Το 2016 ήταν, δίχως αμφιβολία, μια χρονιά που σημάδεψε την ποπ κουλτούρα, θέτοντας ένα δικό της τοπίο. Ιστορικά, συνδέθηκε με μελανές σελίδες. Η ανάδυση του Donald Trump ως προέδρου των…

Νοσταλγία, λύπη, νιχιλισμός: μια ανατομία των τάσεων του 2016

Το 2016 ήταν, δίχως αμφιβολία, μια χρονιά που σημάδεψε την ποπ κουλτούρα, θέτοντας ένα δικό της τοπίο. Ιστορικά, συνδέθηκε με μελανές σελίδες. Η ανάδυση του Donald Trump ως προέδρου των ΗΠΑ, οι συνεχείς θάνατοι μουσικών κι ηθοποιών, όπως ο David Bowie, ο Leonard Cohen κι ο Alan Rickman, το προσφυγικό ζήτημα, αυτά είναι μερικά δείγματα που άφησαν το στίγμα τους, δίνοντας την εικόνα του γρουσούζικου και δίσεκτου έτους. Μέσα σ’ αυτήν την περίοδο, το τοπίο της ποπ κουλτούρας χωρίστηκε σε τρεις τάσεις: τη νοσταλγία, τη λύπη και το νιχιλισμό.

Το χαρακτηριστικότερο δείγμα της κουλτούρας της νοσταλγίας είναι σαφώς η επιτυχία της σειράς Stranger Things. Τοποθετώντας τρία παιδιά σε μια επαρχιακή πόλη στις ΗΠΑ, βάζοντάς τα να λύσουν ένα μυστήριο, ξαναζωντανεύει τη δεκαετία του ’80 και τις αντίστοιχες ταινίες τρόμου. Είναι πολύ σημαντικό, σ’ αυτό το σημείο, να δούμε το ρόλο της παιδικής ηλικίας στη σειρά. Τα παιδιά που πρωταγωνιστούν κερδίζουν τις εντυπώσεις, όχι μόνο χάρη στην υποκριτική τους δεινότητα –αυτό που βλέπει ο θεατής σ’ αυτά είναι η περιπέτεια που ήθελε να ζήσει ως παιδί, κοιτάζοντας τότε με λαμπερά μάτια την οθόνη, όταν έπαιζε αντίστοιχες ταινίες σε βιντεοκασσέτα. Πρόκειται για ένα αίσθημα που δεν αγγίζει μόνο όσους υπήρξαν παιδιά στα ‘80s και στα ‘90s –το Stranger Things προσφέρει μια καλογραμμένη, καλογυρισμένη, ανώδυνη σχεδόν, περιπέτεια, μια ελκυστική εμπειρία στο θεατή, με το να τον τοποθετεί σ’ ένα στοιχείο νοσταλγικό κι οικείο και να πραγματοποιεί τις επιθυμίες του.

Στη σφαίρα της νοσταλγίας εντάσσεται κι η εξίσου μεγάλη επιτυχία της εφαρμογής Pokemon Go. Με τη λογική «Pokemon in real life», καλεί τον παίκτη να πιάσει Pokemon στην αληθινή ζωή. Όπως πολλές τεχνολογικές εφαρμογές, έτσι και το Pokemon Go αποτέλεσε αντικείμενο ηθικού πανικού, με τις θεωρίες επιδράσεων να στρέφονται εναντίον του, αφήνοντας το γνωστό σύνθημα του «η τεχνολογία αποβλακώνει». Όμως, αυτό που έκανε δεν ήταν άλλο από το να γίνεται όλο και πιο δημοφιλής, φέρνοντας τη δεκαετία του ’90 στο προσκήνιο.

Τέλος, δεν θα μπορούσε να λείψει η συμμετοχή της μουσικής σκηνής σ’ αυτήν την κουλτούρα. Η urban μουσική της δεκαετίας του ’90 κι η ‘80s synthpop είναι μόνο μικρά δείγματα αυτής της κουλτούρας. Μεγαλύτερη αίσθηση έκανε η έκρηξη της pop punk, που τη σημαδότησε το επιτυχές comeback των Blink-182. Παράλληλα, στην underground σκηνή, η emo κι η skate punk, τάσεις αρρηκτά συνδεδεμένες με τα μέσα της δεκαετίας των ‘00s, κέρδισαν την προσοχή με αντίστοιχα συγκροτήματα, όπως οι PUP κι οι Joyce Manor. Ακόμα και τα μεγάλα ονόματα χρησιμοποιήσαν τη νοσταλγία ως όπλο για το comeback τους· οι Red Hot Chili Peppers κι οι Green Day το πέτυχαν στους πρόσφατους δίσκους τους. Συνθέτουν έτσι μια μουσική εφηβική, που φέρει τις αναμνήσεις της ακμής, των skates και του teen angst.

Η εμφάνιση της κουλτούρας της νοσταλγίας είναι μια απάντηση σ’αυτήν της λύπης, όπως και του νιχιλισμού. Δίνει μια φωτεινή πλευρά, πιο ξέγνοιαστη από τη γενικότερη τάση της λύπης, αλλά και του νιχιλισμού. Σελίδες όπως το «Sad Screenshots Out Of Context» και το «Nihilist Memes», κυριαρχούν στο ίντερνετ. Η τάση των memes αυτών είναι μια αθόρυβη, αλλά καθοριστική δύναμη στη σφαίρα αυτή.

Αν, όμως, θέλουμε να εξετάσουμε τις δυο αυτές κουλτούρες, θα πρέπει να τις δούμε σε συνάρτηση με το θέμα του κυνηγιού της ευτυχίας και, πιο συγκεκριμένα, με δείγμα τη θρυλική πλέον σειρά Bojack Horseman. Ο Bojack Horseman είναι ένας πρώην πρωταγωνιστής επιτυχημένου sitcom, κολλημένος στην επιτυχία του αυτή, που ψάχνει να βρει την ευτυχία, για να διαλύσει τη θλίψη στη ζωή του. Τα θέματα έτσι της λύπης και της τάσης του μηδενισμού των πάντων παρίστανται στη σειρά. Η ανθρώπινη ζωή παρουσιάζεται μέσα από τους διαλόγους των ηρώων ως μια μαύρη τελεία στο σύμπαν κι η ευτυχία ως μια προσωπική υπόθεση. Έτσι, τόσο ο Bojack, όσο κι οι υπόλοιποι χαρακτήρες, δεν είναι παρά θύματα των επιλογών τους.

Θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο Bojack είναι ο καταλληλότερος συμβολισμός της δυσφορίας του νεοφιλελεύθερου υποκειμένου. Το νεοφιλελεύθερο υποκείμενο καλείται να δημιουργήσει τη μοίρα του, να καταστεί υπεύθυνό της και να κάνει τις σωστές επιλογές, με στόχο την προσωπική ευτυχία του και την επαγγελματική του επιτυχία. Οι ελευθερίες που του δίνονται δεν είναι, ωστόσο, ουσιαστικές: ζει σ’ ένα καπιταλιστικό σύστημα, με απώτερο στόχο την παραγωγικότητα και τη συμμετοχή στην καταναλωτική κουλτούρα, οπότε οι επιλογές του πρέπει να έχουν αυτήν την κατεύθυνση. Ο περιορισμός αυτός, μαζί με τη βαρύτητα της ευθύνης του, οδηγούν σε αισθήματα θλίψης και σε νιχιλιστικές σκέψεις.

Η δυσφορία του νεοφιλελεύθερου υποκειμένου είναι κάτι που εμφανίζεται όσο προχωράει η ενηλικίωση κι εντείνεται το κυνήγι της ευτυχίας, ως καθαρά πλέον ατομική υπόθεση, αποτυπώνοντας τη θλίψη και το χάος της ηλικίας αυτής. Για το σημείο αυτό μιλάνε οι Car Seat Headrest στο δίσκο τους, «Teens Of Denial». Ο έφηβος πρωταγωνιστής του δίσκου, ο Joey, δοκιμάζει αλκοόλ, ναρκωτικά κι αποβάλλεται από το σχολείο του, με τον τραγουδιστή να διηγείται την ιστορία του και να συνειδητοποιεί ότι δεν απέχει και πολύ από τον Joey. Η αποστολή της ατομικής ευθύνης πέφτει στο κενό.

Ο θρυμματισμός των αξιών του νεοφιλελευθερισμού, η αστάθεια, η αποτυχία, όλα οδηγούν στη νοσταλγία μιας καλύτερης εποχής. Κι ενώ αυτά μας φαίνονται πρωτόγνωρα, δεν είναι. Η κύρια κατεύθυνση της νοσταλγίας είναι τα ‘90s κι αυτό δεν είναι τυχαίο, γιατί η Αμερική των ‘90s δεν απέχει από τη δική μας εποχή –είτε μιλάμε για τις φωτεινές είτε για τις σκοτεινές της πλευρές. Η παιδική κι η εφηβική ηλικία ως αντικείμενα νοσταλγίας υποδηλώνουν  τον φόβο για την ενηλικίωση –και τα συμπεράσματά της για την κοινωνία. Έργα, όπως το «Generation X: Tales For An Accelerated Culture» του Douglas Coupland, δίνουν μια πολύ καλή περιγραφή της κατάρρευσης του αμερικάνικου ονείρου, του καταναλωτισμού και της δυσφορίας των νέων –ιδίως αυτών που βρίσκονται χαμηλά ταξικά– και δεν αφήνουν αμφιβολία για τον λόγο επιστροφής στα ‘90s.

Το 2016, λοιπόν, ήταν μια διδακτική χρονιά, γιατί παρουσίασε σ’ όλο το εύρος της την προβληματική της εποχής και σήμανε μέσα από τις τάσεις της ποπ κουλτούρας ότι «κάτι δεν πάει καλά». Η νοσταλγία δίνεται ως αντίδοτο στη συστημική πολυπλοκότητα της εποχής. Για τον λόγο αυτό αξίζει να επεξεργαστούμε τα σήματα του 2016: είναι αυτά που θα μας δώσουν ένα εργαλείο εξέτασης απέναντι σ’ ό,τι θ’ ακολουθήσει το 2017.