Τον Thomas Ligotti τον ανακάλυψα, όπως και πολλοί άλλοι, εμμέσως, μέσω των ιντερνετικών διαξιφισμών περί του αν ο Nic Pizzolatto, γραφιάς της πρώτης (και μόνης ενδιαφέρουσας μέχρι στιγμής) σεζόν του…

From the Dark Past 13: Μια πρώτη γνωριμία με τον Thomas Ligotti

Τον Thomas Ligotti τον ανακάλυψα, όπως και πολλοί άλλοι, εμμέσως, μέσω των ιντερνετικών διαξιφισμών περί του αν ο Nic Pizzolatto, γραφιάς της πρώτης (και μόνης ενδιαφέρουσας μέχρι στιγμής) σεζόν του True Detective, τον αντέγραψε ξεδιάντροπα και ιδιαιτέρως το σχετικά πρόσφατο βιβλίο του The Conspiracy Against The Human Race. Δεν έχω καμία όρεξη να μπω στο τριπάκι της σχετικά ανούσιας κατ’ εμέ αυτής διαμάχης, απλά το αναφέρω για να σημειώσω πως με τσουβαλιάζω σε αυτούς που βρήκαν μέσω ενός μεγάλου pop culture φαινόμενου τον συγγραφέα και πως δεν διεκδικώ δάφνες εξερευνητικής ανακάλυψης και αφ’ υψηλού σνομπισμού εκπορευόμενου εξ αυτής της (φαντασιακής ή μη) αίσθησης πιονιέρου.

Όπως και να έχει, τον σημείωσα σαν όνομα τον Ligotti στο πίσω μέρος του μυαλού μου, αλλά ήμουν πολύ πιο απασχολημένος μετά το τέλος της πρώτης True Detective σεζόν με το να ξαναδιαβάσω το King In Yellow του Robert W. Chambers και να οικτίρω τον τρόπο με τον οποίο έκλεισε η κατά τ’ άλλα αξιοπρεπέστατη αυτή σειρά. Από εκεί και πέρα παρεμβλήθηκαν διάφορα άλλα –έντυπα και μη– αναγνώσματα, με αποτέλεσμα ο συγγραφέας να ξεχαστεί, μέχρι που το προηγούμενο καλοκαίρι πήρα σχεδόν ταυτόχρονες συστάσεις από δυο-τρία άτομα των οποίων η γνώμη έχει βαρύτητα πως πρέπει να διαβάσω Ligotti αν δεν έχω ακόμη διαβάσει Ligotti. Μεταξύ άλλων ειπώθηκαν πράγματα όπως «ο μόνος άξιος συνεχιστής του Lovecraft», τα οποία συνάντησα και στην άμεση διαδικτυακή έρευνα που ακολούθησε (εδώ ένα παράδειγμα).

 

1

 

Πρώτο βήμα η βιβλιογραφία του, η οποία –πέρα από ευμεγέθης– έχει ένα, ας πούμε, δεύτερο επίπεδο πολυπλοκότητας, μιας και τα περισσότερα από τα βιβλία του είναι συλλογές διηγημάτων. Χωρίς να έχω παραπεμφθεί σε κάποιο συγκεκριμένο βιβλίο, επέλεξα σχεδόν στην τύχη ένα από αυτά που βρήκα σε ηλεκτρονική μορφή, το My Work Is Not Yet Done: Three Tales of Corporate Horror του 2002. Το συγκεκριμένο περιλαμβάνει τρεις ιστορίες τρόμου, οι οποίες –όπως φαίνεται και από τον τίτλο– έχουν ως context την σύγχρονη επιχείρηση, όπως αυτή αποκρυσταλλώνεται στην απρόσωπη, μεγαλοαστική εκδοχή της. Το βιβλίο αυτό σίγουρα δεν είναι ο καλύτερος τρόπος για να έρθει κάποιος σε επαφή με τον συγγραφέα.

Πέρα από την ανορθόδοξη επιλογή του setting που μπορεί να ξενίσει τους λάτρεις του παραδοσιακού τρόμου (εμού συμπεριλαμβανομένου), εδώ ο αναγνώστης έρχεται σε επαφή με έναν Ligotti που έχει διογκώσει σε μεγάλο βαθμό τα χαρακτηριστικά που είχε επιδείξει από την πρώτη ακόμη συλλογή του (δεν λέω πως είναι πιο ώριμος, γιατί η ωριμότητα φέρει συνειρμούς βελτίωσης, κάτι που δεν νομίζω ότι ισχύει στην προκειμένη). Ποια είναι τα χαρακτηριστικά αυτά; Στρυφνή γραφή, με σαδιστική υποταγή στις ορέξεις του μακροπερίοδου λόγου, ο οποίος απαιτεί από τον αναγνώστη μια ασυνήθιστη εγρήγορση. Μπόλιασμα του διηγηματικού και περιγραφικού σκέλους με μοσχεύματα της (κυρίως νιχιλιστικής) φιλοσοφίας με την οποία έχει συνδεθεί, μια γεύση της οποίας πήραμε από τον χαρακτήρα του Rust στο True Detective. (Υπερ)ανάπτυξη χαρακτήρων, τουλάχιστον στο πρώτο (και μεγαλύτερο, στα όρια νουβέλας) διήγημα “My Work Is Not Yet Done”. Σχετικά μη συμβατική δομή, κυρίως όσον αφορά το χρονικό συνεχές. Ιδού ένα απόσπασμα που δεν έχει καμία σχέση με την υπόθεση, αλλά είναι ενδεικτικό του τρόπου γραφής:

 

The particular night that followed would have one hour removed from it, as the time zone in which I lived had ‘daylight savings’ forced upon it, which for me only meant that I would spend the rest of that spring, all of summer, and five weeks of fall trying to recover a lost hour of sleep. This scheme for saving daylight – for creating the illusion that we could manipulate the clockwork movements of our solar system – was once justified to me as being ‘good for business’.

Η τελική αίσθηση που μου άφησε η συγκεκριμένη συλλογή ήταν άνιση και μου έδωσε την εντύπωση πως ο Ligotti είναι ένα είδος τοτέμ για μαζοχιστές λάτρεις της επιτηδευμένης πολυπλοκότητας, ένας πλουραλιστής της πληροφορίας και των παρενθέσεων σε βαθμό κακουργήματος, με ελαφρώς κουρασμένη πένα, ο οποίος συν τοις άλλοις (λόγω setting) δεν έχει και μεγάλη σχέση με τη γενιά των αρχών του εικοστού αιώνα με την οποία συνήθως συγκρίνεται. Αυτή την αίσθηση διατηρώ ακόμη για το εν λόγω βιβλίο, παρόλο που η άποψή μου για τον συγγραφέα έχει αλλάξει.

 

2

 

Βλέποντας πως η τύχη, στην οποία εναπόθεσα την επιλογή του εναρκτήριου σημείου της σχέσης μου με τον Ligotti, δεν με βοήθησε ιδιαίτερα, αποφάσισα να ακολουθήσω την πεπατημένη μέθοδο, σύμφωνα με την οποία δεύτερος σταθμός θα ήταν το πρώτο χρονολογικά βιβλίο του, η συλλογή διηγημάτων ονόματι Songs Of A Dead Dreamer του 1986.

Μικρή παρένθεση εδώ: από όσο έχω καταλάβει, οι ντόπιοι φίλοι του Ligotti πιθανότατα τον γνωρίζουν από το Εργοστάσιο Εφιαλτών, συλλογή που είχε κυκλοφορήσει του 1999 από τις εκδόσεις Οξύ. Η αγγλική εκδοχή (The Nightmare Factory), περιέχει σχεδόν όλα τα διηγήματα από τις τρεις πρώτες συλλογές του Ligotti, δηλαδή τα Songs Of A Dead Dreamer, Grimscribe: His Lives and Works και Noctuary. Η ελληνική έκδοση είναι μια σύνοψη της αγγλικής, τουλάχιστον από όσο κατάλαβα αναζητώντας κάποιες πληροφορίες λόγω του κειμένου, ενώ έχει εξαντληθεί εδώ και κάποια χρόνια, με αποτέλεσμα να μη γνωρίζω ακριβώς ποια διηγήματα περιλαμβάνονται εντέλει σε αυτή.

Περνώντας τώρα στο κυρίως ειπείν Songs Of A Dead Dreamer, τα πράγματα δεν απογειώνονται με το καλημέρα, παρόλο που η γραφή εκπέμπει από την εκκίνηση μια φρεσκάδα που ούτε κατά διάνοια υπάρχει στο προαναφερθέν My Work Is Not Yet Done. Αυτό όμως που γίνεται από την αρχή σχεδόν φανερό είναι η αφοσίωση στον υπερφυσικό τρόμο αυτόν καθεαυτό, χωρίς προσπάθειες για αναγωγές και αναλογίες με την ανθρώπινη ψυχολογία, χωρίς να καταφεύγει στην τελική στην –αποκρουστική για εμένα, τουλάχιστον όσον αφορά στον τρόμο– επικέντρωση στην ανθρώπινη φύση και στην χρήση του υπερφυσικού μόνο για προώθηση της πλοκής σε έναν κατά τ’ άλλα ρεαλιστικό και ρασιοναλιστικό κόσμο. Από το πρώτο διήγημα (“The Frolic”), ο τρόμος είναι παράδοξος, ανεξήγητος, γκροτέσκος και κοσμικός με την έννοια του Lovecraft-ικού, έχει τη στόφα του εντελώς ξένου και εχθρικού με το καθημερινό.

Η συλλογή χωρίζεται σε τρία μέρη (“Dreams For Sleepwalkers”, “Dreams For Insomniacs”, “Dreams For The Dead”), καθενός εκ των οποίων τα διηγήματα έχουν μια πολύ χαλαρή συνοχή με τον τίτλο του αντίστοιχου μέρους. Το πρώτο μέρος, “Dreams For Sleepwalkers” είναι για μένα το πιο αδύναμο των τριών, κάνοντας όμως μια καταπληκτική κορύφωση στο τελευταίο του «διήγημα», το “Notes On The Writing Of Horror” (υπάρχει επίσης το “Dream Of A Manikin”, το οποίο είναι εξαιρετικό για αυτούς για τους οποίους λειτουργεί η εικόνα του ζωντανού μανεκέν/κούκλας, ένα μοτίβο που για μένα έχει ψιλοκαεί λόγω της υπερβολικής χρήσης του από το Είδος). Το μεταμοντέρνο αυτό διήγημα-μέσα-σε-εισαγωγικά είναι κατ’ αρχάς αυτό που λέει ο τίτλος: σημειώσεις πάνω στη συγγραφή του τρόμου. Τα όρια ανάμεσα στα διάφορα επίπεδα της ιστορίας αυτής είναι εξαιρετικά ασαφή, αλλάζοντας ύπουλα προσωπεία από το δοκιμιακό στο λογοτεχνικό, ενώ εντός του υπάρχει και αυτό το παντοδύναμο περιγραφικά απόσπασμα:

 

It is my view, and this is only an opinion, mind you, that horror has a voice proper to itself. But what is it? Is it that of an old storyteller, keeping eyes wide around the tribal campfire; is it that of a documentarian of current or historical happenings, reporting events heard-about and conversations over-heard; is it even that of a yarn-spinning god who can see the unseeable and narrate, from an omniscient perspective, a scary set of incidents for his reader’s entertainment? […] Instead, so I say, it is a lonely voice calling out in the middle of the night. Sometimes it’s muffled, like the voice of a tiny insect crying for help from inside a sealed coffin, and other times the coffin shatters, like a brittle exoskeleton, and from within rises a piercing, crystal shriek that lacerates the midnight blackness.

 

 3

 

Από εκεί και πέρα, στο δεύτερο και τρίτο μέρος, η απόλαυση και η ποιότητα απογειώνονται, μαζί με την αίσθηση πως εδώ βρίσκονται χαμένα έργα του Poe ( το “Masquerade Of A Dead Sword” είναι τεράστιος φόρος τιμής στη «Μάσκα Του Κόκκινου Θανάτου») και του Lovecraft (“The Music Of The Moon”, “Vastarien”), με την διάβρωση των χρόνων που παρεμβάλλονται ανάμεσα στους θανάτους των κλασικών αυτών δημιουργών και το σήμερα να έχει μια άκρως ευεργετική επίδραση στα ίδια αυτά τα έργα.

Η προσωπικότητα του Ligotti στιγματίζει όμως τα κείμενα, απαγορεύοντας οποιαδήποτε σκέψη για απλή αντιγραφή του ύφους των μαστόρων. Από τις διαχρονικές ιδέες που καθεμιά τους θα μπορούσε άνετα να σχηματίσει τον πυρήνα ολόκληρου βιβλίου, μέχρι τις ευφυείς μεταβάσεις στην κλίμακα και το ύφος της αμεσότητας της διήγησης, και από τα μη χρονικά κατατάξιμα σκηνικά μέχρι τις υποδόριες ενέσεις υπαρξιακής φιλοσοφίας, ο Ligotti αποκαλύπτεται στο “Songs Of A Dead Dreamer” ως η παρανοϊκή εξέλιξη του H. P. Lovecraft στις μέρες μας και η συγκεκριμένη συλλογή κονταροχτυπιέται με τα Books Of Blood του Clive Barker, όσον αφορά μια υποθετική ποιοτική κατάταξη της λογοτεχνίας του τρόμου των τελευταίων πενήντα ετών, όσον αφορά τουλάχιστον το δικό μου πρίσμα θέασης του Είδους.

Πέρα από τα διηγήματα που αναφέρθηκαν, πρέπει να σημειώσω τα “The Christmas Eves Of Aunt Elise” (απίστευτη ιδέα και υλοποίηση), “The Lost Art Of Twilight” (εξαιρετικός βαμπιρικός τρόμος, με μια επακριβή αναλογία κομψότητας και ανείπωτου τρόμου), το “Dr. Locrian’s Asylum” και βασικά ολόκληρα τα δυο τελευταία μέρη της συλλογής. Το “Songs Of A Dead Dreamer” κατάφερε πολύ εύκολα να μεταβάλει την αρνητική άποψη που είχα σχηματίσει για τον συγγραφέα μετά την πρώτη επαφή μαζί του που ανέφερα και να με κάνει να αδημονώ για τα Grimscribe και Noctuary (φανταστικός τίτλος αισθητικά), με το τέλος των οποίων θα επανέλθω στη στήλη με μια πιο συνολική άποψη για την πρώτη περίοδο ενός καταπώς φαίνεται κλασικού σύγχρονου συγγραφέα τρόμου, ο οποίος σαφώς και ξεπερνάει πολλά πιο τρανταχτά ονόματα του χώρου.

ΥΓ: Στα ελληνικά, από όσο βλέπω, έχουν κυκλοφορήσει μόνο το προαναφερθέν Εργοστάσιο Εφιαλτών από τις εκδόσεις Οξύ και το Έχω Ένα Ξεχωριστό Σχέδιο Γι’ Αυτόν τον Κόσμο από τις  εκδόσεις Τυπωθήτω/Δαρδανός, αμφότερα εξαντλημένα δίχως κάποια ορατή επανατύπωση στον ορίζοντα.

  • Social Links: