Κάθονταν εκεί έξω απ’ τη μικρή αυλή, χάμω στο μαλακό χώμα, με την πλάτη στραμμένη στο σπίτι πίσω, έτσι αφημένο να στέκει εκεί μονάχο του. Ο γέρος είχε απλώσει το…

Mindtruck 8: Στο βάθος του ορίζοντα

Κάθονταν εκεί έξω απ’ τη μικρή αυλή, χάμω στο μαλακό χώμα, με την πλάτη στραμμένη στο σπίτι πίσω, έτσι αφημένο να στέκει εκεί μονάχο του. Ο γέρος είχε απλώσει το ‘να πόδι στην τύχη του μισογερμένο πότε από δω, πότε από κει κι είχε και τ’ άλλο, το διπλωμένο, να πατάει γερά τη γη για να στηρίζεται, όπως ακούμπαγε τη ράχη του γλυκά στον ξεχαρβαλωμένο ξύλινο φράχτη. Το αγόρι καμπουριαστό και με τα δυο γυμνά του πόδια μαζεμένα σφιχτά στη ζεστή αγκαλιά του, είχε στηριγμένο το κεφάλι του στα γόνατα κι είχε καρφωμένο το βλέμμα σε έναν άδειο ορίζοντα. Κάθονταν έτσι αμίλητοι με τις ώρες.

Fences-287-06-small

 

Κι είχε φτάσει κι ο ήλιος ήδη πολύ ψηλά, τόσο που με δυσκολία τον έβλεπες, μα όλα έμεναν το ίδιο ακούνητα όπως και πριν. Και στο τέλος είπε το αγόρι «Κοίτα στο βάθος εκεί πέρα, τέρμα στον ορίζοντα παππού! Βλέπεις; Τα βλέπεις πώς κινούνται;» Ο γέρος αφού έμεινε λίγη ώρα ακόμα ακίνητος, στρέφοντας μόνο τα μάτια του πότε απ’ τη μια, πότε απ΄την άλλη, κοιτώντας πάντα στο κενό, γύρισε ανέκφραστος στον μικρό και του ‘πε «Που ‘ντα;» κι οι λέξεις που πρόφερε, του έδωσαν μιαν ολότελα απελπισμένη έκφραση. «Να εκεί, δε βλέπεις;» επέμεινε το παιδί και τέντωσε με ενθουσιασμό το χέρι του να δείξει. Κάτι θολά πράματα φαίνονταν από μακριά να ορίζονται. «Λοιπόν τι είναι αυτά παππού;» Τώρα πια φαινόταν πως τα ‘βλεπε, γιατί είχε μισοζαρώσει τα μάτια του να βλέπει καλύτερα κι είχε εστιάσει σε κείνο το σημείο το βλέμμα. Πήρε όμως μιαν έκφραση απορίας, γέρνοντας αργά αργά τις άκρες των χειλιών του έτσι που να κοιτάνε προς τα κάτω και έπειτα κατεβάζοντας το σαγόνι του, λες και δεν πίστευε σ’ αυτό που έβλεπε εμπρός του.

 

img821

 

Μικρές στην αρχή τους χόντραιναν ρίζες πάνω απ΄τη γη και μεγαλώνανε γρήγορα. Πράσινες ρίζες ήτανε με φύλλα πάνω τους που μεγαλώνανε κι αυτά και προχωράγανε οριζόντια προς όλες τις κατευθύνσεις. Επεκτείνονταν πάνω απ’ το χώμα όπως φαινότανε τουλάχιστον, μα δεν ξεκινούσαν από μέσα του σαν όλες του κόσμου τις άλλες ρίζες. Τότε να σου όλες μαζί, ταυτόχρονα θαρρείς, ξεκίνησαν και ν’ ανεβαίνουνε προς τα πάνω, στον ουρανό δειλά δειλά. Μια φρενήρης διαδικασία εκτιλισσόταν σ΄αυτό το βάθος του ορίζοντα. Έβλεπες πια τώρα δέντρα ολόκληρα να ξεπηδούν μέσα απ΄τις ρίζες, κάθε λογής και με κορμούς μεγάλους και με μικρούς και με κουφάλες και με καρπούς και ξερά κι ολοπράσινα, μα τώρα να κι άλλα με χρώματα διαφορετικά και στους κορμούς και στα φύλλα, όλων των αποχρώσεων των χρωμάτων και των χρωμάτων των μη ειδωμένων κι άλλα βγάζανε ρίζες κι άλλες οι κορμοί τους, έτσι που δεν καταλάβαινες που ‘ναι η ρίζα και που ‘ναι ο κορμός και που το κλαρί. Και φύλλα φτιαγμένα από ξύλο κι από άλλα υλικά που δεν τα ξέρεις κι όμως αυτά φυτρώνουνε με θράσος και πείσμα σαν να σε ξέρουνε τα ίδια ή να θέλουνε να τα μάθεις. Απ΄τα πιο μικρά αυτά φύλλα, απ΄τα πιο αδύναμα κι αέρινα ξεφυτρώνανε και μεγάλωναν κι άλλες ρίζες κι άλλοι κορμοί κι άλλα κλαριά κι άλλα φύλλα. Άλλα μεγάλα, άλλα μικρά, άλλα αργούσανε να εξελιχθούνε κι άλλα ξεπεταγόντουσαν. Άλλα ωστόσο μένανε έτσι και δε μεγαλώνανε περισσότερο. Έδειχναν ικανοποιημένα γι΄αυτό που γίνανε. Άλλα πάλι συνέχιζαν να επεκτείνονται παντού ή και μόνο σε μια κατεύθυνση ή σε λίγες μονάχα και σ΄ άλλες όχι. Άλλα μίκραιναν και σούφρωναν κι αλλάζαν υλικό σαν το κλαρί να γίνεται φύλλο και το φύλλο δέντρο κι αυτό με τη σειρά του κορμός κι εκείνος ρίζα και τ΄ανάποδο και πάλι απ΄την αρχή ή το τέλος και τη μέση. Άλλα πίσω απ΄το βάθος του ορίζοντα θα πρέπει να κάνανε το ίδιο γιατί έβλεπες τις άκρες τους. Άλλα σταμάταγαν σ΄ένα σημείο και συνεχίζανε σ΄άλλο πιο πέρα και εκεί που τα ξεχώριζες μέχρι εκείνη την ώρα ποια σταματούσαν και ποια συνέχιζαν και ποια αρχινούσανε να μεγαλώνουν, τώρα δεν ξεχώριζες ποιο είναι ποιο και τίνος είναι αυτό.

 

453983a-i1.0

 

Μια εικόνα στάσιμη, σχεδόν νεκρή και μια αέναα κινούμενη, δεν είχαν το δικό τους μέρος η κάθε μία, ούτε επικρατούσε η μια στην άλλη. Ένα πορτραίτο που αναπαριστούσε μια καταδίκη σε πάλη δίχως σκοπό κι αποτέλεσμα.

Ρίζες, κορμοί και δέντρα, κλαριά και φύλλα φύτρωναν και μεγάλωναν κι άνθιζαν. Άνθη που σκάγαν και ξεφύτρωναν, μπουμπούκια έμεναν και δεν μεγάλωναν και άνθιζαν ή γύρη έβγαζαν, βλαστό ακόμη έθρεφαν και μαραίνονταν, έβγαζαν δόντια και τ’ άλλα δάγκωναν ή τα τρόμαζαν και μαζεύονταν ή μεγάλωναν και τ΄απέφευγαν. Ανθοί μεγάλωναν πολλοί μαζί που έβγαζαν όλα τ’ άλλα που ήδη υπήρχαν από τα σπλάχνα τους και κάποιοι μακρόστενες γλώσσες διέθεταν και άλλοι έγλειφαν τ’ άλλα και όσα τα δάγκωναν. Μια πανδαισία.

Υψώνονταν όλα μαζί και μεγάλωναν και γιγαντώνονταν και κάλυπταν το κάδρο και τη γη παντού και τριγύρω, μα ποτέ μέσα της. Σταματούσαν, πέθαιναν και παρήκμαζαν κι αλλάζαν μορφή κι είχανε πολλές μορφές την ίδια στιγμή. Έπαυαν να υπάρχουν, γίνονταν αόρατα, άλλα καταστρέφονταν, από μόνα τους, το ένα με το άλλο, έτρωγαν τα γύρω τους. Όλα ενιαία, κάποια ξέχωρα. Βγάζανε ήχους, τους μεθόδευσαν, μετά μουσική. Χόρευαν κατά τον άνεμο που φυσούσε.

Έφτασε καιρός που έβγαζαν και πέτρα και χώμα και έγιναν βουνά από πέτρα και από χώμα και από νερό και υψώνονταν και βάθαιναν. Όλα τόσο γρήγορα, άλλα αργούσαν. Ποιος να τα έβλεπε όλα; Ποιος να προλάβει να τα δει όλα μαζί να γίνονται και να γεννιούνται και να πεθαίνουν και να ζουν; Μη νομίζεις κι εγώ δεν τα ‘ξερα όλα. Μόνο κάποια, ούτε κι εσύ.

 

tumblr_myikjiVKA91sk95dpo1_500

 

Η ίδια διαδικασία, ίδια εξέλιξη σε όλα. Κουραστική κατάντησε πια, το ξέρω. Αυτό που έβλεπες όμως μόνο τέτοιο δεν ήταν. Αχ και να το ‘βλεπες από μια μεριά στο βάθος του ορίζοντα τι γινότανε, τι εκτυλισσόταν μπροστά στα μάτια σου. Φωτιά και πάγος ακόμη τώρα ξεφύτρωναν κι αιωρούνταν κι έπεφταν πάνω στ’ άλλα και τα γκρέμιζαν ή ενώνονταν ή έπεφταν κάτω στη γη ή ο,τι άλλο τώρα πια ήταν αυτή η επιφάνεια. Αλλού χώμα, αλλού έρημος κι αλλού βουνό κι αλλού θάλασσα.

Μπορεί όλα να ήταν κι απ΄την αρχή εκεί και να μην έφταιγαν οι ρίζες που υπήρχανε και που τα γέννησαν, αλλά μπορεί όλα μαζί να ήταν που βγάλανε τις ρίζες ή και κάποια μόνο από αυτά ή κανένα. Ήτανε όλα εκεί, τα έβλεπες, μα πώς να προλάβεις όλα να τα δεις να γίνονται και να ξεγίνονται και να υπάρχουν, πού να τα χωρέσεις; Δεν ήσουν σίγουρος. Ήταν εκεί.

 

van-gogh-2

 

Κι άλλα ακόμα νέα πράματα έβλεπες, δεν μπορούσες να τα ξέρεις, ούτε κι εγώ τι ήτανε στο κενό. Οσμές καινούριες, τις έπιανες από μακριά χωρίς να τις μυρίζεις, ούτε να τις γεύεσαι. Η οσμή της λάσπης. Θα έπρεπε ίσως το ψαχούλεμα για τα διαλεχτά με τη δική σου ύλη να γίνεται, με τον καρπό σου και να φυτρώσεις κι εσύ.

Ο γέρος δεν πήρε ποτέ το βλέμμα από κείνο το σημείο, ενώ είχε ξεκινήσει να λέει κάτι εδώ και ώρα. Το αγόρι παραζαλισμένο κόντευε να σπάσει το λαιμό του για να προλάβει να τα δει όλα. Τίποτα δεν είχε τελειώσει ακόμα. Όταν είχαν ξεκινήσει οι ρίζες ν΄αναρριχώνται, βλεφάρισε για πρώτη φορά, σαν να είχε ξυπνήσει από ένα λήθαργο. Με σιγανή, τραχιά φωνή, χωρίς να ξεκαρφώσει ούτε σπιθαμή το βλέμμα και δυναμώνοντας ολοένα την ένταση είπε «Δώσ’ μου το χέρι σου.» Συνέχισε να το επαναλαμβάνει πιο γρήγορα, πιο δυνατά. «Δώσ’ μου το χέρι σου.» «Το χέρι σου.» «Δώσ’ μου το.» Ο μικρός δεν ήξερε αν είχε σαστίσει περισσότερο με το γέρο και αυτά που έλεγε ή με αυτό που έβλεπε μπροστά του να εκτυλίσσεται. Έδωσε το αναθεματισμένο χέρι, μήπως και έπαυε. Του το κράτησε σφιχτά. Δε σταμάτησε να το σφίγγει τόσο που άρχιζε να μουδιάζει και να κόβεται η κυκλοφορία του αίματος. Κάτι μουρμούραγε όλη την ώρα, όμως όλα αυτά ήταν μικρά μπροστά στο θαύμα του ορίζοντα. Όταν τα άνθη ξεπηδούσαν ο γέρος έλεγε «Και το μαύρο γιε μου δεν είναι άσπρο, κατάλαβες; Και το γκρι βέβαια, ναι είναι και το γκρι. Και αν η ρίζα πάει με το φύλλο θα βγει το δέντρο. Και όταν χώσεις τον κορμό στο κλαρί, έχεις πάντα ένα άνθος. Τώρα όλα αυτά πες πως τα παίρνεις με το μαύρο. Ξέρεις τι θα βγει ή αν τα πάρεις με το άσπρο; Να, το βλέπεις εκείνο το σημείο; Αυτό σου βγαίνει γιε μου.» Το χέρι του συνέχισε να σφίγγει με όλη τη δύναμη του εκείνο του αγοριού και το άλλο παρέμενε κολλημένο πάνω του, ούτε είχε κουνήσει καθόλου το καρφωμένο του βλέμμα απ΄το αρχικό σημείο που κοιτούσε. Το παιδί συνοφρυωμένο, έγνεψε πως καταλάβαινε. «Και τώρα αυτό που σου βγήκε, βάλ’ το με άλλο ένα μαζί και αν θες και μ’ άλλο ή πολλά τέτοια και βγάλε ένα από αυτά μετά. Θα δεις που θα σου βγαίνει πάλι πάντα το ίδιο. Όσες φορές και να το κάνεις αυτό, πάντα το ίδιο, το βλέπεις κι εκεί.» Δεν έδειχνε κάπου. «Αυτό που βγαίνει πάντα πες πως σε βάζει σ’ αυτό μέσα και μαζί και ένα κλαρί και μια ρίζα, αν βγάλει εσένα και τη ρίζα, δε θα ‘χεις πια τίποτα. Αν βγάλεις όμως μόνο το κλαρί, τότε θα λείπεις μόνο εσύ στο τέλος. Πάντα έτσι θα γίνεται. Κατάλαβες;»

«Μα ναι, αλλά πώς γίνονται όλα αυτά όταν θα τα πάρω με το μπλε ή με το μαύρο και μετά το κλαρί εκείνο είναι πιο σκληρό και η ρίζα μετά λεπταίνει και όταν βγει το πράσινο αργότερα δεν παίζει ρόλο; Και το φύλλο εκείνο πέφτει, ενώ το άλλο μένει στον κορμό, σ’ όλα αυτά δε δίνεις καμία σημασία; Kι ύστερα αν αυτό που βγαίνει όπως είπες ή και τ’ άλλο, αν αντί να βάλει μέσα του εσένα, βάλει εμένα; Δε μας απασχολεί αυτό;»

Την ώρα που έλεγε όλα αυτά, φαίνονταν τα ξύλα και οι λίθοι, η φωτιά και το νερό στο βάθος του ορίζοντα. Οι κόρες των ματιών του γέρου άνοιξαν διάπλατα και στράφηκε να καρφώνει το βλέμμα του τώρα στα ενωμένα χέρια. Χαλάρωσε το δικό του κι έτσι εκείνο του μικρού έπεσε κάτω αποκαμωμένο, σχεδόν σάπιο. Το άρπαξε κι άρχισε να πιπιλάει τα μουδιασμένα δάχτυλα κι ύστερα να τα ροκανίζει απαλά, να τα δαγκώνει και να τα μασουλάει και να τα τρώει με ευχαρίστηση. Το παιδί ούρλιαζε, μα στ’ αλήθεια δεν πονούσε. Μόλις τα έφαγε και τα πέντε, το καθένα με τη δική του ιδιαίτερη χάρη στη λεπτομέρεια και στη νοστιμιά, παρατήρησε που του έλειπαν και τα δικά του πέντε.

 

mDSUA-1993AD

 

Και ο ήλιος είχε ανέβει τόσο ψηλά πια, που δε φαινόταν καν στον καθαρό ουρανό. Μα και τότε πια κάποιες ρίζες εισέρχονταν στο έδαφος με ορμή και οι άλλες γύρω τους κατέρρεαν. Άλλες αβοήθητες πέφτανε η μια στην άλλη, έτσι όπως δεν είχαν θεμέλια και μπλέκονταν μεταξύ τους, καταλήγοντας να στηρίζονται σε όσες χώθηκαν στο έδαφος, που κι αυτές μάλλον το έκαναν για να μην καταλήξουν ισοπεδωμένες. Το ίδιο συνέβη φυσικά και με τους κορμούς και με τα δέντρα, τα φύλλα και τα άνθη, τα κλαδιά και τους βλαστούς, τη φωτιά και το νερό και ο,τι υπήρχε στο βάθος του ορίζοντα. Μα το πιο ενδιαφέρον ήταν πως από όλα τους, μόνο όσα πορεύονταν προς τις μπηγμένες στο έδαφος ρίζες και στερεώνονταν πάνω τους μ’ έναν τρόπο, διατηρούνταν σε εκείνο το αδιόρατο κάδρο. Και όχι μόνο αυτό, αλλά συνέχιζαν και να επεκτείνονται και να μεγαλώνουν, να φουσκώνουν και να υψώνονται μεγαλόπρεπα και να εκπέμπουν φως. Όλα τα άλλα που πάλευαν για να μην πέσουν, ισοπεδωθούν και αφανιστούν, μάταια χτυπούσαν στο έδαφος και δεν καρφώνονταν μέσα του. Άλλα χτυπούσαν τα ριζωμένα και έριχναν μόνο όσα δεν είχαν προλάβει να δυναμώσουν και ίσως πάνω τους βαστούσαν για λίγο, μέχρι να συρθούν αργά και αυτά στο έδαφος. Και τα ριζωμένα μετακινούνταν πιο κοντά στο κάδρο με την ανθισμένη ευωδιαστή τους λάμψη που τραγουδούσε γλυκά, ενώ τα υπόλοιπα χάνονταν πίσω, στο βάθος.

Σηκώθηκε όρθιος, μόνος του πια, μπροστά απ΄το φράχτη και θυμήθηκε εκείνα τα λόγια που του είχε πει ο δάσκαλος όταν ήταν ακόμα μικρός. «Το δίκιο το έχει ο αδύναμος και ας μην το ξέρει και ας μη φωνάζει στο δυνατό, όταν εκείνος πατάει πάνω του για ν’ ανεβεί ψηλά. Το θύμα, όσο είναι θύμα, δε διαμαρτύρεται, δεν πονάει στα χτυπήματα. Μόνο κάνει στην άκρη, μην ενοχλήσει.»

Ο φόβος δεν ήταν δικός του, του τον δώσανε και τον άφησαν να πεθάνει μ΄αυτόν. Δε μπορεί να το εξηγήσει γιατί σκύβει το κεφάλι τη νύχτα που πάντα συλλογιέται πριν κοιμηθεί και το πρωί το ‘χει ξεχάσει.

 

18dy716cbi5urjpg