Σήμερα μάθαμε ότι το φετινό Νόμπελ Λογοτεχνίας το κέρδισε ο μεγάλος Bob Dylan. Αν δεν κάνω λάθος, είναι η πρώτη φορά που κάποιος από τον χώρο της μουσικής κερδίζει το…

Το Νόμπελ Λογοτεχνίας του Bob Dylan και η ομογενοποίηση της απόλαυσης του γραπτού λόγου

Σήμερα μάθαμε ότι το φετινό Νόμπελ Λογοτεχνίας το κέρδισε ο μεγάλος Bob Dylan. Αν δεν κάνω λάθος, είναι η πρώτη φορά που κάποιος από τον χώρο της μουσικής κερδίζει το βραβείο. Ο Dylan, βέβαια, δεν είναι ένας τυχαίος μουσικός∙ δεν είναι καν απλώς ένας από τους μεγάλους της Δυτικής μουσικής. Πρόκειται για έναν άνθρωπο που ενέπνευσε εκατομμύρια σε όλον τον πλανήτη, που η σημασία της μουσικής του ξεπέρασε τα όρια της τέχνης του, που συνδέθηκε με αρχετυπικές στιγμές του 20ού αιώνα, όπως τα κινήματα της δεκαετίας του 1960 σε ΗΠΑ και Ευρώπη.

Ο Dylan είναι από μόνος του μια εποχή, ένα συμπυκνωμένο zeitgeist. Οι στίχοι του είναι πράγματι υπέροχοι, αλλά η βράβευσή του έγκειται περισσότερο σε αυτή την πολιτισμική του σημασία, παρά στην «αντικειμενική» ποιότητα του έργου του (η οποία είναι ανυπέρβλητη, σε περίπτωση που κάποιος θεωρήσει ότι τον υποβαθμίζω μουσικά). Είναι ταυτόχρονα ένας Αμερικανός λαϊκός ήρωας και ένα παγκόσμιο σύμβολο του αιώνα που πέρασε.

bob-dylan-1300x630__artist-large

Με τη βράβευση του Ντύλαν με το Νόμπελ Λογοτεχνίας κατ’ αρχάς δίνεται μια πιο ποπ αύρα στον θεσμό και τονίζεται ότι λογοτεχνία δεν είναι μόνο τα Μεγάλα Μυθιστορήματα. Αυτό είναι από τη μια πλευρά πολύ θετικό, γιατί αναγνωρίζεται ότι έργα της ποπ κουλτούρας μπορούν να σταθούν πλάι σε έργα της υψηλής κουλτούρας, σε μια εποχή που αυτά τα όρια αμφισβητούνται όλο και περισσότερο (τουλάχιστον με την παλαιότερη λογική τους). Η διάδοση ενός έργου και η θέση που καταλαμβάνει στο μυαλό και στην καρδιά των ανθρώπων δεν μπορεί να παρά να είναι ένα από τα βασικά κριτήρια για να κριθεί ένα έργο.

Από την άλλη όμως, ήδη βλέπω στα σόσιαλ μύδια μια τάση χλευασμού της λογοτεχνίας συλλήβδην. Όχι της «παραδοσιακής» (ό,τι κι αν σημαίνει αυτό) λογοτεχνίας, αλλά της λογοτεχνίας ως μιας σνομπ ενασχόλησης που τίθεται απέναντι στον λαϊκό Dylan και στην αναγνώρισή του. Αυτό το σκεπτικό είναι τρομερά προβληματικό, γιατί συγκροτεί μια εικόνα του λογοτέχνη ως ενός συντηρητικού ανθρώπου που κλείνεται στο γραφείο του και περιμένει τη Μούσα να τον εμπνεύσει –τελευταία αυτή η εικόνα συμπυκνώνεται, μάλιστα, στην Κική Δημουλά και στις ξενοφοβικές της δηλώσεις.

Η λογοτεχνία βέβαια δεν έχει ανάγκη υπεράσπισης. Ωστόσο, για να γίνεται κουβέντα, μια γρήγορη ματιά στη λίστα των βραβευμένων με Νόμπελ Λογοτεχνίας δείχνει ότι η παραπάνω εικόνα είναι χοντροκομμένη και άδικη, απέχοντας πολύ λίγο από το απωθητικό σήμερα δόγμα του σοσιαλιστικού ρεαλισμού, σύμφωνα με το οποίο ο καλλιτέχνης όφειλε να ασχολείται μόνο με θέματα εμπνευσμένα από την κοινωνική πραγματικότητα και να διδάσκει. Η λίστα των βραβευμένων, λοιπόν, δεν περιλαμβάνει μόνο τον Τσώρτσιλ και τις ρήσεις του, αλλά και ανθρώπους όπως ο Gabriel García Márquez και ο José Saramago. Συγγραφείς όπως οι τελευταίοι μόνο ως κλεισμένοι στο γραφείο τους δεν μπορούν να κατηγορηθούν, έτσι δεν είναι;

Το σημαντικότερο στοιχείο της βράβευσης του Dylan όμως, είναι ότι δίνεται ώθηση σε μια παραδοχή που τώρα περισσότερο από ποτέ δεν πρέπει να ξεχνάμε: όλα είναι λόγος (κατά το Όλα είναι Δρόμος), ανεξάρτητα από το αν είναι πεζογραφία, ποίηση, επιστημονική εργασία, δοκίμιο, δημοσιογραφικό άρθρο, κόμικ, στίχοι κομματιού, σενάριο ταινίας, θεατρική παράσταση, στάτους στο Facebook, σύνθημα σε τοίχο.

Σε μια εποχή που έχουμε περισσότερη παραγωγή λόγου από οποιαδήποτε άλλη περίοδο της ανθρώπινης ιστορίας, τα κριτήριά μας θέλουν ανανέωση, θέλουν εστίαση σε νέες δομές, με βασική στόχευση την ποιότητα και την επιδραστικότητα ενός λόγου ανεξάρτητα (τηρουμένων των αναλογιών) αν είναι 1000 σελίδες ή 10 γραμμές.

Εκτός από τις μεγάλες αφηγήσεις πέθαναν και οι σταθερές φόρμες. Το μόνο που μετράει τελικά είναι αν αυτό που διαβάζεις καταφέρνει να σε κάνει να δεις τα πράγματα αλλιώς ή να σε συγκλονίσει σε διανοητικό και συναισθηματικό επίπεδο. Από αυτή την άποψη, η αναγνώριση του Dylan και σε αυτό το επίπεδο είναι η ιδανικότερη αρχή που μπορώ να φανταστώ σε μια νέα λογική ανάγνωσης και εσωτερίκευσης του γραπτού λόγου.