Πριν λίγες ημέρες επισκέφθηκε την χώρα μας ο –εντός ολίγων μηνών– απερχόμενος Πρόεδρος των ΗΠΑ, Μπαράκ Oμπάμα. Πέρα απ’ την καθεαυτή σημασία της επίσκεψης, μετά από 17 χρόνια, ενός ηγέτη…

Σκιαγραφώντας την επίσκεψη Ομπάμα και όσα αυτή προκάλεσε

Πριν λίγες ημέρες επισκέφθηκε την χώρα μας ο –εντός ολίγων μηνών– απερχόμενος Πρόεδρος των ΗΠΑ, Μπαράκ Oμπάμα. Πέρα απ’ την καθεαυτή σημασία της επίσκεψης, μετά από 17 χρόνια, ενός ηγέτη της παγκόσμιας στρατιωτικής υπερδύναμης, ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει ο τρόπος με τον οποίο αντέδρασε η ελληνική κοινωνία στη θέαση του συγκεκριμένου γεγονότος. Όπως συμβαίνει στην πλειοψηφία των ζητημάτων, ακούστηκαν πολλαπλές απόψεις, οι οποίες διέφεραν μεταξύ τους σχετικά με την ανάλυση της επίσκεψης του Αμερικανού προέδρου. Το κυριότερο δείγμα αυτού του φαινομένου σχετίζεται με την επιλογή του κάθε πολίτη να δώσει έμφαση στο ένα ή στο άλλο ζήτημα.

15139317_1186966491351637_976400667_n

Ορισμένοι επέλεξαν, αφού πρώτα εκθείασαν –σε βαθμό αγιοποίησης– τον Μπαράκ Ομπάμα για το ηγετικό του προφίλ και την επιτυχημένη του προεδρική θητεία, να εστιάσουν σε ζητήματα αισθητικής και έλλειψης ευγένειας του Έλληνα Πρωθυπουργού. Κοινή συνισταμένη στο συγκεκριμένο αφήγημα είναι η ανεπάρκεια του Αλέξη Τσίπρα να σταθεί αξιοπρεπώς στο πλάι του Αμερικανού προέδρου, ο οποίος και έχει το μονοπώλιο των καλών τρόπων και της (πολιτικά) ορθής συμπεριφοράς. Σε τέτοιου είδους αναλύσεις παρατηρείται μια σταθερή προσήλωση στην ιδέα που θέλει τη «Δύση» να δείχνει τον δρόμο της κουλτούρας και της ορθής συμπεριφοράς σε ζητήματα εικόνας και Διεθνών Σχέσεων. Επιπλέον, επιχειρείται η γελοιοποίηση ενός ιδιαίτερα σημαντικού ζητήματος, προς χάριν του τηλεοπτικού θεάματος και της συντήρησης του στερεοτύπου που θεωρεί ότι όποιος δεν τηρεί τις ενδεδειγμένες επικοινωνιακές νόρμες είναι πρωτογενώς ανάξιος να συζητήσει και να διαπραγματευθεί υψίστης σημασίας θέματα.

Μια άλλη ανάλυση εστίασε στη δεδομένα αξιοκατάκριτη προσωπικότητα του υψηλού μας προσκεκλημένου, θεωρώντας αδιανόητο κάποιος που υπηρετεί το αξίωμα του προέδρου των ΗΠΑ να εμφορείται από δημοκρατικές και προοδευτικές θέσεις. Συνήθως, συμπληρωματικά στη συγκεκριμένη γνώμη, διατυπωνόταν η άποψη ότι η απαγόρευση διαδηλώσεων διαμαρτυρίας την ημέρα άφιξης του Ομπάμα για λόγους ασφαλείας αποτελεί όνειδος για μια κυβέρνηση της Αριστεράς.Όσοι εκφράζουν τέτοιες αιτιάσεις αυτοαποκαλούνται –ως επί το πλείστον– αντιιμπεριαλιστές και θεωρούν ότι η εκάστοτε ελληνική κυβέρνηση οφείλει αφετηριακά να τηρεί εχθρική στάση απέναντι στις ιμπεριαλιστικές ΗΠΑ· ως εκ τούτου, η άφιξη του ξένου ηγέτη στη χώρα μας αποτελεί λόγο διαμαρτυρίας. Σ’ αυτό το σημείο αισθάνομαι την ανάγκη να διαχωρίσω το δύο φαινομενικά συγκλίνοντα ζητήματα.  Η απόλυτη επικράτηση του «θεσμού» έναντι του «προσώπου», όπως την ευαγγελίζονται οι εμφορούμενοι από αντιαμερικανικά αισθήματα, θεωρώ ότι εγείρει πολλά ζητήματα, καθώς αποκλείει κάθε περίπτωση διαφοροποίησης ενός προέδρου και άρα υπονοεί ότι, αν δεν αλλάξουν εκ βάθρων οι υφιστάμενοι θεσμοί, όλα θα μείνουν ίδια και απαράλλαχτα. Παρά τη μεγάλη σημασία που παίζουν οι ρόλοι τους οποίους κάθε φορά αναγκαζόμαστε να ενσαρκώσουμε, εκτιμώ ότι –ανεξαρτήτως θεσμών– η ύπαρξη διαφορών από πολιτικό σε πολιτικό είναι δυνατή. Επομένως, αντιλαμβανόμενος πλήρως την ιδιαίτερα ισχυρή επιρροή που διαδραματίζει ο κάθε θεσμός στην παραγωγή των αποφάσεων, πιστεύω ότι η γνώμη που περικλείεται στην φράση « όλοι το ίδιο είναι» αποτελεί υπεραπλούστευση και άρα είναι έντονα προβληματική.

laiki-enotita-poreia-athina-2

Σχετικά με την απαγόρευση των διαδηλώσεων, εκτιμώ ότι η συγκεκριμένη πρακτική κινείται σε αντιδημοκρατική κατεύθυνση, δημιουργώντας επικίνδυνα δεδικασμένα για το μέλλον. Η κατάλυση συνταγματικά κατοχυρωμένων δικαιωμάτων, προκειμένου να μηδενιστεί οποιαδήποτε πιθανότητα σοβαρών επεισοδίων ενέχει μέσα της την απόλυτη υποταγή στην έννοια της «ασφάλειας», αδιαφορώντας για τις πληγές που αυτή  επιφέρει στην έννοια της «ελευθερίας». Τέτοιου είδους πρακτικές έχουν χρησιμοποιηθεί κατά κόρον στο παρελθόν από δικτατορικές ή συντηρητικές κυβερνήσεις σε κοινοβουλευτικό πλαίσιο, παράγοντας κάθε φορά πόνο και βαρβαρότητα. Έτσι, χωρίς να προβαίνουμε σε λογικά άλματα του τύπου «Χούντα η συγκεκριμένη κυβέρνηση» και χωρίς να θεωρούμε τους βανδαλισμούς δημοσίων κτηρίων και πανεπιστημίων ως μία υγιή κατάσταση, οφείλουμε να προβληματιστούμε για ενέργειες που θίγουν τα δημοκρατικά κεκτημένα.

Πλάι στις προαναφερθείσες αφηγήσεις έρχεται και η κυβερνητική θεώρηση, η οποία, σε ομολογουμένως υπεραισιόδοξους τόνους , ισχυρίζεται ότι η επίσκεψη του ηγέτη των ΗΠΑ σηματοδότησε την αρχή της επίλυσης του πολυθρύλητου θέματος του ελληνικού χρέους. Χωρίς να υποτιμούμε τη σημασία των δηλώσεων του Αμερικανού προέδρου σχετικά με την αναγκαία ελάφρυνση του χρέους και τον επακόλουθο περιορισμό των πολιτικών λιτότητας, εκτιμώ ότι, απ’ τη μία, η επικείμενη ολοκλήρωση της θητείας Ομπάμα και απ’ την άλλη η μικρή οικονομική εμπλοκή των ΗΠΑ στο ελληνικό «ζήτημα» δεν αφήνουν ιδιαίτερα περιθώρια αισιοδοξίας για τη γρήγορη και αποτελεσματική διευθέτηση του ακανθώδους αυτού θέματος.

Ολοκληρώνοντας, καθίσταται φανερό, συζητώντας για την επίσκεψη Ομπάμα και τις αντιδράσεις που αυτή προκάλεσε, ότι εντέλει δεν είναι μόνο η «θεωρία» που δημιουργεί τα γεγονότα, αλλά πολλές φορές τα ίδια τα γεγονότα αυτονομούνται, παράγοντας, άλλοτε φανερά και άλλοτε υπόρρητα, νέες αφηγήσεις και ιδεολογίες.