O όρος «πολιτική ορθότητα» είναι ένας όρος που αναμφισβήτητα βρίσκεται συνεχώς στη μόδα από τη δεκαετία του ’90 και έπειτα. Υπάρχουν κάποιες περίοδοι, ωστόσο, που είναι πιο πολύ στη μόδα….

Η πολιτική ορθότητα και οι εχθροί της

O όρος «πολιτική ορθότητα» είναι ένας όρος που αναμφισβήτητα βρίσκεται συνεχώς στη μόδα από τη δεκαετία του ’90 και έπειτα. Υπάρχουν κάποιες περίοδοι, ωστόσο, που είναι πιο πολύ στη μόδα. Μια τέτοια περίοδος είναι και αυτή που περνάμε. Το πρώτο και πιο σημαντικό στοιχείο του δημοσίου διαλόγου που σχετίζεται με την πολιτική ορθότητα είναι ότι τα αντικρουόμενα στρατόπεδα -παρότι συχνά εμπλέκονται σε πολύ σφοδρές συγκρούσεις- σπάνια συμφωνούν στο ζήτημα για το οποίο διαφωνούν.

Το γεγονός αυτό ώθησε το ΣΚΡΑ-punk στο να ασχοληθεί με το ζήτημα της πολιτικής ορθότητας βλέποντας από τις ρίζες του. Σκοπός μας σε αυτό το περιθώριο είναι να οριοθετήσουμε το εύρος που καλύπτει η έννοια της πολιτικής ορθότητας τόσο ως γλωσσικό φαινόμενο όσο και ως πολιτική πρακτική.

Το κείμενο αυτό θα ασχοληθεί κυρίως με τη γλωσσική πτυχή του ζητήματος και θα κάνει μια πρώτη προσπάθεια όχι τόσο ανάλυσης όσο χαρτογράφησης του ζητήματος. Θα ακολουθήσουν και άλλα κείμενα από τον Χρήστο Τριανταφύλλου, την Όλγα Βερελή και τον Γιώργο Αρχόντα, τα οποία θα μπουν βαθύτερα σε όψεις του διαλόγου περί της πολιτικής ορθότητας.

Μια σύντομη ιστορία του όρου

Αντίθετα από το τι θα πίστευαν οι περισσότεροι και παρότι στον δημόσιο διάλογο εισάγεται πολλές δεκαετίες αργότερα, ο όρος «πολιτική ορθότητα» πρωτοεμφανίζεται ήδη από τη δεκαετία του 1920-1930. Κατά την επικρατέστερη στη βιβλιογραφία υπόθεση, λοιπόν, ο όρος politically correct προκύπτει μέσα από την αγγλική μετάφραση του Κόκκινου Βιβλίου του Μάο Τσε Τουνγκ (Perry 1992, Cummings 2001). Αντιθέτως, σε μια εναλλακτική ανίχνευση της πηγής του όρου, υπάρχει σύνδεση με την «ορθή κομματική γραμμή» (correct lineism) που χρησιμοποιήθηκε κατά καιρούς από διάφορα κομμουνιστικά κόμματα ανά τον κόσμο ως ένδειξη της κατευθυντήριας γραμμής που δινόταν από το εσωτερικό του κόμματος προς τους οπαδούς του (Εpstein 1992). Όποια από τις δύο εκδοχές και αν επιλέξει κανείς, αυτό που μοιάζει δεδομένο είναι ότι η «πολιτική ορθότητα» χρησιμοποιούνταν σε έναν περιορισμένο κύκλο από μέλη Κομμουνιστικών Κομμάτων.

O όρος, ωστόσο, μοιάζει να επανέρχεται στο προσκήνιο τη δεκαετία του 1970 και από το κίνημα της Νέας Αριστεράς (New Left) στις Ηνωμένες Πολιτείες, έχοντας ωστόσο νέο περιεχόμενο. Η χρήση του γίνεται πλέον με μια ειρωνική χροιά ως inside joke με σκοπό να σατιρίσει την υπερβολική και περιχαρακωμένη στάση και την τυφλή υποταγή κάποιων μελών στην κομματική γραμμή. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε και το γεγονός ότι αυτού του είδους η χρήση γίνεται από τη Νέα Αριστερά, ένα κίνημα που αντιτέθηκε στον ορθόδοξο μαρξισμό. Αποκτά, λοιπόν, ο όρος τις πρώτες αρνητικές συνδηλώσεις και αρχίζει να ταυτίζεται με τον ιδεολογικό φανατισμό και τη μισαλλοδοξία.

Η πραγματική έκρηξη στη χρήση του με μια σημασία κοντινή με τη σημερινή έγινε στα τέλη της δεκαετίας του 1980,όταν και επανεισάγεται από τους συντηρητικούς στις Η.Π.Α. ως έκφραση μιας ανησυχίας για την επικράτηση της αριστεράς στα αμερικανικά πανεπιστήμια, αλλά κυρίως ως τρόπος υπεράσπισης της ελευθερίας της έκφρασης. Με βάση αυτό το διαρκές χαρακτηριστικό του «περιορισμού της ελευθερίας του λόγου», δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι επιλέχθηκε ένας όρος με την ιστορία του όρου «πολιτική ορθότητα», ένας όρος δηλαδή παρμένος από κομμουνιστικά και νεοκομμουνιστικά περιβάλλοντα.

12630844_10207249561830472_1284393820_o

Μια μικρή οριοθέτηση

Η πολιτική ορθότητα εισήλθε στον δημόσιο διάλογο ακριβώς με τις συνδηλώσεις που επιθυμούσαν τα φωτεινά μυαλά του ρεπουμπλικανικού στρατοπέδου. Αυτές οι αρνητικές συνδηλώσεις επικράτησαν καθολικά. Ο όρος «πολιτική ορθότητα» είναι κάτι που για τους περισσότερους εχθρούς της δεν μπορεί να οριστεί επακριβώς, αλλά μπορεί εύκολα να αποδοθεί.

Έτσι, politically correct –ανάλογα με την οπτική του καθενός που χρησιμοποιεί απαξιωτικά τον όρο– μπορεί να είναι κάποιος που σε εμποδίζει να εκφραστείς ελεύθερα (σύμφωνα με την πιο διαδεδομένη και συγκροτημένη πολεμική) ή κάποιος υστερικός χωρίς χιούμορ ή κάποιος πολιτικά μετριοπαθής ή κάποιος ακραίος αριστεριστής ή κάποιος πολύ ευγενικός ή κάποιος βαθιά υποκριτής. Αυτή η ποικιλία ερμηνειών αποδεικνύει ότι, ως discourse, η διχοτόμηση μεταξύ εχθρών και υποστηρικτών της πολιτικής ορθότητας δεν είναι ούτε καν κοντινή στην κλασική διάκριση αριστερά/δεξιά. Είναι όμως απαραίτητο να προσδιοριστεί επακριβώς το φαινόμενο πάνω στο οποίο συγκρουόμαστε πριν αρχίσει η οποιαδήποτε επιχειρηματολογία.

 Χρησιμοποιώντας έναν πολύ απλό ορισμό:

Πολιτική ορθότητα είναι η συμμόρφωση σε συγκεκριμένες πεποιθήσεις σχετικά με την ορθότητα της γλωσσικής χρήσης και της συμπεριφοράς όσον αφορά ζητήματα σεξισμού, ρατσισμού, κτλ.

Έτσι, πριν από οτιδήποτε άλλο, η πολιτική ορθότητα είναι μια προσπάθεια εκ μέρους μια ομάδας ανθρώπων να ανατρέψουν στοιχεία του εξουσιαστικού λόγου που φαντάζουν επιθετικά ή υποτιμητικά για διαφόρων ειδών κοινωνικές ή φυλετικές μειονότητες. Σε δεύτερο επίπεδο, αν και όχι για όλους τους υποστηρικτές της, η πολιτική ορθότητα δεν αποτελεί αυτοσκοπό. Αντιθέτως, προέκυψε ουσιαστικά ως εφαρμογή αναλύσεων σχετικά με την αλληλεπίδραση μεταξύ της γλώσσας και της εξουσίας, που άρχισαν όλο και συχνότερα να εμφανίζονται στους ακαδημαϊκούς κύκλους. Οι υποστηρικτές της θεωρούν ότι η χρήση ενός συγκεκριμένου νέου γλωσσικού κώδικα, μακριά από την πατριαρχική και καθορισμένη από λευκούς αστούς ετεροφυλόφιλους άντρες γλώσσα, θα αποτελέσει μέσο για την ανατροπή των παρόντων συσχετισμών και την ευαισθητοποίηση ευρύτερων ομάδων πληθυσμού προς την κοινωνική ισότητα.

Με άλλα λόγια, η πολιτική ορθότητα ιδεολογικοποιεί στοιχεία της γλωσσικής χρήσης (κατά βάση, αλλά όχι μόνο λεξιλογικά) τα οποία προηγουμένως θεωρούνταν από τη γλωσσική κοινότητα φυσικά και ουδέτερα. Φωτίζονται κάποιες απαξιωτικές ή υποτιμητικές αρνητικές αξιολογήσεις που ενυπάρχουν στα γλωσσικά στοιχεία αυτά και στη συνέχεια προτείνονται νέοι αξιολογικά ουδέτεροι όροι για να τους αντικαταστήσουν. Αυτό το πέρασμα από τον παλιό όρο προς τον νεότερο, με βάση μια σταθερή αντίληψη που ενυπάρχει στη γλωσσική κοινότητα ότι το παλιό είναι αυτό που βρίσκεται πιο κοντά στην αλήθεια, οδηγεί τη ψευδαίσθηση της υποκρισίας. Το «ανάπηρος» είναι για πολλούς πιο αληθές από το «άτομο με ειδικές ικανότητες», ακριβώς επειδή δεν έχει επιβληθεί πουθενά.

Η επιτυχία ή μη της αντικατάστασης ενός όρου έχει να κάνει σε μεγάλο βαθμό όχι τόσο από την καταλληλότητα του πολιτικώς ορθού τύπου, όσο με το πόσο πειστική είναι η ιδεολογικοποίηση του υπό εξέταση όρου. Τα επιχειρήματα υπέρ του ενός ή του άλλου τύπου αρκετές φορές είναι -κατ’επίφαση- γλωσσικά αλλά στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων είναι ιδεολογικά. Θυμηθείτε τον διάλογο στη Βουλή για τη λέξη «λαθρομετανάστης» και δείτε την επιχειρηματολογία ενός χρυσαυγίτη χρήστη του youtube επί του θέματος:

Οι εχθροί της Πολιτικής Ορθότητας

Όλη αυτή η διαδικασία όπως είναι φυσικό βρίσκει πολλούς θανάσιμους εχθρούς. Κύριο επιχείρημα όλων όσοι ουσιαστικά υποστηρίζουν τον μη πολιτικώς ορθό τύπο είναι η αρχή της ελευθερίας της έκφρασης. «Γιατί να χρειάζεται να πω τον Will Smith Αφροαμερικανό, ενώ μπορώ να τον πω μαύρο ή αράπη ή νέγρο; Δεν λέω κάπου ψέματα, μαύρος είναι ο άνθρωπος!». Και πράγματι, αγαπητέ φίλε, κανείς δεν θα σου το αρνηθεί αυτό: ο Will Smith είναι  μαύρος. Και στην Ελλάδα ειδικά όπου δεν υπάρχει ακόμα ιδιαίτερα οργανωμένη κοινότητα Αφρικανών, με συγκεκριμένα αιτήματα και ιστορικές καταβολές, το «μαύρος» είναι ένας πολιτικά ορθός τύπος (σε αντίθεση με το «αράπης» ή το αδιανόητο ψευδο-ευγενές «έγχρωμος»). Στην Αμερική όμως υπάρχει μια τεράστια και ιδιαίτερα οργανωμένη κοινότητα. Γιατί να μην αναφερόμαστε στην κοινότητα αυτή, όχι πάντα με βάση το χρώμα του δέρματος των μελών της αλλά και με βάση την ιστορική της προέλευση; Γιατί να μην τονίσουμε ότι πρόκειται για Αμερικανούς πολίτες;

Αυτό το πολύ απλό αίτημα χρήσης του όρου τον οποίο τα ίδια τα μέλη της κοινότητας προτίμησαν για τον αυτοπροσδιορισμό προκάλεσε μια μαζική υστερία σε μεγάλο μέρος της αμερικανικής κοινής γνώμης. Η υστερία αυτή βασίστηκε σε μερικές υπερβολές των υποστηρικτών της πολιτικής ορθότητας που εμπλουτίστηκαν με μια πληθώρα αντι-αντιρατσιστικών ιστοριών, όπως η δήθεν ιστορία της αντικατάστασης του “black coffee” με το “African-American coffee”. Οι ιστορίες αυτές στη συντριπτική τους πλειοψηφία δεν συνέβησαν ποτέ αλλά αποτέλεσαν δημιουργήματα της φαντασίας όσων πολέμησαν χιουμοριστικά την πολιτική ορθότητα. Η συνεχής επανάληψή τους, ωστόσο, δημιούργησε ένα χιουμοριστικό μοτίβο, που εν πολλοίς καθόρισε αυτό που έχουμε στον νου μας όταν μιλάμε για πολιτική ορθότητα. Η ιστορία του “black coffee” συνέδεσε πιο εύκολα την πολιτική ορθότητα με την «παλαβή αριστερά» από ό,τι θα έκαναν 10 τόμοι συντηρητικής επιχειρηματολογίας.

Έτσι, το αρχικά πολύ απλό αίτημα της χρήσης του «Αφροαμερικανός» αντί του «μαύρος» στην πρώτη περίπτωση βγαίνει από το προσκήνιο για να μπει στη θέση του μια έτοιμη και ευφυέστατα δομημένη κριτική προς μια φαντασιακή πολιτική ορθότητα που έπλασαν στο μυαλό τους οι πιο άγριοι εχθροί της. Στη δεύτερη περίπτωση, μένει ως αίτημα αλλά για κάποιο λόγο χωρίς να θεωρείται έκφανση της πολιτικής ορθότητας. Για παράδειγμά, στην Ελλάδα υπάρχουν πάρα πολλοί άνθρωποι που υποστηρίζουν κάθε πολιτικά ορθό τύπο ενώ ταυτόχρονα δηλώνουν σφοδροί εχθροί της πολιτικής ορθότητας. Αυτό φαινομενικά μπορεί να μοιάζει αντιφατικό αλλά στην πραγματικότητα δεν είναι. Πρώτον γιατί ο λόγος γύρω από ένα φαινόμενο είναι τελείως διαφορετικό πράγμα από τις διάφορες εκφάνσεις του φαινομένου αυτού και δεύτερον επειδή η πολιτική ορθότητα έχει εδώ και πολλά χρόνια ξεπεράσει τον καθαρά γλωσσικό χαρακτήρα της.

12669408_10207249626192081_22668115_o

Σύγκρουση δύο ηγεμονικών τρόπων σκέψης

Δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι ο διάλογος για την πολιτική ορθότητα υπήρξε τόσο σφοδρός –ιδιαίτερα κατά τη δεκαετία του ’90 στις ΗΠΑ– που υπήρξε ένα από τα συστατικά στοιχεία για τον τρόπο κατάρτισης του πολιτικού και ιδεολογικού χάρτη.

Όταν ο ακροδεξιός Φαήλος Κρανιδιώτης αμέσως μετά από τις τρομοκρατικές επιθέσεις στο Παρίσι γράφει ένα κείμενο με τον αποκαλυπτικό τίτλο «Η πολιτική ορθότητα ψόφησε στο Παρίσι», προφανώς δεν εννοεί ότι ψόφησαν τα επιχειρήματα όσων τάσσονται υπέρ της αντικατάστασης του όρου «λαθρομετανάστης». H πολιτική ορθότητα δεν αποτελεί εδώ ένα καθαρά γλωσσικό ζήτημα. Στην προκείμενη περίπτωση ταυτίζεται σχεδόν με την πολυπολιτισμικότητα.

Όταν ο επιχειρηματίας Γρηγόρης Φαρμάκης γράφει σε ένα κείμενο με τίτλο «Ανοιχτή κοινωνία και Πολιτική Ορθότητα» ότι «ανοικτή κοινωνία δεν σημαίνει την υποχρέωσή μας να μην προσβάλλουμε απολύτως καμιά ομάδα με τον λόγο ή τη συμπεριφορά μας» προφανώς δεν αναγνωρίζει την πολιτική ορθότητα ως ένα γλωσσικό φαινόμενο. Αντιθέτως, τη βάζει ως εχθρό της ιδανικής ανοιχτής κοινωνίας του, εκείνης της φαινομενικής ισότητας για όλους.

Δημιουργείται έτσι μια σύγχρονη μυθολογία γύρω από το τι συνιστά το φαινόμενο της πολιτική ορθότητας. Αυτό που ήταν και είναι εν πολλοίς για την ελληνική δημόσια σφαίρα ένας όρος χωρίς πραγματικό στέρεο περιεχόμενο αλλά είχε κάθε είδους αρνητικές συνδηλώσεις αρχίζει να αποκτά κάποια υπόσταση. Η ακροδεξιά βρίσκει έναν πολύ βολικό όρο για να αντικαταστήσει την «πολυπολιτισμικότητα» ή την «ιδεολογική ηγεμονία της αριστεράς». Όλα διέπονται από μια λογική του στυλ «καλά γελάσαμε με τα αστειάκια τύπου “black coffee’’, αλλά τώρα είμαστε σε πόλεμο». Οι τρομοκρατικές ενέργειες στο Παρίσι υπήρξαν η κατάλληλη αφορμή. Η πολιτική ορθότητα ορθώνεται ως ο εχθρός της υπόστασης της δημοκρατίας μας, όπως παλαιότερα ορθωνόταν ως κατάλοιπο των κομμουνιστικών καθεστώτων στον ελεύθερο κόσμο (κατά τη νομπελίστρια  D. Lessing, η πολιτική ορθότητα είναι μια από τις «νοητικές συμπεριφορές που άφησε πίσω του ο Κομμουνισμός»).

Οι σφοδρότεροι πολέμιοι της πολιτικής ορθότητας, νεαροί geeks που φοράνε μπλουζάκια «Politically (In)Correct» και νιώθουν ολίγον τι ριζοσπάστες και κόντρα στο ρεύμα χωρίς να έχουν σαφή ιδεολογική συγκρότηση επί του θέματος είναι το κατάλληλο κοινό. Ο όρος έχει πάρα πολλούς εχθρούς χωρίς να έχει καλά-καλά περιεχόμενο και, όπως είναι λογικό, οι συντηρητικοί και ακροδεξιοί κύκλοι θα τον επενδύσουν στα μέτρα τους. O «Politically (In)Correct» δεν θα είναι πλέον ο cool τύπος που δεν μασάει και πολλά από υποκριτικές ευγένειες.  Ο «Politically (In)Correct» θα αρχίσει πλέον να αποκτά ιδεολογική συγκρότηση.

12626008_10207249541309959_2025413544_n

Για να αποτραπεί αυτό πρέπει να γίνει κάθε προσπάθεια στον ακαδημαϊκό αλλά και στον δημόσιο λόγο, ώστε ο διάλογος περί της πολιτικής ορθότητας να τεθεί σε μια βάση που θα σχετίζεται κάπως με το πραγματικό της περιεχόμενο. Η πολιτική ορθότητα δεν είναι υποκριτικός ευφημισμός. Δεν είναι μια προσπάθεια να μπουν κάτω από το χαλάκι οι αρνητικές πτυχές ενός όρου, αλλά η προσπάθεια να δούμε τον όρο αυτό από διαφορετική οπτική.

Η πολιτική ορθότητα δεν είναι ούτε νοητική τυραννία. Οι διάφορες υπερβολές που μπορεί όντως να παρατηρούνται από μέλη ακτιβιστικών οργανώσεων δεν οφείλονται στο άδικο των επιχειρημάτων τους, όσο στην αποσπασματικότητα και στην αδιαφορία για τη διάκριση μεταξύ διαφορετικών περιπτώσεων. Κανείς δεν απαγόρευσε την ελεύθερη έκφραση κανενός και κανείς δεν μπορεί να απαγορεύσει την κριτική στην έκφραση αυτή με βάση μια συγκροτημένη ιδεολογική στάση.

Στο κάτω-κάτω, η γλώσσα πάντα θέτει διαφόρων ειδών αποκλεισμούς στους ομιλητές της. Θεωρητικά ο καθένας έχει δικαίωμα να χρησιμοποιήσει τη λέξη «σκυλάραπας» ή «καθυστερημένο» σε διάφορες περιστάσεις. Ακριβώς όπως ο καθένας έχει δικαίωμα να αρχίσει τις χριστοπαναγίες σε μια υπεύθυνη δήλωση και ο Χάρρυ Πότερ έχει επιτέλους το δικαίωμα να αναφέρει τον Βόλντεμορτ με το όνομά του. Απλώς μετά πρέπει να αντιμετωπίσει και τις επιπτώσεις.

Αυτό που εντέλει μετράει είναι η συζήτηση πάνω στις σωστές βάσεις. Η σύγκρουση που γίνεται κάτω από την ετικέτα της Πολιτικής Ορθότητας είναι τεράστιας σημασίας σε μια Δύση που βρίσκεται σε μια άνευ προηγουμένου κρίση ταυτότητας και δεν μπορεί να γίνει με σπασμωδικούς αφορισμούς και άγνοια βασικών θεωρητικών αρχών. Ας χαθεί το παιχνίδι, αλλά αφού πρώτα έχει τεθεί το πραγματικό διακύβευμα.

Τελείως ενδεικτική βιβλιογραφία

ALLAN, K. &K. BURRIDGE. 2006. Forbidden Words: Taboo and the censoring of language. Cambridge University Press.

CAMERON, D. 1995. Verbal Hygiene. Λονδίνο: Routledge

HUGHES, G. 2010. Political Correctness: A History of Semantics and Culture.London: Wiley-Blackwell