Δεν είχα πάντα τόσα υπαρξιακά. Πριν από ένα χρόνο δε σκεφτόμουν καθόλου τι θα κάνω στη μετέπειτα πορεία μου. Ήμουν στο τέταρτο έτος. Ήξερα πως χρωστούσα μερικά μαθήματα και πως…

No, Honey 02: Χωρίς υπαρξιακά

Δεν είχα πάντα τόσα υπαρξιακά. Πριν από ένα χρόνο δε σκεφτόμουν καθόλου τι θα κάνω στη μετέπειτα πορεία μου. Ήμουν στο τέταρτο έτος. Ήξερα πως χρωστούσα μερικά μαθήματα και πως η πτυχιακή θα έπαιρνε χρόνο οπότε θα καθόμουν ένα χρόνο παραπάνω στη σχολή κι απλά ζούσα στη δική μου πραγματικότητα δίχως πολλά πολλά άγχη.

Με θυμάμαι να κάθομαι στην ταράτσα του σπιτιού μου με τότε αγόρι μου, τον Στέργιο. Εκείνος έστριβε τσιγάρο νευρικά. Κάτι δεν πήγαινε καλά μ’ αυτόν. Το έβλεπα εδώ και μέρες. Δεν μιλούσε πολύ, έριχνε ματιές στο κενό κι έμοιαζε να πλήττει.

Τον φίλησα. Ήταν εξίσου απαθής.

«Τι έχεις;» τον ρώτησα γεμάτη νάζι.

«Καλά είμαι» μουρμούρισε.

Είχα περάσει τις τελευταίες εβδομάδες ακριβώς μ’ αυτόν τον τρόπο. Του μιλούσα, ήταν κοφτός κι έμοιαζε να υποφέρει δίπλα μου. Η σχέση μας ήταν στα τελευταία της.

«Πήραμε την κληρονομιά που σου ‘λεγα» του είπα. «Η μητέρα μου μας λέει ν’ αναβαθμίσουμε το μαγαζί. Την είδε μπιζνεσγούμαν»

«Α, ωραία» έκανε αυτός αδιάφορα.

Δε θα το ανεχόμουν άλλο.

«Τι φάση μ’ εσένα;» του φώναξα.

«Άσε με ρε Έλλη» γκρίνιαξε.

Με πείσμωσε.

«Τι έχεις πια;» τον ρώτησα πιο ήπια.

Δε θα μου απαντούσε.

«Ε, άντε παράτα μας!» του φώναξα.

Του πάτησα το κουμπί. Είχε πλέον θυμώσει μαζί μου.

«Μπορείς να σταματήσεις να με ζαλίζεις;» έκανε.

Ετοιμάστηκα να φύγω.

«Ευχαρίστως» έκανα.

Πήρα τ’ αμάξι και πήγα να βρω την Πηνελόπη. Η φίλη μου τα έπινε στο μπαρ όπου ιδιοκτήτης ήταν ο γκόμενος της. Χρειαζόμουν αλκοόλ για να μου διώξει τα νεύρα. Εκείνη ρισκόταν στη μπάρα και μιλούσε με τον Ηλία, όπως τον έλεγαν. Τον χαιρέτησα βιαστικά και στράφηκα κατευθείαν προς την Πηνελόπη. Κατάλαβε πως κάτι είχε συμβεί.

«Δεν το βλέπω να κρατάει πολύ με το Στέργιο» της είπα.

Δεν πρόλαβε να μου πει τίποτα. Ένας τύπος παράγγελνε ποτό ακριβώς δίπλα μας και μας αποσπούσε την προσοχή. Το πρόσωπό του μου φαινόταν γνωστό. Μάλλον τον είχα δει σε κάποιο πάρτι. Ίσως να ήμασταν σε κάποια κοινή παρέα. Σίγουρα θα είχαμε ανταλλάξει βλέμματα και μετά είχαμε συνεχίσει τη ζωή μας.

«Ωραία μάτια» έκανε.

Εντάξει. Μου την έπεφτε. Τάιζε το «εγώ» μου.

«Ευχαριστώ» του χαμογέλασα.

«Ραφαήλ» μου συστήθηκε.

«Έλλη» έκανα εγώ.

Μου έφερε ένα ποτό.

«Κερασμένο» είπε. «Κίνηση ταξικής διαφοράς»

«Έβγαλες ακτινογραφία την καταγωγή μου;» τον πείραξα.

Περήφανος μεσοαστός, σκέφτηκα. Έχει μια αλαζονεία. Ατημέλητος τύπος με μεταμοντέρνα ειρωνεία. Πανέξυπνος – κι αυτό φαίνεται από το βλέμμα του. Νομίζω τον ερωτεύτηκα.

Σηκώθηκα από τη θέση μου. Τον άρπαξα από το χέρι. Τον προσκάλεσα να χορέψουμε. Οι θαμώνες μας κοιτούσαν. Είχαν μείνει ακατάπληκτοι με τις στροφές μας ή απλά μας έβρισκαν ασυνήθιστο θέαμα. Εγώ δε θα καθόμουν να το αναλύσω. Είχα γοητευτεί από τη χημεία μας. Ο τρόπος που με χειριζόταν μ’ έστελνε σε άλλα επίπεδα. Χορεύαμε κι ένιωθα τη συμπαντική ενέργεια με το μέρος μας.

Στις πέντε η ώρα το πρωί φασωνόμασταν κάτω από μια πολυκατοικία. Ζούσαμε τη φάση μας με χαρά μεθυσμένων. Νηφάλιοι με χαρά μεθυσμένων. Μέχρι που αισθάνθηκα την παρουσία κάποιου. Σταμάτησα να φιλάω το Ραφαήλ. Είδα το Στέργιο να μας κοιτάει από μακριά. Δεν ήταν χαρούμενος με αυτό που έβλεπε.

«Μισό λεπτό» έκανα στο Ραφαήλ.

Πλησίασα το Στέργιο.

«Χωρίζουμε» έκανε απογοητευμένος.

Δεν είχα τίποτα να του εξηγήσω.

«Ναι, ναι» έκανα διστακτικά.

Ο χωρισμός αυτός δε με πείραξε τόσο πολύ εκείνη τη στιγμή. Ήμουν ελεύθερη να κάνω ό,τι θέλω, εφόσον η σχέση μου με το Στέργιο είχε πεθάνει πολύ πριν γνωρίσω το Ραφαήλ. Ευχαρίστησα τον πρώην μου από μέσα μου. Συνέχισα να φασώνομαι με το Ραφαήλ. Είχα τον εφηβικό ενθουσιασμό των πρώτων στιγμών.

Μέσα στις επόμενες ημέρες, όμως, κλήθηκα ν’ αντιμετωπίσω την τελευταία πράξη της σχέσης μου με το Στέργιο. Όταν έχεις σχέση με κάποιον για πολύ καιρό, έχει την οικειότητα να αφήσει πράγματα στο σπίτι σου. Είναι μια αρκετά κομμουνιστική πράξη στη σχέση σας – το ότι το σπίτι σου είναι και σπίτι του. Ασπάζεται το ιδεώδες αυτό και καταλήγεις να το ασπάζεσαι κι εσύ γιατί έτσι είναι οι σχέσεις. Κομμουνιστικές σε μεγάλο βαθμό μέχρι να υπερισχύσουν ξανά τα ατομικά «θέλω».Το «θέλω» του Στέργιου ήταν να πάρει τα φούτερ του πίσω. Τα είχε αφήσει στο δωμάτιο μου. Η μάνα μου μ’ έπρηζε εδώ και μήνες να του τα δώσω πίσω. Ο χωρισμός μας ήταν η δικαίωσή της. Η δικαίωση της υπέρμετρης της αίσθησης της συνέπειας.

Είναι πάντα βασανιστικό να βλέπεις κάποιον που αγαπάς να φεύγει από τη ζωή σου, ακόμα κι αν η ιστορία σας είχε λήξει καιρό τώρα. Μου είπε «καλή συνέχεια» σιωπηλά κι έφυγε από το δωμάτιο μου. Πριν από δυο χρόνια δεν είχα προβλέψει αυτή τη στιγμή. Δάκρυσα. Μερικές φάσεις τελειώνουν έτσι – ή με δάκρυα ή με θυμό ή και με τα δυο.Έριξα μια ματιά στο κινητό μου. Ανταλάσσαμε μηνύματα με το Ραφαήλ μα είχε μια ημέρα να μου απαντήσει. Ο πρώτος ή ο τελευταίος είναι;, σκέφτηκα.

«Έλλη, τρώμε»

Η φωνή της μάνας μου.

«Κρίμα που χωρίσατε με το Στέργιο» έκανε ενώ τρώγαμε.

«Ε, δεν πήγαινε άλλο η φάση» της είπα.

«Δεν πιστεύω να προσπάθησες πολύ να τη σώσεις. Ποτέ δεν προσπάθησες πολύ για τίποτα»

Να τα πάλι! Τα σχόλια της μάνας μου μπορούσαν να γίνουν πολύ πικρόχολα και να ρίξουν ψυχολογικά ακόμα και τον πιο ψύχραιμο.

«Είχαμε σχέση δυο χρόνια!» υπερασπίστηκα τον εαυτό μου. «Νομίζεις δεν προσπάθησα;»

«Από την κλειδαρότρυπα τους έβλεπες ρε Βιολέτα;» πετάχτηκε ο πατέρας μου. «Πώς ξέρεις;»

«Για το παιδί μου πρόκειται» έκανε η μάνα μου. «Γίνεται να μην ξέρω το παιδί μου;»

Τσίμπησα λίγη από τη σαλάτα.

«Αποφασίσαμε ν’ αναβαθμίσουμε το μαγαζί και να συνεργαστούμε με κορυφαίες εταιρείες» μου ανακοίνωσε ο πατέρας μου.

«Ήταν ιδέα της μαμάς, ε;» τον ρώτησα.

Έγνεψε καταφατικά.

«Εσύ δεν έλεγες πως δεν ήθελες να μπλέξεις ποτέ με εταιρείες;» ρώτησα τη μάνα μου. «Πάντα προτιμούσες αυτοδιαχειριζόμενα»

«Δε χωράει ρομαντισμός σ’ αυτά» μου είπε.

Την κοίταξα αηδιασμένη.

«Θα μπορούσες να χες κάνει τόσο πράγματα μ’ αυτά τα χρήματα!» της φώναξα.

Η σχέση μου με τη μητέρα μου είναι καλή τροφή για ψυχαναλυτές. Η επιλεκτική απάθεια του πατέρα μου είναι ένα άλλο κεφάλαιο. Το σκηνικό επαναλαμβανόταν κάθε ημέρα, ίσως με άλλες λέξεις και με άλλες αφορμές. Η κληρονομιά απλά θα έφερνε νέες νευρώσεις.

Σταμάτησαν όλα. Μήνυμα από το Ραφαήλ.

«Κέντρο απόψε;»

Η Κάρι Μπράντσο μέσα μου είχε βγάλει σαμπάνια και πανηγύριζε. Αλήθεια, πόσο εύκολο είναι να γίνεις η λευκή αστή που μισείς; Ή, καλύτερα, πόσο εύκολο είναι να μετατραπείς σε όσα μισείς;

Ο Ραφαήλ με τ’ αυτοκίνητό του. Ήμουν ενθουσιασμένη. Τον φίλησα. Μπήκα μέσα. Άφησα στα χέρια του το πού θα πάμε. Πεταλουδίτσες στο στομάχι. Το σίκουελ του εφηβικού μου ενθουσιασμού – μια ημέρα θα ξεφύγω από αυτόν, αλλά όχι σήμερα.

Αργά το βράδυ στο δωμάτιο του. Είχε πάει να κάνει ένα μπάνιο. Εγώ είχα μόλις ντυθεί για να με γυρίσει σπίτι – θα έμενα μαζί του μα είχα ένα πρωινό ξύπνημα την άλλη ημέρα. Έπρεπε να βοηθήσω τη μάνα μου στο μαγαζί.

Πήρα ένα μολύβι κι ένα post – it από το γραφείο του. «Επιτέλους είσαι ευτυχισμένη» έγραψα και πήγα να το κολλήσω στον καθρέπτη του – γιατί έχω αδυναμία σε δαύτους. Τον άκουσα να βγαίνει από το μπάνιο. Έσκισα το post – it. Έπεσα στο κρεβάτι του να κοιμηθώ. Κανένα πρωινό ξύπνημα.

“Trouble coming to your home”