Σκηνοθεσία: Νίκολας Ρεγκ Παίζουν: Ντόναλντ Σάδερλαντ, Τζούλι Κρίστι Διάρκεια: 110’ Μεταφρασμένος τίτλος: «Μετά τα μεσάνυχτα» Πολύ συχνά, η αίσθηση μίας διαρκούς, υποβόσκουσας και ανεξακρίβωτης απειλής, η οποία αιωρείται ως δαμόκλειος…

Cinedogs: Don’t Look Now (1973)

Σκηνοθεσία: Νίκολας Ρεγκ

Παίζουν: Ντόναλντ Σάδερλαντ, Τζούλι Κρίστι

Διάρκεια: 110’

Μεταφρασμένος τίτλος: «Μετά τα μεσάνυχτα»

Πολύ συχνά, η αίσθηση μίας διαρκούς, υποβόσκουσας και ανεξακρίβωτης απειλής, η οποία αιωρείται ως δαμόκλειος σπάθη πάνω από τους ήρωες, μπορεί αποδειχθεί άκρως αποτελεσματικότερη σε παραγωγή τρόμου σε σύγκριση με μία εμφανή και συγκεκριμένη απεικόνισή του. Ο Nicolas Roeg μας χαρίζει ένα αριστουργηματικό αντιπροσωπευτικό παράδειγμα σπάνιας οπτικής ομορφιάς, με το Don’t Look Now, βασισμένο στο ομότιτλο διήγημα της Daphne du Maurier.

Από τα πρώτα κιόλας λεπτά η αθωότητα και η γαλήνη εξαφανίζονται βίαια από τη ζωή της Laura (Julie Christie) και του συζύγου της John (Donald Sutherland), ο οποίος διαισθάνεται μυστηριωδώς τον επικείμενο θάνατο της κόρης τους, δίχως να μπορέσει να τον αποτρέψει. Προτού συνέλθουμε από την πρώτη δόση φρίκης και αναστάτωσης μεταφερόμαστε στη Βενετία, μία μετάβαση απότομη αλλά διόλου άγαρμπα αποτυπωμένη. Μέχρι τέλους εξάλλου, η εναλλαγή πλάνων, χώρων, διαθέσεων και ρυθμών, γίνεται μαεστρικά, αναγκάζοντάς μας ακόμη και σε στιγμές απόλυτης νηνεμίας να αναμένουμε την ένταση και ως εκ τούτου να εξαλείφεται κάθε έννοια εφησυχασμού. Με αποκορύφωμα αυτής της έξοχης χρήσης του μοντάζ στην ερωτική σκηνή, υψηλότατης αισθητικής, με το ζευγάρι και εκτός κινηματογραφικού πλατό Sutherland – Christie να απογειώνει τον κινηματογραφικό ερωτισμό, αλλά κυριότερα, να αποδίδει την κυκλικότητα τις δίνης του χρόνου: ό,τι βλέπουμε ως αυθόρμητο πάθος της στιγμής έχει ήδη μετατραπεί σε ανάμνηση που έχει φθίνει σιγά σιγά. Ό,τι έχουμε βιώσει ως ευτυχία του τώρα είναι ήδη υποταγμένο στη φθορά μίας συνήθειας, όπως το ντύσιμο για μια βραδινή έξοδο.

O λόγος και η πρόφαση αυτού του ταξιδιού, με τη μάλλον προδιαγεγραμμένη πορεία, είναι η αναστήλωση μίας εκκλησίας, όπως ακριβώς το ζεύγος προσπαθεί να αναστηλώσει τη, διαταραγμένη μετά την τραγωδία, σχέση του. Η Βενετία κατέχει ευθύς εξαρχής πρωταγωνιστικό ρόλο, καθώς αποκαλύπτεται σταδιακά ως τόπος συνεύρεσης ζωντανών και νεκρών, οι οποίοι περιπλανώνται όχι απαραίτητα για να στοιχειώσουν αλλά πιθανώς και για να προστατέψουν. Η υγρασία, η ομίχλη που καλύπτει τα πάντα και τα αναρίθμητα αδιέξοδα στενάκια της πόλης αναπαριστούν το λαβύρινθο που μεθοδικά χτίζεται στο ανθρώπινο μυαλό και σφραγίζει όλες τις πιθανές εξόδους. Σε αυτό το γκρίζο και συσκοτισμένο φόντο, το  χρώμα αποκτά μία εξέχουσα συμβολική σημασία, φορέας και διαρκής υπενθύμιση της θλίψης, προάγγελος κακών μαντάτων, γέφυρα σύζευξης όσων έχουν χαθεί και όσων τους αναζητούν.

Η σκέψη της τραγικής απώλειας ουδέποτε απωθείται, είναι μονίμως και παρούσα σε δεύτερο πλάνο και επίπεδο και η ελπίδα συνεύρεσης αρχίζει ολοένα και πιο έντονα να ριζώνει στον τσακισμένο ψυχισμό. Αυτή η βασανιστική αγωνία, η αίσθηση ενός ανολοκλήρωτου τέλους όπου δεν έχει πει ακόμη ειπωθεί η τελευταία λέξη, αποτυπώνεται σε σκόρπια αντικείμενα, όπως στην τσάντα και τις μπότες της Laura ή ακόμη και στη ζυγαριά στο δωμάτιο του ξενοδοχείου, όλα κατακόκκινου χρώματος, όπως ακριβώς και το αδιάβροχο που φορούσε το μικρό κορίτσι τη μοιραία ημέρα. Η κυριότερη όμως εισβολή του κόκκινου χρώματος είναι μία φιγούρα μικρών διαστάσεων με ένα ανατριχιαστικά όμοιο αδιάβροχο, η οποία στέκει πάντα σε μακρινή απόσταση, για χρόνο αρκετό ώστε να γίνει αντιληπτή αλλά ελάχιστο για να καταστεί προσβάσιμη. Μία φευγαλέα λάμψη που ακροβατεί ανάμεσα στο φόβο της τρέλας και την πίστη σε ένα θαύμα, μία στιγμή που διαρκεί όσο μία αιωνιότητα, μία πρόσκληση απειλητική και καλοδεχούμενη, εν πάση περιπτώσει ένα αίνιγμα που κραυγάζει για αποκωδικοποίηση.

Η αλήθεια λοιπόν αποκαλύπτεται σταδιακά και για να κατακτηθεί, ο φέρων το χρίσμα πρέπει να συλλέξει κάθε φορά το ψήγμα της, το οποίο του φανερώνεται ευλαβικά και να το τοποθετήσει κατάλληλα, όπως ακριβώς στο ψηφιδωτό που αναστηλώνει. Στην πορεία αυτή καταργούνται όλοι οι ως τότε γνωστοί σύμμαχοι, αφού κανένα αξιακό σύστημα, ούτε αυτό της λογικής ούτε αυτό της θρησκείας, κρίνεται επαρκές, ενώ απαραίτητη προϋπόθεση είναι να μην αγνοηθούν τα προειδοποιητικά σήματα κινδύνου. Εν τέλει, αποδεικνύεται πως ο δίαυλος της επικοινωνίας που έχει προσφερθεί έχει διττή όψη. Μπορεί να αποδειχθεί εξίσου κατάρα, όσο και χάρισμα.