Αναμφίβολα το αποτέλεσμα του πρώτου γύρου των Γαλλικών εκλογών, δεν έπεσε ως «κεραυνός εν αιθρία». Αντίθετα, επιβεβαίωσε μια ευρύτερη τάση, η οποία πλέον έχει υπερβεί κατά πολύ την Ευρώπη. Αναφέρομαι…

Γαλλικές εκλογές: Τα όρια της λιγότερο κακής επιλογής

Αναμφίβολα το αποτέλεσμα του πρώτου γύρου των Γαλλικών εκλογών, δεν έπεσε ως «κεραυνός εν αιθρία». Αντίθετα, επιβεβαίωσε μια ευρύτερη τάση, η οποία πλέον έχει υπερβεί κατά πολύ την Ευρώπη. Αναφέρομαι κατά βάση στην παρακμή και αποδυνάμωση των παραδοσιακών κομμάτων η οποία -όπως και σε άλλες περιπτώσεις, έτσι και εδώ- ακολουθείται από την αναζωπύρωση των Εθνικισμών και την άνοδο των Ακροδεξιών κομμάτων, καθιστώντας παράλληλα μια de facto κανονικοποίηση -αν όχι και αποδοχή- της παρουσίας της Ακροδεξιάς στη διεκδίκηση του κορυφαίου πολιτειακού αξιώματος. Τέτοιες στιγμές, αν κάτι παρουσιάζει ενδιαφέρον, είναι μια αναδρομή στη βάση του «πώς φτάσαμε εδώ;».

Από πού να ξεκινήσει κανείς; Από τα συνεχώς αυξανόμενα τρομοκρατικά χτυπήματα που έχουν δημιουργήσει ένα καθεστώς διαρκούς ανασφάλειας αλλά και ξενοφοβικές αντιδράσεις; Από την εμπλοκή της Γαλλικής πολιτικής ελίτ σε σκάνδαλα ποικίλου περιεχομένου που αγγίζουν από υψηλόβαθμους αξιωματούχους έως και Προέδρους της Δημοκρατίας της ( ΣιράκΦιγιόνΟλάντΣτρος Καν); Από την απομείωση της Γαλλικής επιρροής;  Ή στην καταβύθιση στην Ευρωπαϊκή κρίση και λιτότητα που -πέρα από τα προφανή- έχει καταστήσει τη Γαλλία πρακτικά αναξιόπιστη ως προς τη συγκρότηση άξονα που θα άμβλυνε τη γερμανική πολιτική.

Κάπως έτσι φτάνουμε στο δίπολο του δευτέρου γύρου  Λεπέν – Μακρόν, μέσω του οποίου μπορεί να γίνει μια αναγωγή στο «πολυφορεμένο» -κατά τα τελευταία χρόνια- διπόλο «εντός – εκτός Ε.Ε». Από τη μία η Λεπέν αμβλύνοντας επικοινωνιακά τις ακρότητες του παρελθόντος της και πετυχαίνοντας τελικά σε μεγάλο βαθμό την κοινωνική αποδοχή και κανονικοποίηση της υποψηφιότητάς της κατάφερε να διευρύνει το ακροατήριο της και να αρθρώσει έναν δήθεν «πειστικό» αντίλογο σε «αυτά που μας έφταασν εδώ», ερχόμενη με μια ατζέντα κατά της πολυπολιτισμικότητας, της παγκοσμιοποίησης και υπέρ ενός νέου οικονομικού εθνικισμού.

Από την άλλη, ο σοσιαλφιλελεύθερος Μακρόν, προερχόμενος από την ίδια πολιτική ελίτ που κυβερνούσε  τη Γαλλία διαδοχικά τα τελευταία χρόνια, και όντας πολυπροβεβλημένος ως το «νέο και άφθαρτο»,  κατά την προεκλογική περίοδο από τα Μ.Μ.Ε., έρχεται να καλύψει το κενό που άφησαν τα παραδοσιακά κόμματα εξουσίας των Αμόν και Φιγιόν, δείχνοντας καθαρά σημάδια προς τη διατήρηση και συνέχεια της Ε.Ε., καλύπτοντας το χώρο που σχηματικά εδώ ονομάστηκε «Ακραίο Κέντρο». Εάν κάτι πάντως φαντάζει με μια πρώτη ανάγνωση προβληματικό και προφανές με το Μακρόν, αυτό είναι η απουσία μιας βαθιάς γραμμής – τομής που θα διαχωρίσει την πολιτική του από τις πολιτικές του παρελθόντος.

Είναι φανερό ότι, η παραπάνω θεώρηση παρουσιάζει τη συγκρότηση ενός πραγματικού αδιέξοδου διλήμματος το οποίο εγκλωβίζει ένα μεγάλο προοδευτικό και Αριστερό κομμάτι του Γαλλικού λαού σε καταναγκαστικές επιλογές που δεν τον εκφράζουν. Διλήμματα που άλλωστε οφείλουμε να θυμόμαστε ότι τείνουν να δημιουργούν οι Προεδρικές Δημοκρατίες και τα εκλογικά τους συστήματα. Πρακτικά φέρνει στο προσκήνιο για άλλη μια φορά τη λογική του «Παν μη χείρον βέλτιστον»  η οποία προκρίνει την επιλογή του λιγότερο κακού υποψηφίου εμπεριέχοντας  όμως και την οξύμωρη συνειδητοποίηση του ότι οι κατά τόπους Μακρόν, παράγουν τις κατά τόπους Λεπέν, μέσω της οικονομικής πολιτικής που ασκούν, δημιουργώντας έναν ατέρμονο δυστοπικό κύκλο ο οποίος με κάθε βεβαιότητα μειώνει κατά πολύ κάθε ορίζοντα προσδοκιών.

 Παρόλα αυτά πραγματικό δίλημμα δεν υπάρχει και δεν πρόκειται να υπάρξει. Η Λεπέν χωρίς καμία αμφιβολία δεν είναι ο άφθαρτος φορέας του διαφορετικού, ο οποίος εναντιώνεται στις πολιτικές των ελίτ. Εγγράφεται σε μια συγκεκριμένη πολιτική παράδοση «αντίδρασης» με συγκεκριμένες αφετηρίες -μεταξύ αυτών και το φλερτ με την άρνηση του Ολοκαυτώματος – κάτι που μάλλον δεν είναι άξιο προσοχής από τον Μελανσόν, συγκεκριμένους συμβολισμούς και συγκεκριμένα όρια. Αποτελεί εκείνον τον φορέα που εκμεταλλευόμενο τα ήδη υπάρχοντα αδιέξοδα έρχεται να προσθέσει νέα, κατά πολύ χειρότερα για μεγάλο κομμάτι του Γαλλικού λαού, κυρίως για το πιο αδύναμο και ανυπεράσπιστο.

Αν και, η γαλλική κοινοβουλευτική και Δημοκρατική παράδοση, σε συνδυασμό με τις παρούσες εκτιμήσεις, πολύ δύσκολα θα οδηγούσαν στην εκλογή της Λεπέν, η ζημιά πιθανότατα έχει ήδη γίνει. Αφενός τα περιθώρια κινήσεων του Μακρόν είναι ήδη περιορισμένα, όπως και οι δυνατότητες του να αφήσει σημαντικό διαφοροποιητικό στίγμα είναι ελάχιστες. Ειδικά αν συνυπολογίσουμε τις αναγκαίες συμμαχίες που θα κληθεί να συγκροτήσει στις επερχόμενες βουλευτικές εκλογές, αλλά και τη μεγάλη δυσκαμψία που έχει επιδείξει η Ε.Ε. στα οικονομικά ζητήματα. Ενώ αφετέρου, οι χλιαρές αντιδράσεις προς τη Λεπέν, εν αντιθέσει  αφενός με αυτές προς τον Λεπέν το 2002, και αφετέρου με το ευρύτερο κλίμα ανοχής προς στην Ακροδεξιά μάλλον καταδεικνύουν ότι η προαναφερθείσα κανονικοποίηση έχει επιτευχθεί, με τη Λεπέν και το κόμμα της – όποιο όνομα και να έχει τότε -ακολουθώντας τη μοίρα των Ακροδεξιών αναδιπλώσεων στο δρόμο προς την εξουσία- να είναι μια πραγματική απειλή για το 2022. Άλλωστε, που βρίσκονται τελικά τα όρια στη λογική του λιγότερου κακού;