Το 1948, στη Χιλή του Ψυχρού Πολέμου, ο Γερουσιαστής Πάμπλο Νερούδα (Luis Gnecco) κατηγορεί την κυβέρνηση ότι προδίδει το Κομμουνιστικό Κόμμα, γεγονός που προκαλεί την αντίδραση του Προέδρου Γκονζάλες Βιντέλα…

JumpCut 33: Νερούδα

Το 1948, στη Χιλή του Ψυχρού Πολέμου, ο Γερουσιαστής Πάμπλο Νερούδα (Luis Gnecco) κατηγορεί την κυβέρνηση ότι προδίδει το Κομμουνιστικό Κόμμα, γεγονός που προκαλεί την αντίδραση του Προέδρου Γκονζάλες Βιντέλα (Alfredo Castro). Ο αστυνομικός Όσκαρ Πελουτσονάου (Gael Garcia Bernal) έχει αναλάβει να συλλάβει τον ποιητή.

Ο Νερούδα προσπαθεί να διαφύγει από τη χώρα με τη γυναίκα του, τη ζωγράφο Ντέλια Ντελ Καρίλ, αλλά αναγκάζονται τελικά να κρυφτούν. Εμπνευσμένος από τα δραματικά γεγονότα της νέας του ζωής, ως φυγάς, ο Νερούδα γράφει την επική ποιητική συλλογή του «Canto General». Εντωμεταξύ, στην Ευρώπη, ο θρύλος του κυνηγημένου από την αστυνομία ποιητή μεγαλώνει και οι καλλιτέχνες με επικεφαλής τον Πάμπλο Πικάσο κραυγάζουν για την ελευθερία του Νερούδα.

 

 

Ο Πάμπλο Λαραΐν συνεχίζει να οικοδομεί μια φιλμογραφία, η οποία βασίζεται στον πειραματισμό με τα κινηματογραφικά είδη. Φέτος, έχει κάνει αίσθηση με τις δύο «βιογραφίες» που σκηνοθέτησε: το Jackie και το Νερούδα. Τα εισαγωγικά οφείλονται στο γεγονός ότι οι συγκεκριμένες βιογραφίες δεν πατούν στους κανόνες του είδους, αλλά διαμορφώνονται μέσα στο περίεργο και ιδιαίτερο στυλιστικό, θεματικό και καλλιτεχνικό όραμα του Χιλιανού δημιουργού.

Το Νερούδα δεν είναι ένα πορτρέτο του Χιλιανού ποιητή, αλλά μια επινοημένη βιογραφία γύρω από το γεγονός της δίωξής του λόγω των πολιτικών πεποιθήσεών του. Η πολυσχιδής προσωπικότητα του  καλλιτέχνη δεν θα χωρούσε σε μια τυπική βιογραφία για τη ζωή και το έργο του. Αντίθετα, το φιλμ στήνεται ως μια ιστορία καταδίωξης και μυστηρίου, σαν κι αυτές που λάτρευε να διαβάζει ο ίδιος, όπου οι γρήγορες εναλλαγές και η εξέλιξη των χαρακτήρων δίνουν τον τόνο. Όπως είπε και ο Λαραΐν:« Φτιάξαμε ένα νερουδιακό (sic) φιλμ κι όχι ένα φιλμ για τον Νερούδα».

 

 

Σ’ αυτό το ιδιότυπο ανθρωποκυνηγητό που στήνεται για τη σύλληψη του, ο ποιητής βρίσκει την ευκαιρία να επανεφεύρει τον εαυτό του. «Παίζει» μαζί του, αφήνοντας προσχεδιασμένα στοιχεία, κάνοντας πιο έντονο και επικίνδυνο το παιχνίδι γάτας και ποντικιού.  Σε αυτή την ιστορία του διωκόμενου ποιητή και του αδιάλλακτου αντιπάλου του, ο Νερούδα αναγνωρίζει την ευκαιρία να γίνει τόσο ένα σύμβολο για την ελευθερία, όσο και θρύλος της λογοτεχνίας.

Ο Χιλιανός σκηνοθέτης τολμά και ψηλαφίζει τα στυλιστικά του όρια φτιάχνοντας μια ταινία γεμάτη ζωή, πολύ περίεργη, με περισσότερες ερωτήσεις παρά απαντήσεις αλλά γεμάτη πρωτοτυπία και ομορφιά αποκαλύπτοντας την καλλιτεχνική του ιδιοφυΐα σε όσους παρακολουθούν την πορεία του όλα αυτά τα χρόνια.

Άλλωστε, από την τριλογία του για το πινοτσετικό καθεστώς (Tony Manero, Post Mortem, No), o Λαραΐν διακρίνεται για τον τρόπο που διαβάζει την ιστορία της πατρίδας του, εστιάζοντας τον φακό του όχι τόσο στα κεντρικά πολιτικά πρόσωπα, αλλά στις παρυφές του κοινωνικού σώματος και στους περιθωριοποιημένους, οι οποίοι καταπιέζονται από τις εκάστοτε πολιτικές αποφάσεις. Όμως δεν τους καθαγιάζει ούτε τους εξαγνίζει. Τους προτάσσει, καθιστώντας τους σύμβολα αντίδρασης μέσα από την καθημερινότητά τους και τις πράξεις τους –ενεργητικές ή παθητικές– έναντι στο καθεστώς που αναγνωρίζεται σε όλους τους θεσμούς του κράτους. Κριτικάρει μια κοινωνία που εξέθρεψε μια πολύχρονη δικτατορία, ιστορικοποιώντας αυτό το χρονικό διάστημα μέσω του αποτυπώματός του στη σύγχρονη Χιλή.

 

 

Η περίεργη αφηγηματική δομή της ταινίας συμπληρώνεται από ιλιγγιώδεις ρυθμούς και εξαιρετικές ερμηνείες από τον Μπερνάλ και τον Γκνέκο. Η πορεία της θα θολώσει τα όρια ανάμεσα στον κυνηγό και τον κυνηγημένο και το παιχνίδι ανάμεσα τους θα ολοκληρωθεί στο τέλος, αφήνοντάς μας με μια αίσθηση απορίας, αλλά και θαυμασμού.  Τη σύλληψη της αίσθησης της πραγματικής ζωής που θα λεγε και ο Λαραΐν.

Όπως έχω ήδη γράψει, το Νερούδα ανήκει στις αγαπημένες μου ταινίες για το 2016. Άλλο ένα επίτευγμα στην καριέρα του Χιλιανού σκηνοθέτη ο οποίος στέλνει ένα ερωτικό γράμμα στην ίδια τη σύλληψη της μυθοπλασίας και καταδύεται στην πολυτάραχη δεκαετία του 1940,  κινούμενος στα καλλιτεχνικά βήματα που ο ίδιος έχει εφεύρει για τον εαυτό του.