Cover photo: Έλενα Νασσάτι Ο Μαξ Βέμπερ (1864-1920) θεωρούσε πως η δυτική νεοτερικότητα συνιστά την κατάληξη μιας ιστορικής διαδικασίας εξορθολογισμού. Καθώς η επιστήμη μάς μαθαίνει ολοένα και πιο πολλά, καθώς όλο…

Φοίβος Δεληβοριάς: τραγουδοποιός σ’ έναν απομαγεμένο κόσμο

Cover photo: Έλενα Νασσάτι

Ο Μαξ Βέμπερ (1864-1920) θεωρούσε πως η δυτική νεοτερικότητα συνιστά την κατάληξη μιας ιστορικής διαδικασίας εξορθολογισμού. Καθώς η επιστήμη μάς μαθαίνει ολοένα και πιο πολλά, καθώς όλο και περισσότερα πράγματα γύρω μας εξηγούνται με βάση μαθηματικούς και φυσικούς νόμους, αναγκαζόμαστε να καταπιούμε τον δυσάρεστο καρπό του δέντρου της γνώσης. Και είναι δυσάρεστος, υποστηρίζει ο Βέμπερ, στον βαθμό που μας βγάζει από τις βολικές αυταπάτες μας. Ποιες, όμως είναι αυτές οι αυταπάτες;

Σε παλιότερες εποχές, πριν από την πρόοδο της διανοητικοποίησης και του εξορθολογισμού, οι κοινωνίες πίστευαν ότι η φύση, ο κόσμος και η ζωή εμφορούνταν από ένα εγγενές νόημα. Κάποιος έβγαινε μια βόλτα και άκουγε στο θρόισμα των δέντρων μυστικούς ψιθύρους, συναντούσε ένα ποτάμι και πίστευε ότι αντικρίζει την υδάτινη κατοικία μιας νύμφης, ερμήνευε το κελάιδισμα των πουλιών ως κρυφό μήνυμα κάποιας θεότητας. Αντιθέτως, σήμερα, η κυριαρχία της επιστήμης και της τεχνικής έχει καταδείξει την αβασιμότητα αυτών των μεταφυσικών πεποιθήσεων. Με άλλα λόγια, ο κόσμος έχει υποστεί μια απομάγευση (Ent-zauberung, dés-enchantement), που συνίσταται, σύμφωνα με την κομψή διατύπωση της Catherine Colliot-Thélène, στην «εξάλειψη της υπερβατικότητας και, βαθύτερα, της συνοχής του νοήματος του κόσμου της ανθρώπινης ύπαρξης».

desenchantement800

Συνειδητοποιήσαμε, λοιπόν, ότι το μέχρι πρότινος συμπαγές νόημα που γέμιζε τις ζωές μας ήταν αυθαίρετο, δεν πατούσε κάπου, και ότι οι αξίες μας δεν στηρίζονται σε κάποιο στέρεο υπερβατικό βάθρο, αλλά αποτελούν απλώς προσωπικές επιλογές. Πρόκειται, δηλαδή, για μια εποχή στην οποία «ο ουρανός δεν κρύβει από πάνω θεό, κι εσύ είσαι εσύ, κι εγώ είμαι εγώ.»

Κατά τη γνώμη μου, δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι, σε αυτά τα συμφραζόμενα, το συγκεκριμένο δίστιχο από τη Μπόσα Νόβα του Ησαΐα του Φοίβου Δεληβοριά μοιάζει γραμμένο ακριβώς για να φωτίσει τη βεμπεριανή ιδέα. Φυσικά, δεν υποστηρίζω ότι ο τραγουδοποιός μελέτησε το Επιστήμη ως Επάγγελμα προκειμένου να γράψει τα τραγούδια του. Πιστεύω, όμως, ότι, ως καλλιτέχνης, αφουγκράστηκε το ίδιο πράγμα που ο γερμανός στοχαστής συνέλαβε θεωρητικά, ανιχνεύοντάς  το στους κόλπους της νεοελληνικής κοινωνίας και, ταυτόχρονα, προσαρμόζοντάς το στα δεδομένα της. Ακόμη περισσότερο, υποστηρίζω ότι κατά κάποιον τρόπο όλη η τραγουδοποιία του Δεληβοριά είναι τοποθετημένη, συνειδητά ή ασυνείδητα, μέσα στο πλαίσιο ενός απομαγεμένου κόσμου, τον οποίο περιγράφει, ενώ την ίδια ώρα αναζητά έξοδο από αυτόν. Ένα μεγάλο μέρος της εξαιρετικής γοητείας που μας ασκεί το έργο του προέρχεται, νομίζω, από εκεί.

Πρώτα απ’ όλα, μπορούμε να διαπιστώσουμε ακόμη και μια λεξιλογική συνάφεια: στο τραγούδι Πέρα Χώρα , η φαντασίωση ενός «τόπου», στον οποίο δεν έχει πάει ποτέ κανείς, και ο οποίος είναι, τρόπον τινά, το αντίστροφο της υπαρκτής καθημερινής ζωής μας, περιλαμβάνει όχι μόνο τη Φύση, που «δεν έχει σπαταληθεί», αλλά και «τη γυμνή γυναίκα», που «δεν έχει απομαγευτεί».

Πέρα, όμως, από αυτή την ευτυχή σύμπτωση, και πολύ ριζικότερα, μπορούμε να διακρίνουμε ότι η μελαγχολία που πολλές φορές διατρέχει τους στίχους του τραγουδοποιού οφείλεται ή καταλήγει σε ένα κενό που «έρχεται και ξαπλώνει μέσα στην καρδιά του». Η συγκεκριμένη λέξη είναι ιδιαιτέρως σημαντική, πράγμα που φαίνεται και από τη συχνότητα με την οποία εμφανίζεται- μόνο στον δίσκο Αόρατος Άνθρωπος υπάρχει τουλάχιστον τρεις φορές! Πράγματι, καθώς ζούμε σε μια πραγματικότητα που στερείται πάγιου νοήματος, το υπαρξιακό κενό, το «τι νόημα έχουν όλα αυτά;»προκύπτει πολύ πιο εύκολα απ’ ό,τι αν ζούσαμε σε μια κοινωνία που θα επιπωμάτιζε τις τρύπες μας με μια συμπαγή πίστη. Το αίσθημα του κενού είναι σαφώς συχνότερο στον σύγχρονο άνθρωπο των πόλεων, που νιώθει ότι περιπλανιέται σ’ ένα σύμπαν γυμνό και αδιάφορο για την ανθρώπινη ύπαρξη.

Αντίστοιχα, άλλωστε, μπορούμε να ερμηνεύσουμε και την κάπως θλιμμένη αξιοπρέπεια που διακρίνεται σε μερικές από τις πιο όμορφες διατυπώσεις του Βέμπερ. Παραδείγματος χάρη, όταν γράφει ότι στις μέρες μας ο καθένας πρέπει  να διαλέξει τον θεό ή τον δαίμονά του, μόνο που ο θεός του ενός μπορεί να είναι ο δαίμονας του άλλου (πράγμα  που δεν είναι παρά ένας άλλος τρόπος να πει ότι οι αξιακές επιλογές μας είναι στο βάθος αθεμελίωτες, καθώς στηρίζονται σε προσωπικές κρίσεις και όχι σε λογικές αποδείξεις), καταλαβαίνουμε ότι διαβάζουμε έναν άνθρωπο που είδε αυτό που πολλοί θα προτιμούσαν να μείνει συγκαλυμμένο, και που προσπαθεί να το επωμιστεί επάξια.

Εξάλλου, το γεγονός ότι στον Δεληβοριά αυτό το κενό δεν παρουσιάζεται πάντα ευθέως ως κενό νοήματος, αλλά συχνά περνάει μέσα από μια ερωτική απώλεια, δεν αλλάζει κάτι στην ουσία του πράγματος. Η ερωτική απογοήτευση είναι απλώς το τράβηγμα του χαλιού κάτω από τα πόδια. Αν, όμως, κάτω από το χαλί δεν καραδοκούσε η άβυσσος, η έλλειψη συνοχής, μάλλον θα λυπόμασταν απλώς για έναν χαμένο έρωτα και δεν θα φτάναμε τόσο άμεσα σε υπαρξιακού τύπου ερωτήματα.

Συνεχίζοντας, σημαντικά από τη σκοπιά που εξετάζουμε εδώ είναι και τα Χριστούγεννα, τραγούδι στο οποίο η βαθιά απομάγευση της εποχής μας τονίζεται μέσα από την αντιπαραβολή με το επιτηδευμένα γιορτινό κλίμα, με τις προσπάθειες των ανθρώπων να ντύσουν βεβιασμένα με νόημα τις ημέρες των γιορτών. Όμως ο αφηγητής «δεν περιμένει τίποτα πια». Έχει μάθει πια πως τον άγιο Βασίλη «απλώς τον λέγαν μπαμπά» κι ότι σήμερα αυτός ο ήρωας των παιδικών χρόνων είναι ένας απογοητευμένος αριστερός «με τα’ όνειρό του δίχως στέγη καμιά».

Για άλλη μια φορά, το γεγονός ότι εν προκειμένω η απομάγευση περνάει μέσα από την ενηλικίωση και τα πολιτικά γεγονότα της χώρας και όχι, όπως στον Βέμπερ, από την επιστημονική εξήγηση του κόσμου, δεν αναιρεί αυτό που συζητάμε. Γιατί, πρώτον, για να υπάρξει το όραμα της αριστεράς, που είναι ένα όραμα εγκόσμιο, προϋποτίθεται η αποκάθαρση του κόσμου από τα θεολογικά στοιχεία, και δεύτερον, και πιο σημαντικό, δεν υποστηρίζεται εδώ ότι ο Δεληβοριάς παίρνει την ιδέα του Βέμπερ και την εφαρμόζει μηχανικά στα τραγούδια του (άλλωστε δεν ξέρω καν αν την έχει υπ’ όψιν του), αλλά ότι συλλαμβάνει ουσιαστικά το ίδιο πράγμα, φυσικά όμως με τα δικά του μέσα, στο δικό του περιβάλλον, στη δικιά του εποχή και κοινωνία.

Αν τα παραπάνω παραδείγματα στηρίζουν σε έναν βαθμό την άποψη που διατυπώθηκε στην αρχή, το ίδιο συμβαίνει και με τη λύση που δίνει συχνά ο τραγουδοποιός στις περιπέτειες των τραγουδιών του. Πράγματι, όπως προσπάθησα να δείξω και αλλού, στο πλαίσιο ενός απομαγεμένου κόσμου, μιας πραγματικότητας, δηλαδή, στην οποία γνωρίζουμε ότι τα νοήματα και οι αξίες με βάση τις οποίες ζούμε δεν έχουν τίποτα το «φυσικό» ή το θέσφατο, ανοίγονται, κατά τη γνώμη μου, τρεις προοπτικές αντίδρασης.

Η πρώτη είναι ο μηδενισμός, που στην εποχή μας παίρνει τις μορφές ενός χυδαίου σχετικισμού και μεταμοντερνισμού. Αφού δεν υπάρχει αυστηρή θεμελίωση των επιλογών μας, όλα είναι το ίδιο, διατείνονται οι θιασώτες αυτής της άποψης. Αφού δεν υπάρχει θεός, όλα επιτρέπονται, όπως έλεγε ο Ιβάν Καραμάζωφ.

Η δεύτερη είναι ο δογματισμός, που φυσικά αποτελεί προσπάθεια συγκάλυψης του ζητήματος. Παριστάνουμε ότι δεν έχουμε βιώσει τη σχετικοποίηση των πραγμάτων και προσηλωνόμαστε σε μια αξία που τη θέτουμε ως απόλυτη ή και θεϊκή. Αυτό στις μέρες μας παρουσιάζεται κατ’ εξοχήν με τον μανδύα του θρησκευτικού και του εθνικού φανατισμού.

Η τρίτη είναι η αυτονομία, ή αλλιώς ο αυτοπεριορισμός. Σύμφωνα με αυτή την εκδοχή, μπορεί να μην υπάρχουν ιερές  ή μεταφυσικά θεμελιούμενες αξίες, όμως εμείς επιλέγουμε να επενδύσουμε τη ζωή μας με τις αξίες και το νόημα που επιθυμούμε, όχι για κανέναν άλλο λόγο, αλλά επειδή ακριβώς το επιθυμούμε.

Foivosbastard_frontpage

Είναι σαφές  ότι ο Δεληβοριάς παίρνει τον τρίτο δρόμο. Με μία έννοια, θα μπορούσε να πει κανείς ότι όλη η ποιητική των τραγουδιών του είναι ακριβώς αυτό: μια προσπάθεια να οικοδομηθεί ένα νόημα μέσα από τα υλικά ενός α-νόητου αστικού και τεχνικοποιημένου κόσμου, να αναζητηθεί η κρυμμένη ποίηση που υπάρχει πίσω από τα «login και τα password checks», πίσω από «τους καπουτσίνους και τα παγωτά» και, εσχάτως, πίσω από ένα αστικό προάστιο, την Καλλιθέα. Αυτό το νόημα, αυτή η λύση, πολύ συχνά είναι η αγάπη και ο έρωτας (έτσι συμβαίνει, λόγου χάρη, στον Καθρέφτη, στο Αδιάκοπα, στο MP3  ή στο Καταφύγιο ) ενώ άλλοτε είναι η ίδια η μουσική (έτσι γίνεται στην Πέρα Χώρα και στο Δεν ξέρω τι είναι).

Σε κάθε περίπτωση, στον Δεληβοριά, όπως και στον Βέμπερ, η μόνη νοηματοδοτούσα αρχή που απομένει όρθια είναι η σκέψη και το πράττειν του ανθρώπου μέσα στην κοινωνία. Αυτό δηλώνεται, άλλωστε, και ρητά: τα τελευταία χρόνια, στις live εκτελέσεις των Χριστουγέννων, οι καταληκτικοί στίχοι του τραγουδιού αλλάζουν. Τους βοσκούς και τους μάγους που αναζητά ο καλλιτέχνης για να αλλάξει οριστικά τα Χριστούγεννα , νοηματοδοτώντας τα με τον δικό του ξεχωριστό τρόπο, δεν τους συγκεντρώνει πια «από παλιά», όπως γινόταν στον δίσκο, αλλά από βαθιά. Στρέφεται, λοιπόν, μέσα του (μέσα μας) για να βρει τις αξίες και το νόημα στο οποίο θα βαφτίσει έναν γυμνό κόσμο.