Φωτογραφίες: Δανάη Λύρατζη Αυτό που συμβαίνει στον ευρύτερο underground (ελλείψει καλύτερου όρου) ήχο στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια είναι πολύ ενδιαφέρον: υπό την ηγεσία ενός stoner/heavy rock ύφους (χοντρικά μιλώντας,…

Smoke the Fuzz Fest, Fall of Doom Edition (17/9/2016): σαρωτικοί τοίχοι και λυτρωτικοί ωκεανοί ήχου στο Gagarin 205

Φωτογραφίες: Δανάη Λύρατζη

Αυτό που συμβαίνει στον ευρύτερο underground (ελλείψει καλύτερου όρου) ήχο στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια είναι πολύ ενδιαφέρον: υπό την ηγεσία ενός stoner/heavy rock ύφους (χοντρικά μιλώντας, ας μην ανοίξουμε ειδολογική συζήτηση), άρχισαν να ξεπετάγονται συγκροτήματα, διοργανωτές συναυλιών, περιοδικά, σάιτ, εκπομπές και ένα σωρό άλλα πράγματα, που πλέον έχουν συγκροτήσει μια σκηνή ζωντανή και με ταυτότητα.

Προφανώς υπήρχε μουσική και στην Ελλάδα πιο πριν, προφανώς υπάρχουν και πιο υπόγεια συγκροτήματα από τους 1000mods που αξίζουν, προφανώς υπάρχουν και ενοχλητικά φαινόμενα μέσα σε όλο αυτό, προφανώς θα είναι καλό να χαλαρώσεις αγαπητέ σνομπ μουσικόφιλε και ν’ αφήσεις τον κόσμο να απολαύσει τη μουσική όπως προτιμάει ο καθένας και μέσα από όποιες διαδρομές θέλει. Για μια μουσική που βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στη σχέση με τον ακροατή και στη ζωντανή παρουσία, το γεγονός ότι πλέον μπορείς σχεδόν κάθε εβδομάδα να πας σε ένα καλό ή πολύ καλό λάιβ με αρκετό ή πολύ κόσμο δεν μπορεί παρά να είναι θετικό.

Μέσα σε αυτό το κλίμα δραστηριοποιείται από το 2013 και η Smoke the Fuzz gigs της Ελίνας Κεμανίδη, διοργανώνοντας συναυλίες ξένων συγκροτημάτων που κινούνται στον ευρύτερο χώρο του stoner/sludge/doom/psych/post. Έχοντας διοργανώσει αρκετές μεμονωμένες συναυλίες, η Smoke the Fuzz προχώρησε φέτος και στη δημιουργία του δικού της φεστιβάλ, του οποίου η πρώτη μέρα, με το ταιριαστό όνομα Fall of Doom, μας άφησε με τις καλύτερες εντυπώσεις. Πρόκειται για μια πρωτοβουλία που αξίζει πολλά συγχαρητήρια, τόσο για το σκεπτικό, όσο και για την εκτέλεση. Η ανάπτυξη της ευρύτερης φάσης κατάστασης στο ελληνικό συναυλιακό/μουσικό τοπίο δίνει μια μεγάλη ευκαιρία για τη δημιουργία υποδομών (βλ. τους νέους συναυλιακούς χώρους που ανοίγουν στην Αθήνα) και για πρωτοβουλίες όπως το Smoke the Fuzz Fest, που θα ανθίσουν μόνο αν έχουν τη στήριξη που αξίζουν από το κοινό.

13963077_1306067602766974_4913830603361786827_o

Προσωπικά μιλώντας, ικανοποιήθηκα πολύ από την επιλογή η μία μέρα να είναι αφιερωμένη αποκλειστικά σε sludge/doom μουσικές, αντί να μπει οτιδήποτε έχει παραμόρφωση και σκληρά φωνητικά κάτω από μία ταμπέλα –όπως είναι συχνά αναπόφευκτό για πρακτικούς λόγους. Δεν είναι κακό να υπάρχει ποικιλία κοντινών ειδών σε ένα λάιβ –το αντίθετο–, αλλά αυτός ο διαχωρισμός δείχνει τη σοβαρότητα του διοργανωτή, το ενδιαφέρον του για τον ακροατή και πραγματική εμπλοκή στον ακραίο ήχο. Ούτως ή άλλως, πολλοί και πολλές θα βρεθούμε και στις 3 εκδοχές του φεστιβάλ, καθώς πρόκειται σε σημαντικό βαθμό για κοινή δεξαμενή ακροατών, αλλά σε διαφορετικό mood ανά περίπτωση. Υποθέτω, λοιπόν, ότι αυτό ήταν το σκεπτικό πίσω από τον διαχωρισμό και όχι κάποια διάθεση στεγανών μεταξύ συγγενών αλλά διαφορετικών ειδών.

Δεδομένου ότι στο φεστιβάλ έπαιζαν 7 συγκροτήματα (το οποίο σημαίνει ότι έβλεπες κάθε συγκρότημα με μόλις 5 ευρώ), οι καθυστερήσεις στο Gagarin 205 ήταν ανεπαίσθητες. Πρώτοι εμφανίστηκαν οι Γάλλοι Love Sex Machine, οι οποίοι διόρθωσαν γρήγορα τα προβλήματα που αρχικά παρουσιάστηκαν στον ήχο τους. Μας παρουσίασαν ένα φρέσκο και δεμένο sludge γεμάτο ογκώδεις συνθέσεις και ωραίες εναλλαγές. Έδωσαν έμφαση στην doom και όχι στην hardcore γενεαλογία του είδους, ενώ μου τράβηξε την προσοχή και ο στεγνός βιομηχανικός ήχος του μπάσου τους, που έδενε άψογα με τους βρυχηθμούς του συμπαθέστατου τραγουδιστή τους –τον οποίο μετά βλέπαμε να τριγυρίζει με ενα μπουκάλι Ζέος στο χέρι, γιατί είναι γνωστό ότι το καλό μουσικό γούστο δεν πάει απαραίτητα χέρι-χέρι με το καλό γούστο στη μπύρα.

img_6058

lsm2

Ενώ ο κόσμος είχε ήδη αρχίσει να πυκνώνει, εμφανίστηκαν οι Σουηδοί SUMA. Για κάποιον άγνωστο λόγο, δεν τους είχα ψάξει ιδιαίτερα, με αποτέλεσμα να εκπλαγώ ευχάριστα πολύ σύντομα. Αυτό που παρουσίασαν ήταν βγαλμένο από κάποιο ιδεώδες fan club των Neurosis της δεκαετίας του 1990: θόρυβος, samples, κοφτά riffs, βρυχηθμοί. Ίσως ο πολυεπίπεδος ήχος πο ήθελαν να δημιουργήσουν να μην αποδόθηκε στο 100% του, αλλά προσωπικά το ευχαριστήθηκα τρομερά από το σημείο που άρχισα να χάνομαι στα εφιαλτικά αλλά και μεγαλειώδη ηχοτοπία που έστηναν. ΥΓ: Αγαπητέ μπασίστα/τραγουδιστή Johan που μιμείσαι τον Scott Kelly σε φωνή, στήσιμο, ντύσιμο, μούσι και βασικά σε όλα, ένα respect από τον γράφοντα.

suma2

suma

Επόμενοι στη σειρά οι Black Cobra. Δεδομένου πως κανείς από τον περίγυρό μου δεν ενοχλήθηκε από την παρουσία τους, υποθέτω πως το ότι δεν μου άρεσαν καθόλου (και το ότι δεν μου αρέσουν ούτε δισκογραφικά) είναι δική μου παραξενιά. Για να μην παρεξηγούμαι όμως: η εμφάνισή τους ήταν τρομερά δυναμική, ο κιθαρίστας/τραγουδιστής-μείγμα Dave Mustaine/Σάββα Κωφίδη έβγαζε ενέργεια και πώρωση, τα τύμπανα ήταν ισοπεδωτικά. Δηλώνω προκατειλημμένος, γιατί δεν έχω ιδιαίτερη συμπάθεια στο thrash και στην αισθητική του, οπότε η συνάντηση thrash/sludge με χάλασε αρκετά. Ο κόσμος πέρασε καλά, χαίρομαι γι’ αυτό, πάμε παρακάτω.

bc

Στο σημείο αυτό ο χώρος είχε ήδη γεμίσει σε ικανοποιητικό βαθμό. Σε μια στιγμή τρομαχτικής έλλειψης επαγγελματισμού, σύσσωμα τα κλιμάκια του ΣΚΡΑ-punk και του Archivist.fm που κάλυπταν τη συναυλία πετάχτηκαν για σύντομο γεύμα και ανεφοδιασμό σε τσιγάρα, με αποτέλεσμα να χαθεί μεγάλο κομμάτι της εμφάνισης των Sons of Otis. Στο μικρό κομμάτι που προλάβαμε, όμως, το stoner/doom τους είχε ήδη συνεπάρει τον κόσμο, ο οποίος λικνιζόταν γεμίζοντας μπαταρίες για τη συνέχεια –που αναμενόταν ισοπεδωτική.

Και ήταν πράγματι ισοπεδωτική. Σαν να είχαν ανοίξει οι ουρανοί και να είχε βρέξει παράνομες ουσίες διάφορων ειδών, οι Dopethrone στάθηκαν στο Όρος και παρέδωσαν τις 10 Εντολές του απόλυτου εκτροχιασμού. Επικεφαλής του πανικού ο τραγουδιστής/κιθαρίστας Vincent, που ανέβηκε στη σκηνή με σπασμένο πόδι, κούναγε το κεφάλι του σαν σαρκοφάγο έντομο από άλλη διάσταση και μας έδειχνε συχνά-πυκνά το μήνυμα «Stay high malakas» που ήταν γραμμένο σε χαρτί κολλημένο στο πίσω μέρος της κιθάρας του. Το αποκορύφωμα ήταν η εκτέλεση του καλύτερού τους, ίσως, τραγουδιού, «Scum Fuck Blues», στην οποία συμμετείχαν και οι  Mike Scheidt, Muleboy από τους Yob και Bongzilla αντίστοιχα. Η εμφάνιση των Dopethrone ήταν η απόλυτη επίδειξη της διασκεδαστικής πλευράς του sludge, που γενικά δεν φημίζεται για την ευχάριστή του αντιμετώπιση προς τα πράγματα.

Προτελευταίοι της βραδιάς: οι Bongzilla. Αν έπιασα σωστά τον παλμό του κοινού, μετά από την ισοπέδωση των Dopethrone και εν αναμονή των Yob υπήρχε ένα πάγωμα. Παρ’ όλα αυτά βέβαια, οι Bongzilla ήταν εξαιρετικοί και το κοινό ανταποκρίθηκε. Ο ήχος τους ήταν τρομερά στιβαρός, δένοντας τα κολλητικά τους riffs με το συμπαγές rhythm section τους και με τις απόκοσμες κραυγές του Muleboy. Πρόκειται για ένα συγκρότημα που με απλές ιδέες φτιάχνει πολύ καλά κομμάτια, ακολουθώντας μια γνήσια βρόμικη blues λογική και πατώντας πάνω στην αρχή «less is more». Αυτό αποδόθηκε και στο λάιβ, ενώ το κερασάκι στην τούρτα ήταν το τζαμάρισμά τους στο τέλος.

Και φτάνουμε στους headliners. Μετά από 7,5 ώρες βαριάς μουσικής θα περίμενε κανείς το κοινό να έχει δείγματα κόπωσης. Αντίθετα όμως, οι Yob έγιναν δεκτοί με έξαλλο ενθουσιασμό, τον οποίον τίμησαν με το παραπάνω. Σε κάτι παραπάνω από μία ώρα, έδειξαν πώς παίζεται ζωντανά το ψυχεδελικό doom, πώς η σωστή ακολουθία από riffs σε ταξιδεύει σε απάτητα μέρη, πώς φτιάχνεις όχι έναν τοίχο αλλά έναν ωκεανό από ήχο. Περιπλάνηση μέσα και έξω από τον εαυτό σου, υπνωτισμένα κεφάλια να κινούνται πάνω κάτω, εσύ είσαι ένα από αυτά τα κεφάλια, εσύ είσαι το ένα κεφάλι, εσύ είσαι όλα αυτά τα κεφάλια μαζί. Ζόφος και ανύψωση προς κάτι υψηλότερο από εσένα. «Clearing the Path to Ascend» λέγεται ο τελευταίος τους δίσκος άλλωστε. Ξέρουν πολύ καλά τι κάνουν. Και ενώ γίνονται όλα αυτά, παίζουν και το «Marrow», το 19λεπτο τραγούδι που δεν μπορεί να μην σε φέρει στα όρια του να βουρκώσεις. Όχι όμως με γλυκανάλατο τρόπο. Είναι το βούρκωμα της λύτρωσης –από ό,τι σε κυνηγάει, δεν έχει σημασία τι είναι. Καπάκι μετά παίζουν το «Nothing to Win» και επιστρέφεις, ηττημένος, σε μια σπειροειδή κίνηση, εκεί από όπου ξεκίνησες –όπως όλοι μας, αιώνια. Και αφού επιστρέψεις, «Adrift in the Ocean». Το τέλος δεν μπορεί παρά να είναι αυτό. Η βία της μάταιης περιπλάνησης στην αιώνια μήτρα. Φώτα. Χειροκρότημα. Τέλος.