Γιάννης Σμοΐλης Είναι γνωστό: το σινεμά αποτελεί, πριν και πάνω απ’ όλα, μυθολογία, μια σύγχρονη μορφή μυθολογίας για τις μετανεοτερικές κοινωνίες μας που στερούνται αρχετυπικού μύθου. Μας είπαν ότι ο…

The «Alien» Legacy: Aπό το «Alien» (1979) στο «Covenant» (2017)

Γιάννης Σμοΐλης

Είναι γνωστό: το σινεμά αποτελεί, πριν και πάνω απ’ όλα, μυθολογία, μια σύγχρονη μορφή μυθολογίας για τις μετανεοτερικές κοινωνίες μας που στερούνται αρχετυπικού μύθου. Μας είπαν ότι ο μύθος είναι το όχημα το οποίο μεταδίδει τις συγκεκριμένες αλήθειες της κοινωνίας που τον δημιουργεί, κι αυτό σίγουρα ισχύει, αλλά πολύ μεγαλύτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι απ’ τη στιγμή που η ανθρωπότητα διασχίζει το κατώφλι απ’ τον Μύθο στον Λόγο, και περνάει ουσιαστικά στη φάση της Ιστορίας, κάθε επιστροφή του μύθου, έρχεται όπως η επιστροφή ενός απωθημένου. Κάτι επώδυνο ζητά να εκφραστεί, κάτι που ο Λόγος έχει αποκλείσει, κι αφού δεν υπάρχει τρόπος αυτή η αποκλεισμένη αλήθεια να διατυπωθεί με τη γλώσσα του Λόγου, ο μύθος της παρέχει τα εκφραστικά μέσα.

Ο Λόγος έχει ανάγκη τον Μύθο, και πολλές φορές τον χρησιμοποιεί για να γίνει πιο κατανοητός (θυμηθείτε, για παράδειγμα, το Σπήλαιο του Πλάτωνα, τον φόνο του αρχέγονου πατέρα στον Φρόυντ ή τις παραβολές του Ζαρατούστρα, στον Νίτσε), αλλά σπάνια το παραδέχεται, η παρουσία του μύθου εντός του πολιτισμού οφείλει να είναι διακριτική και να ενδύεται μια όψη «διασκεδαστική», προκειμένου να μην προκαλούν ανησυχία οι τρομακτικές αλήθειες του. Ο κινηματογράφος, παίζει συχνά αυτόν τον ρόλο του δούρειου ίππου, και με πρόσχημα την ψυχαγωγική του λειτουργία, επιτρέπει στον μύθο να οργανώσει, ξανά, την επιστροφή του πολιτισμικού απωθημένου –γι’ αυτό είναι μια θεσπέσια νέα μυθολογία.

Μέσα στο μεγάλο μυθολογικό πλαίσιο του σινεμά, όμως, προκύπτουν κι άλλες, επιμέρους μυθολογίες, όπως αυτή του Alien franchise, μια εκ των ωραιότερων, και πιο πλούσιων σημειολογικά, που μας έχει δώσει ο μοντέρνος κινηματογράφος. Μιλώντας με αυστηρά κινηματογραφικά κριτήρια, όλες οι ταινίες του franchise δεν υπήρξαν το ίδιο σημαντικές –ή τουλάχιστον αυτή η άποψη έχει επικρατήσει μεταξύ κριτικών και σινεφίλ. Ιδωμένες, όμως, ως σύνολο, ως κομμάτια του μύθου που συγκροτούν, καθεμιά έχει κάτι πολύ σημαντικό να πει για να εξελίξει μια προβληματική εντός της οποίας συνυπάρχουν φιλοσοφία και ψυχανάλυση.

Δεν υπάρχει λόγος να σταθούμε στα πραγματολογικά δεδομένα ή να προβούμε σε μια ιστορική περιγραφή γεμάτη από ανεκδοτολογικά στοιχεία για το πώς ξεκίνησε όλο αυτό, τι ριζοσπαστικό έκανε ο Σκοτ με την αφήγησή του, πού το πήγε εν συνεχεία ο Κάμερον σε επίπεδο φόρμας και μαζικότερης απεύθυνσης του μύθου, πώς προσπάθησε ο Φίντσερ να γυρίσει την ηθικοαισθητική λογική στις απαρχές της ή γιατί ο Ζενέ αποφάσισε να μεταγγίσει τις ευρωπαϊκές, καλλιτεχνικές ανησυχίες του σ’ ένα project που δεν είχε την παραμικρή ανάγκη να «βαρύνει» περισσότερο, γιατί ήταν εξαρχής αρκετά πυκνό σε σύμβολα. Όλο αυτά θα τα διαβάσετε ή τα έχετε διαβάσει ήδη σε δεκάδες άρθρα. Σκοπός αυτού του κειμένου είναι να καταδείξει γιατί το Alien: Covenant είναι μια συνεπής (μαζί με τον, αδίκως κατακρεουργημένο απ’ την κριτική, Προμηθέα), συνέχεια στον μύθο του Alien, και πώς με την τελευταία ταινία του Σκοτ, τα πράγματα μπαίνουν στη θέση τους, συναντούν διαλεκτικά το σημείο εκκίνησής τους.

Στο πρώτο Alien (που είναι ένα αληθινό κομψοτέχνημα τονικότητας, σασπένς, σκηνοθετικής ευφυΐας, υπαινικτικότητας, ατμόσφαιρας, σκηνογραφικής κατασκευής και αφήγησης, και κανείς δεν έχει βρεθεί ακόμα να το αμφισβητήσει αυτό), γίνεται ξεκάθαρο από πολύ νωρίς ότι έχουμε να κάνουμε με μια ταινία που στον πιο βαθύ σημειολογικό πυρήνα της, βρίσκεται η ζωή ως τέτοια –το φαινόμενο της ζωής, απαλλαγμένο από μοραλιστικές και κοινωνικοπολιτικές συνδηλώσεις, η ζωή ως το καθεαυτό Πραγματικό (για να μιλήσουμε με λακανικούς όρους). Η προβληματική του αφορά, ταυτόχρονα, την γέννηση (ο τρόπος που το τέρας ξεσκίζει τα ανθρώπινα στέρνα και εμφανίζεται, πέρα απ’ την πρόκληση του σοκ μέσω μιας αιματοβαμμένης, exploitation εικονογραφίας, επί της ουσίας επιδιώκει να υπαινιχθεί μια διεστραμμένη εκδοχή τοκετού), τη μητρότητα και τη σαρωτική φορά της λίμπιντο (σ’ αυτό το σημείο, αρκεί να θυμηθούμε τον τρόπο που μιλάει, και πάλι, ο Λακάν για το «Πετάλιο» -όπως πολύ σωστά το είδε ο Ζίζεκ, η περιγραφή θυμίζει σε μεγάλο βαθμό το Alien, σαν ο Σκοτ να είχε εμπνευστεί τις φρικιαστικές εικόνες του απ’ το συγκεκριμένο απόσπασμα του Γάλλου ψυχαναλυτή για τη λειτουργία της λίμπιντο).

Το κυριότερο όλων, όμως, είναι η ίδια η ζωή ως μηχανισμός ενστίκτων και δέσμη λειτουργιών που, αν απογυμνωθούν απ’ τις ποικίλες, θρησκευτικές, φιλοσοφικές, ψυχολογικές, πολιτικές, ερμηνείες μας (δηλαδή απ’ το ανθρώπινο συμβολικό σύστημα) δεν έχουν κανέναν άλλο σκοπό πέρα απ’ την καθαρή συνέχεια , την αναπαραγωγή, την «τυφλή» επιβίωση και διαιώνιση του είδους, πέρα από κάθε νοηματικό προσδιορισμό. Ο εκπληκτικός μονόλογος του Ιαν Χολμ (“Perfect organism. Its structural perfection is matched only by its hostility…I admire its purity. A survivor… unclouded by conscience, remorse, or delusions of morality.”) λίγο πριν το τέλος της πρώτης ταινίας, εκφράζει ακριβώς αυτό. Το «τέρας» είναι μια κρυστάλλινα αυθεντική μορφή ζωής, απαλλαγμένη από «αρχές». Αυτό που μας τρομάζει στη φονική μανία του, είναι ότι κατά βάθος «μας μοιάζει». Κάνει ό,τι μπορεί για να συνεχίσει, αλλά τελικά, αυτό δεν κάνει κι η ανθρωπότητα, από καταβολής κόσμου; Διαφέρουμε, απλώς, στο ότι εμείς έχουμε ανάγκη από δικαιολογίες.

Στο εξαιρετικό σίκουελ του Τζέιμς Κάμερον, βλέπουμε πώς οι άνθρωποι είναι οι πραγματικές φονικές μηχανές, οι αληθινά ύπουλες. Ο πλανήτης των Xenomorphs γίνεται αποικία για ανθρώπινες κοινότητες, εις γνώση των ιθυνόντων, κι όταν τα τέρατα αρχίζουν να ξεπαστρεύουν τους άτυχους αποίκους, μια στρατιωτική ομάδα στέλνεται εκεί για να επιβάλει την τάξη και να εξοντώσει τους εξωγήινους. Όλο αυτό δεν θυμίζει τις ιμπεριαλιστικές στρατηγικές; Δεν μοιάζουν τα Aliens (δηλαδή οι «ξένοι») με καταπιεσμένους αποικιοκρατούμενους που αποφασίζουν να δράσουν για να επανακτήσουν την ελευθερία τους;

Κι απ’ την άλλη, η κυνική λογική πολιτικών και επιστημόνων, δεν θυμίζει τις γνωστές τακτικές τις Δύσης, που επιβάλλει την εξουσία της στα μήκη και τα πλάτη του πλανήτη κι ύστερα υποδύεται τον υπερασπιστή των δημοκρατικών αξιών, στέλνοντας τα στρατεύματά της να καταπνίξουν τοπικές επαναστάσεις και να ολοκληρώσουν τη βρωμοδουλειά της επεκτατικής πολιτικής της; Το Aliens μεταθέτει την προσοχή στην πολιτική διάσταση του ζητήματος της ζωής που αγωνίζεται με κάθε τρόπο να υπερνικήσει τα εμπόδια και να υπάρξει: τόσο ο «Άλλος» (δηλαδή το τέρας), όσο κι εμείς, εμφορούμαστε απ’ την ίδια λύσσα της επέκτασης.

Μόνο που στην ταινία του Κάμερον η υπεράσπιση του πλάσματος γίνεται ακόμα πιο εμφανής: το τέρας δεν σκοτώνει μόνο επειδή ενσαρκώνει μια, πέρα από ηθικές προκαταλήψεις, ισοπεδωτική επιβεβαίωση της ζωής, όπως στο πρώτο φιλμ, αλλά για να προστατέψει τα χώματά του και το είδος του. Έχουμε μια μάχη Φύσης εναντίον (διεφθαρμένου) Πολιτισμού, όπως στο πρώτο φιλμ είχαμε την μέχρις εσχάτων σύγκρουση αγνού ενστίκτου και αμοραλιστικής επιθυμίας για επιστημονική γνώση (οι επιβάτες του Νοστρόμο πληρώνουν τις συνέπειες της ύπαρξης τεχνητής νοημοσύνης στο «πηδάλιο» του σκάφους –η «μητέρα», που μεταφέρει εντός της τεράστιας μεταλλικής μήτρας της, τα πλάσματα που θα θυσιαστούν απ’ την επέλαση της «ζωής/λίμπιντο» • όρεξη να ‘χεις, δηλαδή, να «ψαρεύεις» κι εδώ αλληγορίες- , αφού εξαρχής ο σκοπός του συστήματος είναι να πιαστεί, πάση θυσία, ένα εξωγήινο πλάσμα προκειμένου να μελετηθεί: η επιθυμία της γνώσης, λοιπόν, όπως αντικειμενοποιείται στην τεχνητή νοημοσύνη –και στον Ash του Ίαν Χολμ, τη ρέπλικα που γνωρίζει την αληθινή σημασία της αποστολής- είναι αυτή που επιφέρει την καταστροφή).

Στο σίκουελ του Κάμερον, και πάλι το ένστικτο επιβάλλεται στην ψυχρή, υπολογιστική λογική του τεχνοεπιστημονικού, μηχανιστικού πολιτισμού μας και την στρατοκρατία του. Δεν είναι τυχαίο ότι η μεγάλη αναμέτρηση του φινάλε είναι αυτή ανάμεσα σε δύο μανάδες (τη βασίλισσα των xenomorphs, και τη Ρίπλεϊ που έχει, τρόπον τινά, υιοθετήσει το μικρό κορίτσι, δηλαδή μια βιολογική και μια θετή μητέρα). Η ζωή, ως απερίσταλτο, μη αναγώγιμο σε πολιτιστικά στοιχεία, δεδομένο, είναι και πάλι το θέμα.

Το Alien 3, του 1993, όπως πολύ σωστά τονίστηκε, βρίσκει τον Ντέιβιντ Φίντσερ να προσπαθεί να δώσει μια θρησκευτική διάσταση στην ιστορία• η Ρίπλεϊ παρουσιάζεται σαν ένα είδος μεσσία, η θυσία της στο τέλος, προκειμένου να σωθούν οι άνθρωποι, την ανυψώνει στο επίπεδο ενός θηλυκού Χριστού. Θα ήταν τραβηγμένο να ισχυριστούμε ότι παρά την νέα αυτή, χριστιανικών αποχρώσεων, τροπή στη μυθολογία, η βασική προβληματική παραμένει άθικτη; Ουσιαστικά, το τρίτο Alien εισάγει το θρησκευτικό στοιχείο σαν απάντηση στον ά-λογο και α-ήθικο τρόμο της καθαρής ζωής που εκφράζεται διαμέσου του τέρατός.

Οι θρησκείες, με της ηθικές τους προεκτάσεις, δεν νοηματοδοτούν απλά το άναρχο σύμπαν, δίνουν κι ένα περίγραμμα εκλογίκευσης -συμβολοποίησης- στην άμεση εμπειρία του ζειν. Συνεπώς η Ρίπλεϊ που πεθαίνει για να σκοτώσει το «τέρας» μέσα της (αλληγορικά, αυτή την άμετρη επιθυμία για ζωή πέρα από κάθε όριο -την λίμπιντο, με την ορολογία της ψυχανάλυσης, τη βούληση για δύναμη με τη νιτσεϊκή ορολογία), δεν διαφέρει από τον άγιο, τον ασκητή, τον βραχμάνο, που νεκρώνει την επιθυμία εντός του προκειμένου να σωθεί και να δώσει ένα παράδειγμα στην ανθρωπότητα.

Η λύση που δίνει το τρίτο έργο της σειράς, στο πρόβλημα της ζωής, είναι σαφώς, λοιπόν, μια λύση θρησκευτική: να στραφούμε στη θρησκεία για να αντιμετωπίσουμε αυτό το σαρωτικό ρεύμα ζωής μέσα μας που μας εξουθενώνει, να σταματήσουμε να επιθυμούμε για να μην είμαστε δυστυχισμένοι. Όλα αυτά τα μυστικιστικά θα πρέπει να φάνηκαν εντελώς απωθητικά στον, γαλουχημένο με τις ευρωπαϊκές αξίες του Διαφωτισμού, Ζενέ, που στο τέταρτο μέρος της σειράς, το Alien:Resurrection, του 1997, επαναφέρει την Ρίπλεϊ στη ζωή, μέσω κλωνοποίησης, εμπιστεύεται, δηλαδή, την βιογενετική αλλά και την επιστήμη ευρύτερα, να προτείνουν μια διέξοδο στο προαιώνιο πρόβλημα του «πώς να ζήσουμε;».

Η κτηνώδης φύση μέσα μας, μόνο έτσι μπορεί να τιθασευτεί, λέει ο Ζενέ, μέσω της καταφυγής στον θετικισμό της επιστήμης, και των επαναστατικών βελτιώσεων που μπορεί να επιφέρει στο «σκάρτο» υλικό μας. Αν σκεφτούμε, άλλωστε, ότι η «άγρια ζωή», που αποτελεί την εμμένουσα ιδέα στη μυθολογία του Alien, είναι ουσιαστικά η λίμπιντο, η αδάμαστη ερωτική ενέργεια που δεν γνωρίζει όρια και αναλώνει τα σώματά μας πάνω στην επέλασή της (σπρώχνοντας την ψυχαναλυτική σημειολογία στα όρια της, μπορούμε να εστιάσουμε σε μια σειρά σημείων που δείχνουν προς αυτή την κατεύθυνση: το φαλλικό κεφάλι του αρτιγέννητου πλάσματος.

Όσοι γνωρίζουν, εξάλλου, τη δουλειά του μεγάλου Ελβετού ζωγράφου, H.R.Giger, που υπήρξε υπεύθυνος για τον σχεδιασμό του τέρατος, θα ξέρουν ότι στο επίκεντρο του καλλιτεχνικού οράματός του βρίσκεται ένα είδος σκοτεινού, απόκοσμου ερωτισμού μεταξύ αλλόκοτων διασταυρώσεων ανθρώπου και μηχανής-• το σαν παραμορφωμένο αιδοίο εσωτερικό του αραχνοειδούς που «φυτεύει» τον σπόρο στα ανθρώπινα σώματα, καθώς τυλίγεται γύρω απ’ τον λαιμό των θυμάτων και καλύπτει τα πρόσωπά τους• το γεγονός ότι η Ρίπλεϊ ημίγυμνη, φορώντας μόνο τα εσώρουχα της, αντιμετωπίζει ολομόναχη το τέρας στο φινάλε της πρώτης ταινίας.

O τρόπος που την αναζητά μέσα στην άκατο, άλλωστε, θυμίζει μια διεστραμμένη εκδοχή του παιχνιδιού της αποπλάνησης που επαναλαμβάνεται στις κρεβατοκάμαρες των ζευγαριών, πριν από κάθε συνουσία), τότε εύκολα μπορούμε να καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι ο Ζενέ, περίπου προτείνει να εμπιστευθούμε την επιστήμη για να μας βγάλει απ’ τον φαύλο κύκλο της γέννησης και του θανάτου, τον οποίο διαιωνίζει η λίμπιντο• το σεξ μας παγιδεύει εντός του πεδίου της θνητότητας, η βιογενετική θα μας λυτρώσει από τον θάνατο απαλλάσσοντάς μας, χάρη στην κλωνοποίηση, απ’ την υποχρέωση να ακολουθούμε τις φυσικές διαδικασίες για την αναπαραγωγή, να ποια είναι η σκέψη του Ζενέ.

Θα μπορούσαμε, λοιπόν, να πούμε ότι οι τέσσερις ταινίες κινούνται ανάμεσα στα ακόλουθα δίπολα: γέννηση-λίμπιντο (Alien), πολιτική-μητρότητα (Aliens), θρησκεία-ηθική (Alien 3), επιστήμη-θνητότητα (Alien: Resurrection), με το κεντρικό φαινόμενο της καθαρής ζωής να αποτελεί τον σταθερό νοηματικό πυρήνα. Με την έλευση του Προμηθέα, το ζήτημα μπαίνει σε άλλη βάση, έχουμε μια μετατόπιση της προβληματικής απ’ τον φιλοσοφικό/ψυχαναλυτικό ορίζοντα, στον οντολογικό. Πλέον, ο Σκοτ θέλει να καταλάβει από πού εκπηγάζει η ζωή, να ορίσει τις απαρχές της, ορίζοντας παράλληλα κι ένα νόημα στην ανθρώπινη συνθήκη. Κι αυτή η –μάταιη- αναζήτηση της απούσας αιτίας, μας οδηγεί από τον ακραίο βιταλισμό της τετραλογίας, στην υπαρξιακή μελαγχολία και μια μηδενιστική επίγνωση ότι όλο αυτό είναι εντελώς περιττό ( «there is nothing in the desert and no man needs nothing» λέει ειρωνικά το ανδροειδές David, quotάροντας την αγαπημένη του ταινία, τον «Λώρενς της Αραβίας», καθώς το σκάφος προσεγγίζει τον πλανήτη που θεωρητικά θα δώσει τις απαντήσεις για την καταγωγή της ανθρώπινης ζωής).

Δεν είναι τυχαίο ότι στο επίκεντρο της ιστορίας βρίσκεται πλέον το ρομπότ κι όχι το τέρας, η μηχανή αντί της ζωής, δηλαδή ο David, αυτή η ενσαρκωμένη αντι-ζωή. Μια αλύπητα σαρκαστική, αλύγιστα αποδοτική, απάνθρωπη παρά την ανθρώπινη μορφή της, προσωποποίηση της λογικής καθαρότητας ( «με σχεδίασαν έτσι για να μοιάζω ακριβώς σαν εσάς, επειδή νιώθετε πιο άνετα όταν βρίσκεστε ανάμεσα στους ομοίους σας» θα πει, προσπερνώντας ψυχρά την ειρωνική παρατήρηση του αλαζόνα επιστήμονα Charlie, ότι δεν του χρειάζεται η μάσκα οξυγόνου από τη στιγμή που δεν αναπνέει, και στην επόμενη πρόκληση του «δεν είσαι όμως ακριβώς σαν εμάς» θα απαντήσει ένα αξέχαστα αποστομωτικό «ελπίζω όχι»!), που αιωρείται πάνω από το καλό και το κακό, με μια ανατριχιαστική αυτοκυριαρχία, που δεν θα γνωρίσει ποτέ το θάνατο, και που, ως εκ τούτου, δεν μπορεί να διαθέτει «ψυχή» -μια επιτομή, εν τέλει, όλων όσων δεν μπορεί να είναι το αδύναμο, πεπερασμένο, αναίτιο ανθρώπινο ον.

Ο Σκοτ μας παραπλάνησε, δεν αναζητά αιτίες, τελικά• αντίθετα, στον «Προμηθέα» είναι αυτή ακριβώς η ματαιόδοξη επιμονή για εύρεση αιτιών που χλευάζεται. Κάποτε ήταν η θρησκεία που παρείχε τις απαντήσεις, τώρα το βάρος έχει επωμιστεί η επιστήμη, να δώσει εξηγήσεις με κάθε τίμημα, όταν τελικά όλα ανάγονται σε ένα ζήτημα προσωπικής επιλογής. «Αυτό επιλέγω να πιστέψω» θα δηλώσει η επιστήμονας Elizabeth Shaw, ανάγοντας τα πάντα σε ένα ζήτημα τόσο υποκειμενικό και αυθαίρετο όσο η πίστη, διαλύοντας τελικά τα ίδια τα «αντικειμενικά»» θεμέλια της επιστήμης της, καταργώντας ουσιαστικά τον εαυτό της, θολώνοντας επικίνδυνα τα όρια μεταξύ θετικισμού και μυστικισμού. Το «γιατί», όμως, παραμένει αιώνιο, το ίδιο και οι μεταφυσικές επικαλύψεις του, κι έτσι η επιστήμη μετατρέπεται σε σύγχρονη μεταφυσική. Ο David είναι ο χαρακτήρας μέσω του οποίου ολοκληρώνεται η επίθεση στην επιστήμη και τον Λόγο, που είχε ξεκινήσει στο πρώτο Alien.

Οι απαρχές, που με τόση λύσσα αναζητάμε, το πολύ-πολύ να μας αποκαλύψουν αυτό που ήδη υποψιαζόμασταν: ότι δεν υπάρχει καμιά μεγάλη, «λογική» αιτία πίσω απ’ όλα αυτά, ότι εμείς και ο «Άλλος» (ο ξένος έξω και μέσα μας) έχουμε κοινή καταγωγή, την συμπαντική βία και σκληρότητα, ότι το χάος είναι η αρχή και το τέλος των πάντων, ότι η ζωή και μόνο έχει σημασία. Καθώς αναλαμβάνει ξανά το project ο Σκοτ, φαινομενικά και μόνο, ενδιαφέρεται για τα μεγάλα ερωτήματα (όπως διαπίστωσαν πολλοί κριτικοί, εντοπίζοντας μια πιο φιλοσοφική διάθεση στις δυο τελευταίες ταινίες που επαναφέρουν στο προσκήνιο την Alien μυθολογία) • στην πραγματικότητα, τα χλευάζει.

Ο Μύθος έχει πάντα μια πιο άμεση πρόσβαση στην αλήθεια, απ’ τον αφηρημένο, αναιμικό Λόγο. Και το πεδίο του Σκοτ είναι ο Μύθος. Ως επιστροφή του απωθημένου διαμέσου του μύθου, η Φύση (και με τις δύο έννοιες, εξωτερική και μύχια, εσωτερική ανθρώπινη υπόσταση) που έχει εξοριστεί απ’ τον τεχνικό πολιτισμό, επανεμφανίζεται σε όλη την επιβλητική μεγαλοπρέπειά της ως αυτό που δεν επιδέχεται εξηγήσεις, που καταργεί a priori κάθε ερωτηματοθεσία ως προβληματική, που διαφεύγει από κάθε απάντηση, ως το περίσσευμα του τραυματικού Πραγματικού (με την λακανική έννοια), το οποίο αδυνατούμε να ερμηνεύσουμε, να εντάξουμε στο συμβολικό σύστημα, και δεν μπορούμε παρά να το υποστούμε ως οριακό βίωμα.

Στο Alien:Covenant, έχουμε έναν συνδυασμό στοιχείων από τις δύο πρώτες (κορυφαίες) ταινίες, του Σκοτ και του Κάμερον, μαζί με μια συνέχεια των ιδεών του «Προμηθέα». Και πάλι η αγωνία για τη Δημιουργία είναι ένα επιφαινόμενο, βασανίζει δύο πρόσωπα του δράματος, όχι τον σκηνοθέτη: τον πιστό επιστήμονα Oram (άλλη μια νύξη στη θέση του «Προμηθέα», ότι επιστήμη και θρησκεία δεν διαφέρουν τόσο πολύ) και τον David, το ανδροειδές. Ο ένας αναζητά τον Θεό, ο άλλος θέλει να γίνει Θεός –και μάλιστα από πλήξη! Τα πειράματα του David, η προσπάθειά του να δημιουργήσει ζωή με κάθε κόστος, η απέχθειά του για την ατέλεια της ανθρωπότητας, όλα επιβεβαιώνουν ότι στο πρόσωπό του ο Σκοτ βλέπει μια ενσάρκωση του επιστημονικού αμοραλισμού (ο οποίος έχει εντελώς αυτονομηθεί, πράγμα που υπονοείται και απ’ το βασίλειο της απομόνωσης του David, ειρωνικά μια αχανής νεκρόπολη με αρχαιοπρεπή χαρακτηριστικά), έναντι του οποίου η «αγνότητα» του τέρατος προβάλλει ως προτιμητέα. Αυτό, λοιπόν, που δεν ομολογείται ανοιχτά, αλλά αντιπροσωπεύει τον νοηματικό πυρήνα του franchise, το «απωθημένο» που επανέρχεται μέσω του (κινηματογραφικού) Μύθου, είναι, για άλλη μια φορά, η εκδίκηση του αρχέγονου ενστίκτου, ο τρόπος της ζωής να συνεχίζεται και να υπερβαίνει την παρακμή και την πτώση των πολιτισμών, κόντρα στις προσπάθειες επιστήμης, τεχνολογίας, θρησκείας, ηθικής και πολιτικής να την τιθασεύσουν.

Σε καμία περίπτωση δεν έχουμε να κάνουμε με ένα τέλειο έργο• το μεγάλο budget και οι πιέσεις των παραγωγών –προφανώς- αναγκάζουν τον Σκοτ να εγκαταλείψει τον θεσπέσιο μινιμαλισμό που μετέτρεψε την πρώτη ταινία σ’ αυτό το αριστούργημα υπαινικτικότητας που είναι: ο άνθρωπος υποχρεώνεται να προσφέρει «θέαμα», κι αυτό κοστίζει πολύ στην ατμόσφαιρα του έργου. Στις σκηνές όπου υποχωρεί το πιστολίδι και τα CGI εφέ δεν κάνουν τόσο αισθητή την παρουσία τους, ειδικά απ’ το δεύτερο μισό του έργου και μετά, η δουλειά που έχει γίνει –σε επίπεδο τονικότητας, σκηνογραφίας, δραματουργικής αξιοποίησης των χώρων- είναι αξιοζήλευτη. Αλλά δεν μπορούμε να πούμε το ίδιο και για την χαρακτηρολογική ανάπτυξη. Ο Σκοτ αντιλαμβάνεται πια τα ανδροειδή ως σημαντικούς ήρωες και τραγικές φιγούρες (ίσως γιατί πηγαίνουν ένα βήμα παραπέρα την σημειολογία των αντιτιθέμενων όρων, ζωή/ένστικτο/φύση – αντιζωή/ επιστήμη/ πολιτισμός), ενώ γίνεται ολοφάνερο ότι οι άνθρωποι τον ενδιαφέρουν πια όλο και λιγότερο, γι’ αυτό και δεν έχει δώσει την παραμικρή σημασία στη σκιαγράφηση ανθρώπινων χαρακτήρων που οι τύχες τους να μας αφορούν έστω και στο ελάχιστο.

Απλά και μόνο, ένα ακόμα αναλώσιμο πλήρωμα, απελπιστικά διαθέσιμο για τη σφαγή. Όλη η σκηνοθετική προσοχή έχει δοθεί στον Μάικλ Φασμπέντερ, που είναι σταθερά συγκλονιστικός σε μια «διπλή» ερμηνεία ασύλληπτα λεπτών αποχρώσεων, πέρα από κάθε περιγραφή. Οι υπόλοιποι γύρω του σβήνουν, θολοί ομιλούντες κομήτες που περιστρέφονται αδιάφορα γύρω απ’ την αναστοχαστική μεγαλοπρέπειά του. Επίσης, ακόμα κι αν προσπεράσουμε κάποιες, εντελώς προφανείς, σεναριακές τρύπες, εστιάζοντας αποκλειστικά στον αισθητικό αντίκτυπο του φιλμ και την εικαστική κομψότητά του (πράγματι, κατασκευαστικά, το «Alien:Covenant» μας παρουσιάζει τον άνισο δημιουργό, ιδιαίτερα φορμαρισμένο• στήνει κάποια θαυμάσια κάδρα, αν και, εδώ που τα λέμε, αυτό δεν ήταν ποτέ πρόβλημα για τον Σκοτ, ακόμα και στις μέτριες ταινίες του), δεν γίνεται να μην νιώσουμε απογοήτευση απ’ τον τρόπο με τον οποίο χειρίζεται την υποτιθέμενη ανατροπή του φινάλε. Ορισμένες φορές, ένα cut σε μια επίμαχη σκηνή, αρκεί για να τα προδώσει όλα, η διατήρηση της αμφισημίας μέχρι το τέλος, θα ήταν σαφώς προτιμότερη

Ακόμα κι έτσι, όμως, δεν μπορούμε –και δεν πρέπει- να είμαστε γκρινιάρηδες. Το Alien:Covenant είναι μια αξιοπρεπέστατη προσθήκη στη μυθολογία των Alien, ένα έργο καλοκουρδισμένο, με θεσπέσιο ρυθμό, αγωνιώδες και σε σημεία εκθαμβωτικό, που δεν λειαίνει τις αιχμές του προκειμένου απευθυνθεί και σε νεαρότερες ηλικίες και να κόψει μερικά εισιτήρια παραπάνω (το αίμα ρέει άφθονο, ενώ κι η σεξουαλικότητα πάλλεται ελεύθερα) αλλά, το κυριότερο, μαζί με τον «Προμηθέα» που προηγήθηκε, βάζει τα θεμέλια για μια προσεγμένη, ενήλικη επανεκκίνηση του franchise που ακόμα κι αν δεν πρόκειται να πιάσει ποτέ τα επίπεδα των δύο πρώτων αριστουργημάτων (ας είμαστε ρεαλιστές, αυτό πια δεν είναι εφικτό λόγω εποχής και υλικοτεχνικών-πολιτισμικών συνθηκών, όχι εξαιτίας του Σκοτ), τουλάχιστον –αν το πράγμα συνεχιστεί έτσι- δεν θα τα ντροπιάσει κιόλας. Οι παλιοί οπαδοί, δεν θα ‘χουν λόγω να θυμώνουν, κι οι νέοι μπορεί και να ενδιαφερθούν να ανακαλύψουν ένα σπουδαίο σινεμά του Φανταστικού που δεν θα ξαναρθεί. Καλύτερο απ’ το τίποτα, σαφώς.

Πηγή: CineDogs