Αγαπητοί φίλοι του Horrorscope, καλωσήρθατε στο καινούργιο άρθρο μας. Βρισκόμαστε στα μισά του πιο horror-friendly μήνα του χρόνου με το Halloween να πλησιάζει και με το χειμώνα να δείχνει ήδη…

Horrorscope: Ταινίες τρόμου και ταινίες splatter. Βίοι παράλληλοι / Βίοι αβίωτοι

Αγαπητοί φίλοι του Horrorscope, καλωσήρθατε στο καινούργιο άρθρο μας. Βρισκόμαστε στα μισά του πιο horror-friendly μήνα του χρόνου με το Halloween να πλησιάζει και με το χειμώνα να δείχνει ήδη τα δόντια του, τουλάχιστον εδώ στα βόρεια όπου γράφεται το παρόν.

Σήμερα η στήλη θα ξεφύγει από τις συνηθισμένες βιβλιοπροτάσεις. Θα εστιάσει περισσότερο στην κινηματογραφική απεικόνιση του Τρόμου, και συγκεκριμένα σε ένα ως τώρα άλυτο πρόβλημα που έχω συναντήσει και, για εμένα, δημιουργεί ζήτημα σε ολόκληρο το είδος.

Οι ταινίες τρόμου δεν έχουν Σπλατερόμετρο.

Για να το εξηγήσουμε: Έχει μπει ο Οκτώβριος φουριόζος, λοιπόν, είναι και Παρασκευή και 13 προχθές, και λέω εγώ στο έτερον ήμισυ της στήλης, δεν βάζουμε να δούμε μια ωραία ταινία τρόμου να χουχουλιάσουμε κάτω από την κουβέρτα;

Κοιτάμε από εδώ, κοιτάμε από εκεί, καταλήγουμε στο παρακάτω:

“Ω να σου γα…” -Η Νατάσα όταν της έδειξα το εξώφυλλο.

Ενδιαφέρον το premise. Τύπος βρίσκει στολή κλόουν. Τύπος φοράει τη στολή για να διασκεδάσει τα παιδιά στο γενέθλιο πάρτι του γιου του. Τύπος δεν μπορεί να βγάλει τη στολή από πάνω του.

Εξαιρώντας την παντελή έλλειψη αληθοφάνειας όπου ένα παιδί θέλει κλόουν στο πάρτι του, είχα αρκετή αισιοδοξία για την ταινία. Μέχρι που είδα ποιος είναι υπεύθυνος για τη δημιουργία της.

Eli Roth.

Εδώ στο Inglourious Basterds όπου υποδύεται τον εαυτό του.

Ο Roth είναι γνωστός για ταινίες όπως το Hostel, το Cabin Fever και το The Green Inferno, ταινίες όπου οι χαρακτήρες βιώνουν μέσα σε 90 λεπτά όλα όσα βιώνουν τα αρνιά τη μεγάλη βδομάδα στην Ελλάδα. Ακραίες σκηνές βαριάς βίας, ξαντεριάσματα, αποκεφαλισμοί, κανιβαλισμός, και άλλα τέτοια βρίσκονται στη φαρέτρα του, και ως αποτέλεσμα ο εν λόγω δημιουργός έχει φάει ένα τεράστιο Χ στα δικά μου κιτάπια.

Ο Roth είναι κοινωνός του gore και του splatter, ίσως ο πιο γνωστός αυτή τη στιγμή, και έχει μεγαλώσει με το Texas Chainsaw Massacre και το Evil Dead. Ο ίδιος δηλώνει ότι κάνει ταινίες με αυτά που τον τρομάζουν, και προφανώς αυτό που τον τρομάζει είναι να τον κάνουν κοκορέτσι. Όλα καλά, όλα ωραία, και δικαίωμά του να το δηλώνει αυτό, αλλά εδώ πρέπει να σημειωθεί το εξής: η αηδία και ο τρόμος δεν είναι καθόλου μα καθόλου το ίδιο πράγμα.

Φανταστείτε τώρα πώς μου χτυπάει όταν αυτές οι ταινίες αποκαλούνται «Τρόμου».

Δεν θα πάω πολύ πίσω, όλοι γνωρίζουμε τα κλασσικά τρομοφίλμ που μας μεγάλωσαν. Αντ’ αυτού, θα εστιάσω σε ταινίες τρόμου της δεκαετίας που διανύουμε. Ταινίες όπως τα It Follows, Get Out, Witch, The Conjuring, The Babadook, The Autopsy of Jane Doe. Παρότι είναι πολύ διαφορετικές μεταξύ τους, όλες έχουνε κοινούς στόχους. Να τραβήξουν τον θεατή μέσα στην αφήγηση μέσω της ατμόσφαιρας και των χαρακτήρων, να τον κάνουν να ενδιαφερθεί για τους ήρωες, να νιώσει το σασπένς του ανταγωνιστή που πλησιάζει ή τους τριγυρνάει, να ζήσει όλα όσα αισθάνονται οι χαρακτήρες – το φόβο τους, την αίσθηση καταδίωξης, τη λύπη τους, ακόμα και τη χαρά τους για μια μικρή πρόσκαιρη νίκη.

όταν ας πούμε το τέρας στο Babadook τρώει το παιδί και ησυχάζουμε.

Ακούγεται σαν κάτι που θα ήθελαν οι περισσότερες ιστορίες ανεξαρτήτως είδους, έτσι; Έτσι. Το έχω πει και θα το λέω για πάντα. Οι ιστορίες τρόμου δεν έχουν αυτοσκοπό να σε τρομάξουν, φίλε αναγνώστη. Ίσως είναι το «δόλωμα», ίσως ποντάρουν και στη δική σου αδημονία πριν ξεκινήσεις να διαβάζεις/βλέπεις, και φυσικά θα συμβεί δυνητικά πολλές φορές κατά τη διάρκεια της εμπειρίας, αλλά ΔΕΝ είναι ο αυτοσκοπός. Και το καταλαβαίνω ότι αυτό ίσως ακούγεται διαισθητικά λάθος, μιας και μιλάμε για τη μεγαλύτερη παρεξήγηση όσον αφορά τις ιστορίες τρόμου από τη σύλληψή τους, και δύσκολα μπορεί να ανατραπεί. Ίσως βοηθήσει αν αναλογιστεί κανείς τις ιστορίες αγάπης. Είναι σαν να πιστεύει κανείς ότι ο αυτοσκοπός τους είναι να σε κάνουν να ερωτευτείς, κάτι που προφανώς και δεν ισχύει.

Κρατήστε το εξής: ο σκοπός κάθε σωστά δομημένης ιστορίας είναι ο αναγνώστης να ενδιαφερθεί και να μπει νοερά στη θέση του ήρωά της.

Ας περάσουμε τώρα και στις σπλατεριές, στα επονομαζόμενα gore films. Ταινίες όπου οι χαρακτήρες υπάρχουν για να γίνουν κομμάτια, να ανατιναχτεί το κεφάλι τους, να χάσουν τα άκρα τους και δεν συνεχίζω γιατί ήδη άρχισα να ανακατεύομαι. Ο δημιουργός των gore films θέλει να σοκάρει το κοινό, θέλει να σου αδειάσει το στομάχι, με όποιο τρόπο μπορεί. Και το εργαλείο εδώ είναι ένα. Το πόσο δημιουργικά μπορεί να καταστρέψει ένα ανθρώπινο κορμί. Οι ίδιοι οι ήρωες καταλήγουν στο πίσω κάθισμα, από πλευράς σημασίας. Συνήθως θα υπάρχει μια «ηρωίδα» που θα δει τους φίλους και γνωστούς της να περνάνε τα μαρτύρια της Κόλασης προτού καταφέρει να ξεφύγει ή να προκαλέσει το ίδιο πλήγμα στον συνήθως απρόσωπο-ατάραχο απόλυτο κακό. Με το τέλος της ταινίας μπορεί να θυμάστε τον ψυχάκια χιλμπίλη κανίβαλο να ξεριζώνει το πλεμόνι της δευτεραγωνίστριας και να το πετάει στο μπλέντερ, αλλά το όνομά της… κατά πάσα πιθανότητα όχι.

Δεν σημαίνει ότι ταινίες τρόμου που δεν καταλογίζονται στο gore δεν έχουν ισχυρές σκηνές βίας. Ο τεράστιος Κρόνενμπεργκ –που ακόμα περιμένουμε κάποιον άξιο κληρονόμο του– έκανε το body horror τέχνη, γνωρίζοντας ανά πάσα στιγμή τι θέλει να πει και πώς θα χρησιμοποιήσει αυτές τις βίαιες σκηνές προς όφελός του. Στις ταινίες τρόμου, αυτού του είδους η βία λογίζεται σαν το απαραίτητο μπαχαρικό, και πάλι ο σκοπός της δεν είναι απλά να σοκάρει αλλά να ανεβάσει τα αφηγηματικά stakes ή να υπερτονίσει έναν κίνδυνο. Τρανό παράδειγμα από τα προαναφερθέντα, το It follows που μέσα στο πρώτο πεντάλεπτο μας χάρισε την εικόνα μιας νεκρής με το πόδι της στην κατάσταση που είναι επιστημονικά γνωστή ως «Πόδι Τζιμπρίλ Σισέ». Ειδικά για κάποιους που έχουμε περάσει τραυματισμούς ποδιού θα κάνει καιρό να σβήσει.

ΜΗΝ googlάρετε τη φράση «πόδι Σισέ». Σας προειδοποίησα

Να προσθέσω εδώ και τον δικό μου αγαπημένο δημιουργό ταινιών τρόμου, τον Michael Flanagan. Για αυτόν πάνω απ’ όλα έχουν σημασία οι χαρακτήρες. Τους νοιάζεται, ενδιαφέρεται και εμβαθύνει σ’ αυτούς, κι ας ξέρει ότι θα περάσουν τα μύρια όσα. Η ατμόσφαιρα και οι ανάγκες τους απέναντι σε κάτι μεγαλύτερο από τους ίδιους (πολλές φορές υπερφυσικό) κινεί την πλοκή, όχι τα τεράστια λεπίδια και οι κουβάδες από άντερα. Το Gerald’s Game που είναι η τελευταία δουλειά του είναι ένα λαμπρό παράδειγμα κι ας περιέχει κι αυτό μια σκληρή σκηνή σωματικού τρόμου. (Απλά προσθέστε στην απαγορευμένη λίστα για googlαρισμα και τον όρο “degloving”). Δεν είναι εκεί για το σαδισμό της εικόνας, αλλά σαν κομμάτι της προώθησης του χαρακτήρα.

Αν λοιπόν στις ταινίες τρόμου η βία είναι το αλάτι στο φαγητό, στο gore η συνταγή είναι «αλατόσουπα με αλάτι».

Οπότε το ξεκαθαρίσαμε; Τρόμος καλός και gore κακό; Μακάρι να ήταν έτσι απλά τα πράγματα. Είναι δύσβατα μονοπάτια αυτά και μην ξεχνάμε ότι κάθε καινούργια ιστορία ξεκινάει από το μηδέν και έχει έναν δημιουργό από πίσω της. Είναι ουτοπικό να θεωρούμε τις αντιστάσεις του καθενός παρόμοιες, ούτε η αισθητική του εκάστοτε δημιουργού ακολουθεί ένα συγκεκριμένο στάνταρ. Το Bone Tomahawk είναι ένα (σχεδόν) άψογο western τρόμου που βγήκε πριν περίπου 3 χρόνια. Βρίθει από ατμόσφαιρα, αισθάνεσαι τη σκόνη στο λαιμό, το νιώθεις ότι βρίσκεσαι σε έναν μεθόριο τόπο όπου οι κίνδυνοι είναι συνεχείς και οι ιθαγενείς σίγουρα δεν θα φέρουν καλαμπόκι και γαλοπούλα την ημέρα των Ευχαριστιών.

Συν το ότι πρωταγωνιστεί το μουστάκι του Kurt Russell, κοιτάχτε εδώ αρχοντιά.

Κι όμως, αυτή η ταινία αφήνει μια και μόνο αίσθηση στον θεατή άπαξ και τελειώσει. Κι αυτή είναι η μια σκηνή γύρω στο τέλος του 2ου act της, όταν θανατώνεται ένας χαρακτήρας με τον χειρότερο τρόπο που έχω δει ποτέ μου. Μια σκηνή όπου το γδάρσιμο του σκαλπ είναι το λιγότερο άσχημο που του συμβαίνει με την κάμερα σταθερή επάνω του, εμπνευσμένη από κάποια γκροτέσκα αποικιακή γκραβούρα για το τι θα τους κάνουν οι βάρβαροι ιθαγενείς έτσι και τους πιάσουν.

Όπως είπα, η ταινία ήταν σχεδόν άψογη γιατί μας έδωσε χαρακτήρες για τους οποίους ενδιαφερθήκαμε, πλούσια ατμόσφαιρα και την αίσθηση κινδύνου. Ακόμη περιμένω τον έναν θεατή που θα πει «εκείνη η σκηνή έφτιαξε την ταινία». Γιατί οι περισσότεροι θεωρούν ότι εκείνη η σκηνή την αμαύρωσε.

Σαν συγγραφέας ιστοριών τρόμου, καταλαβαίνω όταν κάποιος λέει «δεν τα μπορώ εγώ αυτά» ή «σιχαίνομαι τον τρόμο». Ακολούθως διαβάζουμε διθυραμβικές κριτικές τύπου «δεν διαβάζω τέτοια αλλά αυτό το λάτρεψα» και «Να ξεκαθαρίσω ότι δεν είμαι φαν του είδους…» Δυστυχώς για τη δική τους τέρψη, μεγάλο κομμάτι αυτού του κοινού δεν συνειδητοποιεί ότι σιχαίνεται κάτι διαφορετικό από αυτό που πρεσβεύει η γραφή του σιναφιού μας. Δεν λέω όλοι, αλλά σίγουρα είναι περισσότεροι απ’ όσοι θα ‘πρεπε. Και σ’ αυτό παίζει το ρόλο της τούτη η σύγχυση των ειδών. Προφανώς, υπάρχει κόσμος που γουστάρει τη γοτθική ιστορία φαντασμάτων κι ύστερα ρίχνει κι ένα Saw για σβήσιμο στη βραδιά. Ή αγαπάει Mario Fulci και παλιά Ιταλικά Giallo, αλλά δεν θα τον χαλάσει και ένα Babadook. Σε κάθε περίπτωση είναι σημαντικό να τα ξεχωρίζουμε ως δυο διαφορετικά πράγματα και το ένα δεν βασίζεται στο άλλο.

Πώς τη λύνουμε αυτή τη σύγχυση; Το πιο βολικό θα ήταν αυτό που ανέφερα πριν. Σπλατερόμετρο στις κριτικές. Δηλαδή, έλεος, μην μου πετάτε στην κατηγορία τρόμου δίπλα-δίπλα το Under the Shadow, το Insidious και το A Serbian Film. Δεν φτάνει να πεις ότι μια ταινία είναι Rated-R. Το καινούργιο It είναι rated-R και αυτό απλά σημαίνει ότι ο μικρός από το Stranger Things βρίζει σαν ομοφοβικός φορτηγατζής που χάνει η ομάδα του ενώ είναι κολλημένος στην κίνηση.

“Ναι, αλλά η δικιά σου η μάνα…” ο Finn Wolfhard σε όλη την ταινία.

Αν το IMDB ή το Rotten Tomatoes ή και το δικό μας το Horrorant έκανε κάτι τέτοιο, αυτό θα ήταν πολύ χρήσιμο, κι εγώ θα ευχαριστιόμουν λίγο πιο εύκολα το Clown του Roth που τελικά δεν είχε κάτι τραβηγμένο και ήταν μια τίμια μετριόσυμπαθητική ταινία τρόμου με ελάχιστο gore πασπαλισμένο από γύρω.

Το πιο δύσκολο θα ήταν να ξέρει ο κόσμος και να μην συγχέει δυο είδη που περπατούν σε παρόμοιες ατραπούς αλλά στην πραγματικότητα μοιράζονται ελάχιστα κοινά. Μέχρι τότε, εμείς οι φαν του ψυχολογικού τρόμου θα ακούμε το «Α, τρόμος είναι; Εγώ δεν διαβάζω τέτοια, σχαίνομαι», και θα προσπαθούμε να εξηγήσουμε τη σύγχυση…

…πάντα με χαμόγελο.