλλα. Και πάνω που πάω να βάλω και Hearthstone, ξυπνάω. Μούσκεμα από τον ιδρώτα, κοιτάω το κινητό. 1μιση. Γαμημένα όνειρα, παίζουν με το μυαλό μου. Νωρίς είναι, ξαναπέφτω. Σηκώνομαι κατά τις 3 χωρίς καμία ελπίδα. Ας παραγγείλω κάνα σουβλάκι. Μέχρι να ‘ρθει πίνω τον φραπέ μου και τρώω λίγα καπρίς να περάσει η ώρα. Τρώω και τα σουβλάκια κι αρχίζω να κάνω σχέδια να βγω για βράδυ. Σάββατο είναι, ο κόσμος γλεντάει. Δεν έχω κάρτα στο κινητό κάνα 6μηνο τώρα και συνειδητοποιώ πως όλες οι συνεννοήσεις μου γίνονται μέσω ΦουΜπου. Παρατάω αυτό το σχέδιο κι αρχίζω να βλέπω τσόντες σαν να είναι ταινία. Θα περάσει κι αυτή η μέρα, πού θα πάει. Μου κόβει και πάω να πάρω καφέ για έξω και να κλέψω ίντερνετ απο την καφετέρια. Λογικά θα ‘χει κρασάρει το σύμπαν από τα μηνύματα φίλων και γνωστών που ανησυχούν για μένα. Το προσωπικό του μαγαζιού δεν ξέρω αν με λυπάται ή με κοροϊδεύει πιο πολύ, αλλά δε με νοιάζει. Πρέπει να καθησυχάσω τον ΚΟΣΜΟ. Ανοίγω και περιμένω. Ένα μήνυμα από συγκρότημα να κάνω λάηκ κι ένα από τον χίππη να με κοροϊδεύει με στίχους Ντάνζιεγκ. Αν αυτοί δε μ’ έχουν ανάγκη μία, εγώ δεν τους έχω δέκα. Παίρνω τον καφέ μου και πάω σπίτι. Θα ξαναδιαβάσω τα Graveyard Book του Gaiman που ‘ναι παλικάρι και με νιώθει, να περάσει η ώρα. Όντως συμβαίνει αυτό, μα η ώρα μέχρι να τα τελειώσω είχε πάει μόλις 12. Γελάνε τα τσιμέντα, λέω στον εαυτό μου και βάζω το Book Of Souls να φύγει λίγο η καταδίκη. Τελειώνει κι ακόμα κοιτάω τον τοίχο. Φιλμογραφία August Ames μέχρι να βρω σκηνή που δε θυμάμαι. Με το που ανεβαίνει ο ήλιος σκεπάζομαι και παραδίνομαι στο σκοτάδι της ανουσιότητας.

graveyard1