Τον Χρυσόστομο Τσαπραΐλη τον συνάντησα για πρώτη φορά κάπου στα ερεβώβη μπουντρούμια του ελληνικού φέισμπουκ, στα τέλη της προηγούμενης μ.Χ. δεκαετίας. Λίγα χρόνια αργότερα, το 2013 που ξεκίνησε αυτό το…

Μάγισσες και δαίμονες στον θεσσαλικό κάμπο: Συνέντευξη με τον Χρυσόστομο Τσαπραΐλη

Τον Χρυσόστομο Τσαπραΐλη τον συνάντησα για πρώτη φορά κάπου στα ερεβώβη μπουντρούμια του ελληνικού φέισμπουκ, στα τέλη της προηγούμενης μ.Χ. δεκαετίας. Λίγα χρόνια αργότερα, το 2013 που ξεκίνησε αυτό το περιοδικό, έγινε ένας από τους πρώτους και σταθερότερους αρθρογράφους του, διατηρώντας και μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα στήλη. Το 2014, ο Χρυσόστομος ξεκίνησε μια υπέροχη φεϊσμπουκική σελίδα, όπου δημοσίευε μικρές ιστορίες υπερφυσικού τρόμου (από τις οποίες είχαμε δημοσιεύσει δύο επιλογές, εδώ και εδώ) με φόντο τη θεσσαλική γη -από την οποία κατάγεται. Αυτή η παραγωγή οδήγησε τελικά σε ένα βιβλίο από τις εξαιρετικές εκδόσεις Αντίποδες. Με αφορμή αυτό το πολύ ενδιαφέρον εκδοτικό γεγονός, συζήτησα με τον Χρυσόστομο για τη λογοτεχνία τρόμου, για την επανανοηματοδότηση της παράδοσης και για τις αισθητικές ροές από τις οποίες αντλεί έμπνευση κάποιος για να γράψει κάτι τόσο πρωτότυπο.

 

Ας ξεκινήσουμε διερευνώντας το πεδίο: γιατί παγανιστικές, γιατί δοξασίες και γιατί της θεσσαλικής επαρχίας;

Ας ξεκινήσω από το τέλος. «Της θεσσαλικής επαρχίας» γιατί κατάγομαι από την Καρδίτσα. Ήθελα έναν γεωγραφικό προσδιορισμό που να είναι μεν δηλωτικός της προέλευσής μου, που να οριοθετεί μια περιοχή στην οποία να μπορώ να κινηθώ άνετα, ο οποίος συνάμα να μη με περιορίζει υπερβολικά όσον αφορά το εμβαδόν του χώρου που θα ξεκίναγα να στοιχειώνω. Η Καρδίτσα ήταν πολύ συγκεκριμένη και περισταλτική, η Ελλάδα πολύ γενική και δίχως τη δυναμική ενός γεωγραφικού διαμερίσματος που το έχεις βιώσει σχεδόν στην ολότητά του. Οπότε και η Θεσσαλία υπήρξε η χρυσή τομή όσον αφορά την κλίμακα.

«Παγανιστικές» γιατί η λέξη παραπέμπει σε κάτι αρχαϊκό και αποδεσμευμένο από το σήμερα, κάτι στο οποίο μπορεί να ανθίσει το αλλόκοσμο και το παραμυθένιο. Η εγγενής αντιχριστιανικότητα του όρου (με ιστορικούς όρους έστω) ήταν επίσης ελκυστικότατη.

Τη λέξη «δοξασίες» την έβαλα ως κάτι που αγγίζει το πνεύμα του μυθικού και του ιερού στοιχείου, ως ένα χαρακτηρισμό με ίχνη μεγαλείου που δεν βαραίνεται από χρεία αποδείξεων και λογικών στοιχείων. Συν τοις άλλοις, ρέει πολύ ικανοποιητικά για μένα σαν λέξη κατόπιν του «παγανιστικές».

Όλα αυτά βέβαια τα λέω τώρα. Όταν έψαχνα πριν τρία χρόνια να βρω ένα όνομα για τη σελίδα στην οποία στόχευα να ποστάρω παράξενες ιστορίες γνώριμων τοπίων, σε μια προσπάθεια δημιουργίας της σκεπτομορφής μιας άλλης Θεσσαλίας (κυρίως γιατί το χρωστούσα στον εαυτό μου που έψαχνε αδίκως μυστήρια στην υπερβολικά ήσυχη Καρδίτσα των ’90s), ο τίτλος ανέβλυσε δίχως ιδιαίτερη σκέψη, ως κάτι που απλά ταίριαζε αισθητικά.

 

Οι «Παγανιστικές Δοξασίες» έχουν μια ιδιαιτερότητα: πρόκειται για κείμενα που πρωτοδημοσιεύθηκαν στο Facebook, σε μια σελίδα, και μετά έγιναν βιβλίο. Θεωρείς ότι βρισκόμαστε σε μια νέα εποχή, όπου αυτές οι νέες μορφές γραπτού λόγου ενσωματώνονται στις ήδη υπάρχουσες; Είναι αυτό η εξέλιξη των bloggers-συγγραφέων; Οδεύουμε προς μια ομογενοποίηση του γραπτού λόγου, με μόνο κριτήριο την απόλαυση/ποιότητά του;

Έχει ενδιαφέρον η αντίστροφη τεχνολογικά πορεία που ακολούθησαν οι Παγανιστικές: από ένα νέο μέσο όπως ένα ψηφιακό κοινωνικό δίκτυο, σε ένα άκρως παραδοσιακό όπως το βιβλίο. Η συγκοινωνία μεταξύ μορφών κειμένου δεν είναι κάτι καινούριο (από κινηματογραφικές μεταφορές και τούμπαλιν, μέχρι θεατρικές διασκευές και μελοποιήσεις), οπότε η μετουσίωση που υπήρξε στην περίπτωση των Παγανιστικών δεν είναι κάτι το πρωτόγνωρο. Μου φαίνεται πολύ λογική η δυναμική αλληλεπίδραση μεταξύ των διαφόρων μορφών γραπτού λόγου, τα διακριτά όρια μεταξύ των οποίων φαντάζουν αρκετά σαθρά αν εξεταστούν με λίγη προσοχή και ανοιχτό μυαλό. Για αυτό, στο αν βαδίζουμε προς μια ομογενοποίηση του γραπτού λόγου, θα απαντήσω ότι ήμασταν ανέκαθεν εκεί, απλά η απότομη αύξηση του αριθμού νέων μέσων γραφής τα οποία είναι εύκολα προσβάσιμα, οδηγεί σε μια συνειδητοποίηση του πόσο ρευστό είναι το γραπτό κείμενο.

Όσον αφορά τους bloggers, δεν έχω πολλά να πω, γιατί δεν ήμουν ποτέ μέλος του φαινόμενου όπως αυτό αναπτύχθηκε εκεί στα ’00s, αλλά μου φαίνεται λογική η μετάβαση στο τελείως εύφορο πεδίο των social media. Μια ευφορία που έχει να κάνει με την ευκολία διάδοσης της δημιουργίας σου, με τον βαθμό αλληλεπίδρασης με τους δέκτες αυτής, αλλά και την απλότητα ενσωμάτωσης άλλων μέσων στο γραπτό λόγο, όπως βίντεο και εικόνες. Ειδικά αυτό το τελευταίο παίζει πολύ μεγάλο ρόλο στη σύλληψη της μεγαλύτερης μερίδας των δοξασιών της σελίδας, μιας και συνήθως ξεκινάω από την εικόνα και γύρω της χτίζω το γραπτό.

Πηγή: https://goo.gl/A4KGg1

Το βιβλίο σου κυκλοφορεί από τους Αντίποδες, έναν από τους πιο αξιόλογους νέους εκδοτικούς οίκους, με σημαντική παραγωγή από τη σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία. Θεωρείς ότι εντάσσεσαι σε μια ομάδα νέων συγγραφέων που μπορεί ανανεώνει τον χώρο;

Λίγο πολύ αυτό που έχουν προσπαθήσει και πετύχει οι Αντίποδες στις περισσότερες από τις μέχρι τώρα κυκλοφορίες τους είναι η ανάδειξη Ελλήνων συγγραφέων που έχουν να προσφέρουν κάτι καινοτόμο στο τοπίο της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας, με βιβλία όπως το Γκιακ, τα Αυτόματα και η Τελευταία Προειδοποίηση. Περιστοιχίζομαι από άτομα που έχουν συντελέσει στην ανανέωση της εγχώριας λογοτεχνικής παραγωγής, και μάλλον νιώθω σαν φασματικός παρείσακτος εκεί μέσα – το αν οι Παγανιστικές Δοξασίες φέρουν κάτι το ανανεωτικό είναι κάτι που προφανώς δεν είμαι ο κατάλληλος να απαντήσω.

 

Το βιβλίο σου μπορεί να χαρακτηριστεί ως λογοτεχνία του Φανταστικού ή ως λογοτεχνία Τρόμου. Πώς βλέπεις τη νέα φουρνιά Ελλήνων συγγραφέων σε αυτά τα είδη, όπως λ.χ. οι συν-ΣΚΡΑ-punkίτες Κωνσταντίνος Κέλλης και Νατάσα Παυλίτσεβιτς; Θεωρείς ότι υπάρχουν κάποια κοινά νέα χαρακτηριστικά που φέρνετε στο είδος;

Δυστυχώς με την ελληνική λογοτεχνία Φανταστικού και Τρόμου δεν έχω την επαφή που θα ήθελα, γιατί μέχρι σχετικά πρόσφατα σνόμπαρα βλακωδώς τόσο την σύγχρονη όσο και την εγχώρια παραγωγή. Επίσης, ήμουν από τα άτομα που είχαν μηδενική επαφή με forums όπως αυτό του sff.gr, όπου όπως έμαθα εκ των υστέρων ζυμώθηκε μια πολύ δυνατή συγγραφική κοινότητα. Τους Έλληνες συγγραφείς της γενιάς μου τώρα τους ανακαλύπτω, συχνά μέσω Facebook, και προσπαθώ σιγά σιγά να πάρω μπρος, αλλά η μέχρι πρότινος παραμονή στο εξωτερικό δεν με είχε βοηθήσει ιδιαίτερα. Για τον Κωνσταντίνο (και την εξαιρετική στήλη του με τη Νατάσα στο ΣΚΡΑ εδώ και κάτι μήνες) έχω να πω πως τόσο αυτός, όσο κι εγώ δείχνουμε μια σταθερή αφοσίωση στον εγχώρια τοποθετημένο τρόμο, και νομίζω πως αυτό είναι κάτι που πραγματικά χρειάζεται η ελληνική λογοτεχνία Τρόμου – τρομοδότηση του Ελληνικού χώρου.

 

Ποια είναι τα αγαπημένα σου διαβάσματα στη λογοτεχνία αυτή; Ποιες λογοτεχνικές επιρροές θα όριζες ως βασικές σου;

Σε λογοτεχνία Φανταστικού και Τρόμου είμαι αρκετά παραδοσιακός. Εν αρχή ήταν οι Tolkien, Lovecraft και Moorcock, και μέχρι πολύ πρόσφατα δήλωνα άγνοια για ολάκερη σχεδόν την παραγωγή του 21ου αιώνα στους τομείς αυτούς (η αρτηριοσκληρωτική σνομπαρία που λέω και πιο πάνω). Όσον αφορά τις Παγανιστικές, οι επιρροές είναι αφενός οι συγγραφείς της χρυσής για εμένα περιόδου του τρόμου (δεύτερο μισό 19ου – πρώτο μισό 20ού αιώνα), με το απαραίτητο name-dropping να περιέχει: H.P. Lovecraft, E.A. Poe, Algernon Blackwood, Arthur Machen, Robert Howard, M.R. James, Ambrose Bierce, και άλλους. Το άλλο μισό των επιρροών έρχεται από μυθολογίες και λαϊκές παραδόσεις, με το κύριο βάρος να πέφτει σε Σλαβικές χώρες, Κεντρική Ευρώπη, και στις Παραδόσεις του Νικόλαου Πολίτη, που είναι ίσως το βιβλίο που φταίει περισσότερο από όλα για την ύπαρξη των Παγανιστικών.

 

Πηγή: https://goo.gl/jQcfnV

Συχνά αυτά τα λογοτεχνικά είδη θεωρούνται μη ισάξια με τα άλλα, ή ακόμα και παραλογοτεχνία. Γιατί πιστεύεις ότι συμβαίνει αυτό; Έχει βελτιωθεί αυτή η εικόνα τα τελευταία χρόνια; Τι μπορεί να γίνει για να αλλάξει;

Τώρα μιλάς με ένα άτομο που αρνείται πεισματικά να διαβάσει κλασσική λογοτεχνία. Γνωρίζω προφανώς για την υποτιμητική άποψη περί λογοτεχνίας του Φανταστικού, έχω στο μυαλό μου κάποιους από τους λόγους (έμφαση σε διαφορετικούς τομείς – όπως το world-building – από την λεγόμενη υψηλή λογοτεχνία, όχι ιδιαίτερη ενδοσκοπική/συναισθηματική ανάπτυξη των χαρακτήρων, προσκόλληση σε παραδοσιακές φόρμες και μια κάποια δομική ατολμία) που επικαλούνται οι ειδήμονες, και αναντίρρητα κάποιοι από αυτούς ισχύουν για μεγάλη μερίδα των δικών μας λογοτεχνικών ειδών.

Από εκεί και πέρα είναι και το τι ψάχνει ο καθένας από τα βιβλία που διαβάζει. Εγώ θεωρώ τους χαρακτήρες που έχουν δημιουργηθεί με αδρές πινελιές (εν είδει παραμυθιού και μεσαιωνικής λογοτεχνίας) εξαιρετικά οχήματα για τον αναγνώστη, και απείρως προτιμητέα σε σχέση με ενδοσκοπικούς λαβύρινθους που μπορεί απλά να ενδυναμώνουν και διαιωνίζουν αυτήν την προβληματική οντότητα που λέγεται σύγχρονος άνθρωπος.

Περί βελτίωσης της εικόνας της φανταστικής λογοτεχνίας τα τελευταία χρόνια, το μόνο που μπορώ να πω με σιγουριά είναι πως έχει γίνει μέρος της ποπ κουλτούρας, κάτι στο οποίο συντέλεσε η διοχέτευσή τους προς μέσα όπως ο κινηματογράφος και η τηλεόραση. Σε επίπεδο λογοτεχνίας Τρόμου, με την πρόσφατη παραγωγή της οποίας έχω αρχίσει να συνδέομαι, χαίρομαι που βλέπω πως οι μεταμοντέρνοι σπόροι του Liggotti ανθίζουν, με τους Mark Samuels, Matthew Bartlett, Nick Mamatas αλλά και το εμβληματικό House Of Leaves του Danielewski να επιλέγουν μια πολυεπίπεδη θέαση του κειμένου.

Πηγή: https://goo.gl/KqqaKS

Στο βιβλίο σου είναι έντονη η «παραδοσιακή» εικονογραφία και το τοπίο της ελληνικής υπαίθρου, πράγμα που θα μπορούσε να οδηγήσει, μεταξύ άλλων, σε συγκρίσεις με το «Γκιακ» του Δημοσθένη Παπαμάρκου, που κυκλοφορεί επίσης από τους Αντίποδες και όπου υπάρχει επίσης ένα διήγημα τρόμου με φόντο την ελληνική επαρχία. Πώς συνταιριάζεις αυτό το παραδοσιακό στοιχείο με τον λαβκραφτικό Τρόμο και τι μπορεί να προσφέρει το συγκεκριμένο τοπίο ως καμβάς σε αυτόν;

Η παρουσία τρόμου σε οικείο περιβάλλον είναι αφάνταστα λειτουργική. Για τον Έλληνα αναγνώστη, το να βρίσκει το horror του τοποθετημένο σε γνώριμα μέρη, σε τοπία στα οποία έχει περιπλανηθεί μικρός, με τα οποία μπορεί (ή θα μπορούσε) να  έχει τρομάξει, και τα έχει φανταστεί ως στοιχειωμένα/καταραμένα, είναι κάτι αρκετά πιο λειτουργικό, όσον αφορά την ουσία του τρόμου, σε σχέση με το να διαβάζει ξανά και ξανά για τα αποικιακά αρχοντικά της Μασαχουσέτης που κατά κανόνα μόνο με τη φαντασία του έχει επισκεφτεί. Μικρός, έψαχνα απελπισμένα και αδίκως για στοιχειωμένες επαύλεις που να μοιάζουν με αυτές των ταινιών ή των βιβλίων που διάβαζα, θέλοντας να βρω σημεία εισβολής του υπερφυσικού στο βαρετό (όπως μου φαινόταν τότε) χώρο της θεσσαλικής γης, μην μπορώντας να συνειδητοποιήσω ότι τα δικά μας υποψήφια στοιχειώματα έστεκαν με άλλες μορφές πλάι μας. Το υλικό υπήρχε, απλά δεν μπορούσα να το αξιοποιήσω επειδή δεν ταίριαζε με τις επιφανειακές εικόνες που είχα για το αλλόκοτο.

 

Πηγή: https://goo.gl/KqQ8SW

Από τη λογοτεχνία μέχρι τη μουσική και το κόμικ, μπορεί κανείς να δει πολλές χρήσεις ετερόκλητων στοιχείων που θεωρούνται «παραδοσιακά», δηλαδή μη ενταγμένα έως τώρα στην ποπ κουλτούρα∙ από τις «Παγανιστικές Δοξασίες», τους «Μυθοναύτες» του Γιάννη Ρουμπούλια και τον «Ερωτόκριτο» των Παπαμάρκου-Γούση, στους VIC και τη Μαρίνα Σάττι. Πιστεύεις ότι μπορεί κανείς να μιλήσει για ένα ευρύτερο ρεύμα επανοικειοποίησης της «παράδοσης» (ό,τι κι αν σημαίνει αυτό) σε διάφορες μορφές τέχνης; Με τι όρους μπορεί να γίνει αυτό; Μας προσφέρει κάτι τελικά;

Είμαι λίγο διστακτικός απέναντι στον όρο παράδοση, γιατί ενώ πρόκειται για μια συνεχώς μεταβαλλόμενη έννοια, η οποία διαμορφώνει με σύγχρονους όρους την εικόνα του παρόντο για το παρελθόν, οι περισσότεροι τη θεωρούσαμε ή τη θεωρούμε ως ένα άχρονο πηγάδι ασπίλωτο από τα διανύσματα της ιστορίας. Σε όλο αυτό το παλλόμενο παλίμψηστο υπάρχει γοητευτικό υλικό που αναβλύζει με διαφορετικούς μανδύες ανά διαστήματα, το οποίο όμως χρήζει επεξεργασίας.

Αυτό λοιπόν που βλέπω εγώ αναφορικά με την ανάδυση «παραδοσιακών» στοιχείων τα τελευταία χρόνια, είναι η προσπάθεια να ξεσκονίσουμε κάποια από αυτά, αφαιρώντας βαρετούς, ενοχλητικούς ή προβληματικούς ιστούς. Ιστούς που έχουν αφήσει πάνω τους οι γονείς μας, η πρόσφατη ιστορία, η παιδική ηλικία, το πασοκικό κράτος, η εκκλησία, ο ρατσισμός και σεξισμός της παραδοσιακής ελληνικής κοινωνίας. Ο καθαρισμός αυτός στοχεύει σε μια επανανοηματοδότησή τους, μια ένταξή τους σε μια δικιά μας ποπ κουλτούρα, και όχι αυτή του ’50, του ’80, ή του 1720, έτσι ώστε να τα επανοικειοποιηθούμε, και να μπορέσουμε να τα απολαύσουμε  και να τα νοσταλγούμε με τους δικούς μας όρους. Το γιατί είναι τόσο γοητευτικά αυτές οι ψηφίδες «παράδοσης» είναι πολύ μεγάλη συζήτηση. Για μένα τα στοιχεία αυτά φέρουν πάνω τους κάτι το απομακρυσμένο από το σήμερα, αφήνοντας υπόνοιες μιας περισσότερο μαγικής κοσμοθεώρησης, το κοντράστ της οποίας με την ποπ κουλτούρα του σήμερα της οποίας γίνεται τμήμα είναι πολύ γαργαλιστικό.

Πηγή: https://goo.gl/dC2tQ6

Εκτός από τη λογοτεχνία, δραστηριοποιείσαι και σε πολλά άλλα είδη γραφής: μουσικοκριτική, reports από συναυλίες, αρθρογραφία. Πώς λειτουργεί η μετάβαση από το ένα στο άλλο; Σπάει ο ενιαίος πυρήνας του γραφιά σε πολλά απομονωμένα κομμάτια, ή πρόκειται για ένα συνεχές όπου το ένα στοιχείο επηρεάζει το άλλο, κι ας είναι φαινομενικά άσχετα μεταξύ τους;

Με τα αυστηρά όρια και κατηγορίες δεν τα πάω καλά, θεωρώντας μια αναλογική θέαση ιδανική στην πλειοψηφία των περιπτώσεων. Ενιαίος πυρήνας δεν υπήρχε ποτέ, παρά μονάχα νησίδες εν μέσω ωκεανού, ενωμένες με συνειρμικές γέφυρες. Οπότε και όσον αφορά τα διάφορα είδη γραπτού λόγου που παράγω, η όσμωση είναι αναπόφευκτη, έστω και ασυνείδητα. Οι κριτικές μου για παράδειγμα έχουν μια υπόνοια λογοτεχνικής γλώσσας, στην αρθρογραφία προσπαθώ να μπολιάζω βιωματικό στοιχείο, κ.ο.κ. Κάποια προσχήματα εννοείται πως διατηρούνται, αλλά από εκεί και πέρα, αυτές οι νησίδες που ξεπροβάλλουν από το ασυνείδητο έχουν τον τρόπο τους να συνεργάζονται.

 

Είσαι κι εσύ περήφανο μέλος αυτού που σχηματικά μπορεί να ονομαστεί «νερντοσύνη» (metal, λογοτεχνία τρόμου/φανταστικού, βιντεοπαιχνίδια, κ.ο.κ.). Πώς επηρεάζουν αυτές οι αισθητικές προσλαμβάνουσες (λ.χ. το black metal) τη λογοτεχνική σου φλέβα και πώς, με τη σειρά τους, επηρεάζονται από αυτήν;

Εδώ πρέπει να βάλω ως μια άλλη τεράστια επιρροή των Παγανιστικών το black metal, μιας και μέσα στις ιστορίες υπάρχουν αρκετές πινελιές από αυτό που προσλαμβάνω ως μαυρομεταλλικό πνεύμα. Όλη όμως η υποκουλτούρα που αναφέρεις έχει διοχετευτεί στον τρόπο γραφής μου, τόσο θεματικά όσο και υφολογικά. Με αυτά μεγάλωσα άλλωστε: από το Δωμάτιο Νούμερο 13 και τις Ανατριχίλες, ως το D&D, τα Gabriel Knight, το Sandman και τα ηχοτοπία των νορβηγικών δασών, αυτό το αρμονικά πλεγμένο κουβάρι είναι που παράγει αρκετή από την ιμπρεσιονιστική πρώτη ύλη των δικών μου γραπτών: είτε στη ρομαντική θέαση ενός φαντασιακού παρελθόντος, είτε στην προσωποποίηση Φαινομένων και Δυνάμεων (η μανία με τα κεφαλαία από εκεί επίσης), είτε στο quest-άδικο στήσιμο μιας πλοκής. Η όποια αμφίδρομη κατεύθυνση αυτής της επιρροής είναι κάτι που δύσκολα μπορώ να ανιχνεύσω ως καταναλωτής «νερντοσύνης», πέρα από μια πιο κριτική ματιά που έχω αναπτύξει τα τελευταία χρόνια προς το όλο οικοδόμημα, ο σχηματισμός της οποίας όμως περιέχει κυρίως στοιχεία εκτός της λογοτεχνικής παραγωγής μου.