Μια έντονη μυρωδιά κυνικότητας και προδοσίας ανέβλυζε εκείνες τις ημέρες από το μικρό δωμάτιο. Το ρολόι είχε γεννήσει μιαρές σκιές δίπλα του και λίγο πιο κάτω στον τοίχο. Ανάμεσα στο…

Cocaine Death 8: Satyricon – Rebel Extravaganza

Μια έντονη μυρωδιά κυνικότητας και προδοσίας ανέβλυζε εκείνες τις ημέρες από το μικρό δωμάτιο. Το ρολόι είχε γεννήσει μιαρές σκιές δίπλα του και λίγο πιο κάτω στον τοίχο. Ανάμεσα στο κλουβί με το φυλακισμένο ζώο και την ενοχλητική μυρωδιά της αμμωνίας, δίπλα από το περίτεχνα σκαλισμένο τραπεζάκι και πάνω, στο θεοφάνερα ολοβρόμικο, σάπιο κρεβάτι, καθόταν.

Καθόταν, μα δεν ζούσε, λοιπόν, σχεδόν απόκληρος και μουδιασμένος από το ψύχος που ερχόταν κάτω από την πόρτα. Μέσα στο κουρασμένο κρανίο του αντικρούονταν, σαν τσακισμένες μακριές ιαχές, οι φωνές και οι διάλογοι, ο πρόλογος, η μέση και το τέλος, όπως κάθε επιτυχημένο μυθιστόρημα που είχε διαβάσει.

Αντικρυστά του, στο ύψος του γραφείου, έκαιγαν ακόμα οι στάχτες από αυτό που είχε με κόπο τώρα δυο χρόνια καταφέρει να γράψει και να φέρει στην επιφάνεια. Έτσι κι αλλιώς, πάλι δεν του βγήκε αυτό που σκεφτόταν. Οπότε δεν είχε καμία αμφιβολία ότι η καταστροφή του, λοιπόν, μόνο καλό θα έκανε στην ανθρωπότητα. Ποιος άλλωστε είχε όρεξη να κάτσει να διαβάζει άλλη μια ιστορία από το σαλεμένο του μυαλό;

 

b

 

Αν υπήρχε, αν υπήρχε μια κάποια προδιάθεση θα το είχε ξανασκεφτεί καλύτερα, βέβαια. Αλλά ο εκδότης του κατέστησε σαφές, με τον δικό του βιτριολικό τρόπο, ότι η τροπή του συγγραφικού του βίου δεν μπορούσε να παραστεί ανάμεσα στα λαμπερά εξώφυλλα των άλλων, που κάθε βιβλίο τους ακτινοβολούσε κεραυνό φωτός στους αναγνώστες και κρατιόταν ο εκδοτικός στα πόδια του και όλοι πέρναγαν καλά. Ήταν ένα αγκάθι σκαρφαλωμένο στην κορυφή, μα τώρα, να, ποιος θα διάβαζε την καταχαρακωμένη κραυγή του κάποτε πιο αισιόδοξου και φωτεινού συγγραφέα του εκδοτικού;

Η στροφή του ήταν άκρως εντυπωσιακή για ένα τσίρκο θανάτου που περιδιάβαινε σιωπηλά και αργά, σκοτεινές γειτονιές με άψυχα μάτια. Βέβαια, ναι, αυτό μάλιστα. Αλλά όχι για τον οίκο αυτόν, που πουλούσε ιστορίες διαμαντιών για βαριεστημένους πλούσιους ενήλικες και ανερχόμενους λομπίστες κάθε είδους.

Το χρονικό της διαταραχής σταμάτησε να γράφεται στο ημερολόγιό του. Το ψέμα σταμάτησε να κυριαρχεί στη σκέψη και ο βούρκος αγκάλιασε ολάκερο άνθρωπο.

Είναι αυτό που ήθελε; ήταν κάτι που έπρεπε να περάσει διά πυρός και σιδήρου ώστε να μπορέσει ξανά να λάμψει; Ο λαβύρινθος όλο και μεγάλωνε και αποκτούσε περισσότερα δρομάκια, με κακό σκοπό και ακόμα πιο κακό τέλος, λοιπόν. Ενώ όλοι τρέχαν στη δίνη της πλαστικής κατασκευασμένης ευτυχίας, το τρίτο του μάτι του έδειχνε με σαφές προσανατολισμό το τι μέλλει γενέσθαι, από την απαρχή αυτού εδώ του κόσμου που κατοικούσε.

Σίγουρα θα ήταν καλύτερα να το τοποθετούσε στον κύκλο. Στο αιώνιο αυτό παιχνίδι του κύκλου, που επιτρέπει να σκέφτεσαι ότι τα πράματα πάντα αλλάζουν και τελειώνουν. Μα εδώ πλέον δεν έβρισκε αρχή και τέλος. Μια μάζα από παγωμένα κτήρια, μια μάζα από σκυθρωπούς ανθρώπους και μια μάζα απογοητευμένων συναισθημάτων τον έφτανε κάθε μερα μα και κάθε νύχτα ακόμα πιο κοντά του.

Μέχρι που χάθηκε η μάχη και όλα αυτά πέρασαν στο μυαλό του και έγινε το ολικό ρισέτ. Πίσω από την κουρτίνα παρατηρούσε, έβλεπε, περνούσαν τα λεπτά, οι ώρες, οι μέρες, ξημέρωνε, βράδυαζε, μα αυτό εκεί να τρυπάει τον εγκέφαλο. Σαν μια μακρινή ριπή από κάποιο σημείου του σύμπαντος, από άλλες διαστάσεις, τον έκανε να αντιληφθεί τη θέση του, το ποιος και το γιατί. Αυτή η πνευματική κόλαση τον άνδρωσε κατά έναν περίεργο τρόπο, ώστε να γυρίσει εκατό τοις εκατό, αντίθετα, στον τρόπο τους.

Το φυλακισμένο ζώο το ελευθέρωσε –δεν είχε νόημα να το κρατάει. Το άφησε να φύγει και να συναντήσει και αυτό, με τη σειρά του, ό,τι ήταν να συναντήσει.

 

a

 

Μια Παρασκευή άνοιξε την πόρτα και βγήκε έξω. Καλοντυμένος, όπως συνήθιζε να κάνει, με τα καλά του ρούχα και το άρωμά του. Διέσχισε την πόλη και τα στενά που είχε μάθει να αγαπά και έφθασε γρήγορα στον εκδοτικό. Ανέβηκε στο γραφείο του διευθυντή, αφού πριν χαιρέτισε και μίλησε εγκάρδια με εργαζόμενους, αλλά και διάφορους άλλους συγγραφείς που είχαν δουλειές μέρα μεσημέρι εκεί.

Ήταν περασμένες τέσσερεις πια, όταν βγήκε έξω, στην πόρτα στον κεντρικό δρόμο. Μπορούσε να καταλογίσει βεβαίως τις ευθύνες του στην ισχυρή αστυνομική δύναμη που είχε μαζευτεί απ’ έξω και περίμενε να σταματήσει ο σαματάς και το πιστολίδι που έπεφτε αβέρτα μέσα στο κτήριο εδώ και σχεδόν δυόμισι ώρες, από τότε δηλαδή που έντρομοι περαστικοί κατέγγειλαν αυτό που άκουγαν καθώς περνούσαν από κάτω.

Μερικά πτώματα είχαν πεταχτεί από τα παράθυρα, πεσμένα πάνω σε αμάξια, παραμορφωμένα και κατακρεουργημένα από τις ασημένιες λαμαρίνες. Οι τοίχοι και οι πίνακες αξίας είχαν καλυφθεί από ταπεινό αίμα. Τα πολύτιμα χαλιά χιλιάδων ετών είχαν πάνω τους το κόκκινο της απληστίας.