Τo pillowfights είναι ένα από τα «νέα φρούτα» που έχουν ανθίσει στον μεγάλο και αχανή κήπο του διαδικτύου. Νέο, αλλά όχι σπάνιο φρούτο· είναι πολλά τα site που θα συναντήσεις…

Πώς είναι πραγματικά να είσαι δημοσιογράφος; Μια απάντηση στο pillowfights.gr

Τo pillowfights είναι ένα από τα «νέα φρούτα» που έχουν ανθίσει στον μεγάλο και αχανή κήπο του διαδικτύου. Νέο, αλλά όχι σπάνιο φρούτο· είναι πολλά τα site που θα συναντήσεις σαν και αυτό αν καείς για μερικές ώρες στο σερφάρισμα. Ανήκει σε μια κατηγορία ιστοσελίδων που –στην εποχή όπου το internet αποτελεί το βασικό Μέσο όχι μόνο πληροφόρησης, αλλά και ψυχαγωγίας– βασίζει την επιτυχία της επισκεψιμότητάς του κατά το ήμισυ στους χρήστες που το γουστάρουν και κατά το έτερον ήμισυ σε αυτούς που δεν θέλουν να το βλέπουν, αλλά παρ’ όλα αυτά, εξαιτίας ενός ιδιότυπου μαζοχισμού, του ρίχνουν καμιά κλεφτή ματιά πού και πού. Κάτι σαν τον Λιακόπουλο ή τον Τάκη Τσουκαλά στις χρυσές εποχές της τηλεόρασης: το μισό τους κοινό τους έβλεπε για να τους βρίζει.

Σε αντίθεση ωστόσο με τους δυο προαναφερθέντες τηλεοπτικούς σταρ και το είδος της τηλεόρασης που υπηρέτησαν, το pillowfights (και άλλα site όπως αυτό) δεν απευθύνεται ούτε σε κάποιο ειδικό κοινό ούτε είναι η καλτίλα το στοιχείο που το καθορίζει. Αντίθετα, είναι ένα από τα site που στοχεύουν σε μαζικά κοινά, σε συγκεκριμένο ηλικιακό target group (στο target group που λίγο γενικόλογα θα μπορούσε να ονομαστεί «νεολαία») και κυρίως σε ένα συγκεκριμένο τύπο όχι απλά αναγνώστη, αλλά και κοινωνικού υποκειμένου. Δεν γράφει απλά για ανάλαφρα θέματα όπως τι ωραίο που είναι το σεξ, πώς φτιάχνονται οι καλές παρέες ή πώς αξίζει να τρως ένα παγωτό και άλλα τέτοια, αλλά στην πραγματικότητα μέσα από αυτή την θεματολογία διαμορφώνει και αναπαράγει (μια συγκεκριμένη) κουλτούρα. Ούτε λίγο ούτε πολύ χρησιμοποιεί την ανάλαφρη θεματολογία του ως περιτύλιγμα για να σερβίρει συντηρητισμό (πολύ συντηρητισμό), σεξισμό (πολύ περισσότερο σεξισμό) και κυρίως αδράνεια. Αδράνεια απέναντι σε οτιδήποτε επιβάλλεται στην ηλικιακή κατηγορία ανθρώπων που το διαβάζει. Την λογική του «δεν βαριέσαι, καλά είναι κι έτσι».

Φυσικά, για να είμαστε δίκαιοι, ας το ξαναπούμε: δεν είναι το pillowfights το μοναδικό του είδους του. Πρόκειται μάλλον απλά για ένα κομμάτι ενός μεγάλου παζλ κουλτούρας, που αντανακλάται μέσα από site τέτοιου είδους και ταυτόχρονα παράγεται από αυτά. Είναι μάλιστα μια κουλτούρα τόσο βαθιά ριζωμένη και τόσο άνευ αμφισβήτησης σε ορισμένα μυαλά που, αν μια συντάκτρια του pillowfights διαβάσει την εισαγωγή αυτού του κειμένου και τα όσα καταλογίζονται στο site που δουλεύει, το πιθανότερο είναι πως δεν θα της είχε περάσει ποτέ από το μυαλό πως θα μπορούσε κάποιος να ανακαλύψει τέτοια στοιχεία στα κείμενά της. Είναι τέτοιος ο αυθορμητισμός της «γέννησης» τέτοιας κουλτούρας από αυτά τα site που το να επισημαίνεται κάτι τέτοιο είναι (για τους συντάκτες αυτών των site) σαν να τους επισημαίνει κάποιος πως αναπνέουν τον αέρα γύρω τους και ανοιγοκλείνουν τα μάτια τους: τόσο αυτονόητο που πώς διάολο γίνεται να το αμφισβητήσει κάποιος;

newsman

Πρόσφατα, το pillowfights δημοσίευσε ένα κείμενο, το οποίο με την σειρά του έγινε η αφορμή για να γραφτεί αυτή η απάντηση. Ένα κείμενο που τιτλοφορείται: «Πώς είναι να είσαι με έναν δημοσιογράφο» Ένα κείμενο που πίσω από το ανάλαφρο και κουλ ύφος του καταφέρνει να θάψει και να απαξιώσει μια εκνευριστική πραγματικότητα. Να την «ντύσει» επί της ουσίας με ένα όμορφο περιτύλιγμα. Ένα κείμενο που καταρχήν μένει πιστό στην νέα μόδα της δημοσιογραφίας και την αντιστροφή μιας παραδοσιακής της διαδικασίας: αν κάποτε μια είδηση ή ένα θέμα ήταν κάτι που έπρεπε να παρουσιαστεί μέσα από την οπτική γωνία ενός δημοσιογράφου, πλέον το επίκεντρο είναι στην πραγματικότητα ο ίδιος ο δημοσιογράφος και το πόσο γαμάτος είναι και αυτό παρουσιάζεται μέσα από την οπτική γωνία ενός θέματος ή μιας είδησης. Πλέον, για την νέα στρατιά ψώνιων που έχουν μπουκάρει στην δημοσιογραφία έχοντας σαν όνειρό τους να γίνουν μεγάλοι και τρανοί, κάθε κείμενο και κάθε ρεπορτάζ έχει ένα βασικό αντικείμενο: τους εαυτούς τους. Η θεματολογία τους είναι μια κατ’ επίφαση θεματολογία προκειμένου να αυτοθαυμαστούν (είναι ο καταραμένος ο Θεοδωράκης, πριν γίνει πολιτικός, που απενοχοποίησε αυτή την ακαταμάχητη επιθυμία κάθε δημοσιογράφου να αυτοπροβληθεί και όχι να προβάλει θέματα).

Το «Πώς είναι να είσαι με έναν δημοσιογράφο» είναι τυπικό δείγμα αυτής της δημοσιογραφίας. Γράφεται γιατί η συντάκτριά του θέλει να δείξει παντού τι σημαίνει να είσαι αυτή. Για την ακρίβεια, τι γαμάτο είναι να είσαι αυτή. Άθελά της ωστόσο κάνει και μια ιδεολογική παρουσίαση μιας μεγάλης μερίδας των δημοσιογράφων. Διότι αν κάθε επάγγελμα είναι απλά ένα επάγγελμα και τίποτα άλλο, η δημοσιογραφία ανήκει σε μια κατηγορία επαγγελμάτων όπου τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά. Αντίθετα, η στάση που κρατάς δουλεύοντας ως δημοσιογράφος έχει πάντα, ακόμα και αν αυτό γίνεται ασυναίσθητα, ένα ιδεολογικό πρόσημο. Στην πραγματικότητα, ακόμα και το να αντιλαμβάνεσαι την δημοσιογραφία απλά ως ένα επάγγελμα και τίποτα άλλο, είναι από μόνο του μια πολιτική τοποθέτηση. Και για τους περισσότερους δημοσιογράφους, η δουλειά τους είναι κάτι πολύ πιο σημαντικό για να είναι απλά ένα επάγγελμα. Τι κι αν οι εξευτελιστικά μικρές οικονομικές τους απολαβές φανερώνουν περίτρανα την θνητότητα και την ασημαντότητα της εργασίας τους; Αρνούνται να δηλώσουν πως το δικό τους επάγγελμα είναι απλά επάγγελμα. Όχι, είναι λειτούργημα. Σε αντίθεση με όλα τα υπόλοιπα ταπεινά επαγγέλματα, αυτοί είναι κάτι άλλο, κάτι ξεχωριστό. Γι’ αυτό και κάθε στιγμή, κάθε κείμενό τους είναι μια καλή ευκαιρία αυτοθαυμασμού. Και το κείμενο του pillowfights για το «πώς είναι να είσαι με έναν δημοσιογράφο» δεν αποτελεί εξαίρεση.

lead_960

«Κάποιος, κάποτε μου είχε πει ότι η δημοσιογραφία είναι ένα πολύ σέξι επάγγελμα και θα συμφωνήσω. Είναι όμως και πολύ κουραστικό. Αν δεν την αγαπάς πραγματικά, αν δεν την εντάξεις στη ζωή σου, αν δεν γίνεις πρώτα δημοσιογράφος και μετά οτιδήποτε άλλο, δεν επιβιώνεις. Δεν είναι ο τύπος δουλειάς που πας σπίτι, κλείνεις την πόρτα κι αφήνεις τα προβλήματα και τις επαγγελματικές σου υποχρεώσεις στο γραφείο. Είναι από αυτές τις δουλειές που κουβαλάς συνεχώς μαζί σου. Είναι σαν μικρόβιο», μας πληροφορεί το pillowfights. Όντως, πολύ σέξι! Το να παίρνεις 600 ευρώ στην καλύτερη των περιπτώσεων (γιατί, αν είσαι και καινούριος στην δουλειά, άντε να παίρνεις κάνα διακοσάρι – και βέβαια αν είσαι τυχερός και πληρώνεσαι), να σπαταλάς το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος της εβδομάδας σου στο γραφείο, να παίρνεις μόλις ένα ρεπό χωρίς να προστίθενται επιπλέον λεφτά στον μισθό σου για την επιπλέον ημέρα της εργασίας σου, κατά παράβαση κάθε σύμβασης εργασίας (όροι που επικρατούν σε όλα τα site ανεξαιρέτως) και παρ’ όλα αυτά να γυρνάς σπίτι και να συνεχίζεις να «κουβαλάς την δουλειά μαζί σου» (γιατί είσαι δημοσιογράφος διάολε, όχι κάτι «απλό») είναι κάτι που μπορεί να χαρακτηριστεί «σέξι». Τελικά, ναι, υπό αυτή την έννοια, το να είσαι δημοσιογράφος είναι κάτι διαφορετικό. Σε οποιοδήποτε άλλο κλάδο θα ήσουν απλά κορόιδο ή μαλάκας. Στην δημοσιογραφία, όπου τα πράγματα είναι τόσο διαφορετικά, είσαι σέξι…

photo_7438_850569

Το κείμενο του pillowfights συνεχίζει αναποδογυρίζοντας την πραγματικότητα και παρουσιάζοντας όλα αυτά που είναι εφιάλτης για τον κάθε νορμάλ εργαζόμενο σε κάτι … «κούλ». «Ένας δημοσιογράφος έχει ελάχιστο ελεύθερο χρόνο. Κι αν αυτόν τον αφήνει για σένα σημαίνει ότι πραγματικά του αρέσεις». Ο τύπος δηλαδή δεν έχει χρόνο για τίποτα, αλλά παρ’ όλα αυτά μπορεί και να ερωτευτεί βρε αδερφέ. Δεν είναι ότι μια προσωπική κατάσταση όπως ο έρωτας μπορεί να παρεμβληθεί σε ένα ωράριο ασύλληπτα εντατικοποιημένης εργασίας. Είναι ότι προφανώς τον κλέβεις από τον άλλο μεγάλο έρωτα της ζωής του που είναι η δουλειά. Ωραίος τύπος, λέμε! Επισημαίνει λίγο πιο κάτω το pillowfights: «Αν δεν γράφει κάτι, θα επιμελείται. Αν δεν επιμελείται, θα σκέφτεται· και αν δεν κάνει ούτε αυτό, θα ετοιμάζει συνεντεύξεις. Αν πάλι δεν κάνει τίποτα από τα πιο πάνω, πιθανό να είναι νεκρός». Πρόκειται δηλαδή για έναν τύπο που δεν έχει κανένα άλλο ενδιαφέρον πέρα από αυτά που πρέπει να κάνει για τη δουλειά του. Κι αν δεν υπάρχουν αυτά, «πιθανό να είναι νεκρός»! Χαχα, το πιάσατε; Δηλαδή αν είναι να μην δουλεύει μάλλον θα πεθάνει. Όχι σαν τους άλλους με τα «κοινά επαγγέλματα», που περιμένουν πώς και πώς να σχολάσουν για να ζήσουν. Όχι! Ο δημοσιογράφος ζει μόνο όταν δουλεύει.

Το να τα βάζει κανείς με το pillowfights είναι μερικό και ίσως και τιμητικό για το ίδιο το pillowfights. Αν ήθελε κανείς να γράψει άλλωστε για την «δημοσιογραφία» που υπηρετεί, μάλλον δεν θα ανέφερε καν το όνομά του και θα έπιανε το ζήτημα πιο συνολικά. Το ειδικό πρόβλημα εδώ είναι το κείμενο το ίδιο για την δημοσιογραφία. Το χειρότερο; Ότι αυτή η αντίληψη που προωθεί το συγκεκριμένο κείμενο δεν συμπυκνώνει απλά την ρητορική των αφεντικών μέσα στους εργασιακούς χώρους των ΜΜΕ, αλλά κάτι πολύ περισσότερο: ότι αυτή τη ρητορική οικειοποιείται ένα μεγάλο ποσοστό εργαζομένων μέσα στα ΜΜΕ σχεδόν αυτόματα με την ένταξή τους στην δουλειά. Αν η οικονομική κρίση και συνεπώς η μείωση μισθών, οι απολύσεις και γενικότερα, η καταπάτηση των εργασιακών δικαιωμάτων είναι μια ιστορία που κρατάει τα τελευταία πέντε-έξι χρόνια, για τα ΜΜΕ είναι μια κατάσταση αρκετά παλιότερη. Η καταπάτηση των εργασιακών δικαιωμάτων στα ΜΜΕ ήρθε σετ με την ανάπτυξη του ίντερνετ και τη στελέχωση του από αμέτρητους «αόρατους» εργαζόμενους, οι οποίοι δεν ασχολήθηκαν ποτέ με μπανάλ ζητήματα, όπως οι μισθοί τους, τα επιδόματα ή τα ρεπό που δικαιούνται ως εργαζόμενοι. Πρώτα απ’ όλα ήταν δημοσιογράφοι. «Στρατιώτες της ενημέρωσης» a.k.a. πιστοί υπάλληλοι του εκάστοτε αφεντικού τους. «Κομμάτι της προώθησης της πληροφορίας» και άρα γρανάζια κάτι τόσο συναρπαστικού που έπρεπε να νιώθουν τυχεροί απλά και μόνο που το κάνουν, όχι να ζητάνε και λεφτά από πάνω.

Παιδιά που είδαν το «Όλοι οι άνθρωποι του προέδρου» και το «Insider» θέλησαν να γίνουν ένα κράμα του Ντάστιν Χόφμαν, του Ρόμπερτ Ρέντφορντ και του Αλ Πατσίνο, έτσι όπως παρουσιάστηκαν σε αυτές τις ταινίες και τελικά κατέληξαν μπροστά από έναν υπολογιστή να κάνουν copy paste ό,τι μαλακία είδηση κυκλοφορούσε από εδώ και από εκεί, για να φέρουν κλικ στο θλιβερό site που έτυχε να δουλεύουν. Χωρίς μισθούς, χωρίς δικαιώματα, χωρίς ωράριο (γιατί –α,ναι!–  «οι δημοσιογράφοι δεν έχουν ωράριο»), χωρίς καν άποψη για το αντικείμενο του επαγγέλματός τους. Και ποτέ δεν αγανάκτησαν, ποτέ δεν είπαν «όχι», ποτέ δεν διανοήθηκαν να παραδεχθούν ακόμα και στους εαυτούς τους τη μιζέρια της δουλειάς τους. Όχι. Το «Όλοι οι άνθρωποι του προέδρου» έδειχνε άλλα πράγματα. Και –πού ξέρεις;– αν το βουλώσεις, μπορεί και εσύ να αποκαλύψεις το Watergate. Φυσικά, αν καταφέρεις να κάνεις ερευνητική δημοσιογραφία, όντως, μπαίνεις σε ένα κλαμπ ακόμα πιο προνομιούχων. Αυτών που έχουν φτάσει στον μεγάλο στόχο. Να κάνουν αληθινή δημοσιογραφία, αληθινό ρεπορτάζ! Είναι τόσο μεγάλη η τιμή να βρίσκεσαι σε αυτό το κλαμπ που το να τολμήσεις ακόμα και να σκεφτείς λέξεις όπως «αύξηση» και άλλα τέτοια φαντάζει ισοδύναμο της αυθάδειας. Είσαι προνομιούχος που κάνεις δημοσιογραφία και όχι copy paste, μη ζητάς και δικαιώματα (φυσικά, όταν είσαι στην φάση του copy paste αυτό είναι αντεστραμμένο: «copy paste κάνεις, θες και δικαιώματα;»).

all_the_presidents_men_redford_hoffman_3

Η «γέννηση» και η «εξέλιξη» ενός δημοσιογράφου δομείται πάνω σε ένα συγκεκριμένο χαρακτηριστικό: το ψώνιο. Αν δεν είσαι ψώνιο, δεν μπαίνεις σε αυτό το επάγγελμα. Σύντομα, είτε θα εξελιχθείς σε καριερίστα, έτοιμο να γίνει ένας Πρετεντέρης στη θέση του Πρετεντέρη, είτε θα καταλάβεις πως τελικά η πάσης φύσεως αξιοπρέπεια είναι πολύ πιο σημαντική από την όποια «καριέρα». Ελάχιστα επαγγέλματα ενσωματώνουν στην καθημερινότητά τους τη μάστιγα του καριερισμού με τόσο δομικό τρόπο, όπως η δημοσιογραφία. Ακόμα λιγότερα (ίσως και κανένα άλλο) καταφέρνουν να τη συνδυάσουν με μια ταυτόχρονη συντήρηση ενός βαθύτατου ταξικού χάους ανάμεσα στους εργαζόμενους και τους προϊστάμενούς τους. Οι δημοσιογράφοι δεν είναι σαν τους μάνατζερ των πολυεθνικών. Δεν αποτελούν μια εργατική αριστοκρατία που με αμιγώς οικονομικούς όρους ανήκουν στην εργατική τάξη, αλλά στην πραγματικότητα οι οικονομικές τους απολαβές τους θέτουν κάτι μακρινό από αυτή. Είναι κακοπληρωμένοι, απλήρωτοι εργάτες που ο καριερισμός τους (και συνεπώς η διαταξική τους αντίληψη) προέρχεται από άποψη. Οι καριερίστες δημοσιογράφοι –αυτό  που περιγράφει με τόσο ανάλαφρο τρόπο το κείμενο του pillowfights– είναι κάτι χειρότερο από μια εργατική αριστοκρατία. Είναι η ιδεολογία των αφεντικών προσωποποιημένη σε σώματα.

Κι όσοι από αυτούς κατάλαβαν το παραμύθι από νωρίς; Όσοι αποφάσισαν πως δεν θα πατήσουν επί πτωμάτων για να πετύχουν στο κωλοεπάγγελμα που διάλεξαν; Όσοι σιχτιρίζουν διαρκώς για την άρρωστη πραγματικότητα γύρω τους; Αυτοί είναι ίσως τα μεγαλύτερα ψώνια. Τόσο ελιτιστές που κοιτάνε τον διπλανό τους να παριστάνει τον Μάικλ Κίτον στο Spotlight για 400 ευρώ και απολαμβάνουν το ότι μπορούν κάθε στιγμή να επιβεβαιώνουν στον εαυτό τους ότι διαφέρουν από αυτόν. Ελιτιστές που ξέρουν πως τη δημοσιογραφία που οραματίζονται δεν θα την κάνουν ποτέ μέσα από την εργασία τους στα ΜΜΕ, αλλά παρά την εργασία τους στα ΜΜΕ. Που ξέρουν πως η πραγματική δημοσιογραφία οφείλει να στέκεται αντιπαραθετικά προς την εξουσία και γι’ αυτό τον λόγο δεν μπορούν να συμβιβαστούν με το καθεστώς δουλοπαροικίας που έχει εγκαταστήσει το καρτέλ των μιντιαρχών εις βάρος τους. Μπορούν να αλλάξουν την κατάσταση; Ίσως. Αλλά για να τα καταφέρουν πρέπει να «απονομιμοποιήσουν» στον δημοσιογραφικό μικροκόσμό τους την εικόνα του δημοσιογράφου έτσι όπως την παρουσιάζει το pillowfights. Πρέπει να καταπολεμήσουν αυτή την κουλτούρα, πρέπει να κάνουν σκοπό τους να τελειώνουμε με τα pillowfights αυτού του κόσμου.