Σε μια πρόσφατη συνέντευξή του, ο σπουδαίος Alan Moore, δημιουργός, μεταξύ άλλων, της καλύτερης ίσως κριτικής ματιάς στο υπερηρωικό κόμικ, του Watchmen, είπε πως η σύγχρονη υπερπληθώρα υπερηρωικών ταινιών είναι…

No more heroes any more: Ο Punisher και η εφηβική καθήλωση

Σε μια πρόσφατη συνέντευξή του, ο σπουδαίος Alan Moore, δημιουργός, μεταξύ άλλων, της καλύτερης ίσως κριτικής ματιάς στο υπερηρωικό κόμικ, του Watchmen, είπε πως η σύγχρονη υπερπληθώρα υπερηρωικών ταινιών είναι «άσχημα νέα για την κουλτούρα. Έχουμε αυτή τη βρεφοποίηση, έχουμε αυτή την άρνηση να μεγαλώσουμε, μια άρνηση να αναλάβουμε τις ευθύνες μας για τον ενήλικο κόσμο, στον οποίο όλοι συμμετέχουμε –και ναι, είναι ένας πολύ περίπλοκος κόσμος, και, ναι, είναι τρομαχτικός […] και καταφεύγουμε σε αυτές τις φαντασιώσεις ενδυνάμωσης», για να καταλήξει πως «εν τέλει, αυτά τα προϊόντα μπορούν να περιγραφούν ως φαντασιώσεις μεγαλείου της λευκής ανώτερης φυλής».

Δεν ξέρω αν συμφωνώ με την πορεία του συλλογισμού, αλλά πιστεύω ένθερμα πως όταν κάποιος σαν τον Alan Moore μιλάει γι’ αυτό το πολιτισμικό φαινόμενο, οφείλουμε να ακούμε τι έχει να πει και να προσπαθούμε να σκεφτούμε λίγο πέρα από τα αυτονόητα. Το πρώτο κείμενο που είχα γράψει για αυτό το περιοδικό αφορούσε τις αιτίες της έκρηξης του υπερηρωικού είδους στον κινηματογράφο και την ευρύτερη ποπ κουλτούρα∙ αυτές οι αιτίες εξακολουθούν να με απασχολούν, αλλά πλέον έχουμε φτάσει σε ένα σημείο όπου μιλάμε για ένα ηγεμονικό και κυρίως αυτονόητο φαινόμενο. Και όταν κάτι γίνεται αυτονόητο, συνήθως σταματάμε να το εξετάζουμε ως μια κινητήρια δύναμη της εποχής μας.

Ορισμένα «εσωτερικά» προβλήματα της πορείας αυτής, που συνοψίζεται βασικά στα εγχειρήματα της Μάρβελ είναι, όπως έχει εύστοχα γραφτεί, «η συχνή απουσία διακριτών genres και αισθητικής, η υπερβολική διασύνδεση των επί μέρους σειρών/ταινιών σε βαθμό που στερούν την απόλαυσή τους, η δυσκολία επένδυσης σε πραγματικούς villains με ανεπτυγμένους χαρακτήρες, και, κυρίως, τα βασικά ερωτήματα του πού απευθύνονται και τι θέλουν να πουν». Υπάρχουν όμως και ευρύτερα ερωτήματα που αναδύονται –κυρίως το τι λέει για μια κουλτούρα η εμμονική της προσήλωση σε υπερανθρώπους και η ανάγκη της να μιλήσει για τον κόσμο και τα προβλήματά του σχεδόν αποκλειστικά μέσα από μύθους για όντα που η ύπαρξή τους συνοψίζεται στο να ξεφεύγουν από τους κανόνες της ανθρώπινης δράσης.

 

Αυτή την ανάγκη για καταφυγή σε αφηγήσεις για όντα που υπερβαίνουν τα ανθρώπινα όρια, βέβαια, μπορεί κανείς να τη δει να συμβαίνει ξανά και ξανά εδώ και χιλιετίες, μέσα από τους μύθους και τις θρησκείες –και σίγουρα δεν μπορούμε να την απορρίψουμε, καθώς είναι ένας από τους βασικούς ιστούς της ανθρώπινης κατάστασης και μπορεί όντως να μας προσφέρει υλικό για στοχασμό και πηγές συγκίνησης. Πράγματι, οι υπερηρωικές αφηγήσεις είναι στην πραγματικότητα ένα σώμα μύθων που χρησιμοποιούμε εδώ και δεκαετίες όχι μόνο για τη διασκέδασή μας, αλλά και για να μιλήσουμε για ευρύτερες ανησυχίες. Άλλωστε, η ίδια τους η μορφή (ένας βασικός πυρήνας στοιχείων που παραλλάσσεται συνεχώς για να γεννήσει κάθε φορά κάτι νέο) παραπέμπει στον μυθικό χρόνο και στις λειτουργίες του. Δεν αμφιβάλλω καθόλου ότι μέσα από ιστορίες για υπερήρωες μπορούν να προκύψουν συγκλονιστικά αποτελέσματα και πραγματική τροφή για σκέψη –άλλωστε υπάρχουν δεκάδες τέτοια παραδείγματα στην ιστορία των κόμιξ. Το ζήτημα, όμως, είναι τι συμβαίνει όταν τα υπερηρωικά αφηγήματα χρησιμοποιούνται ως κύριο καύσιμο της ποπ κουλτούρας μας, ως ο τρόπος για να μιλήσουμε σχεδόν για οτιδήποτε, και, τελικά, ως πλαίσιο για να αντιληφθούμε τον κόσμο.

Ένα καλό παράδειγμα είναι η πρόσφατη σειρά του Netflix, The Punisher. Όταν ξεκίνησα να τη βλέπω, έχοντας υπόψη την προϊστορία του ήρωα, περίμενα ότι θα δω ένα λουτρό αίματος με κουλ ατάκες, τεστοστερόνη να ξεχειλίζει από παντού, και μια κάποια νουάρ αισθητική με ψήγματα ευρύτερων προβληματισμών που η Μάρβελ θέλει να βάζει στις τηλεοπτικές της σειρές. Τελικά η σειρά ήταν εντυπωσιακά καλή, σε εντελώς άλλο επίπεδο απ’ όσο νόμιζα: οι χαρακτήρες ήταν καλογραμμένοι, είχαν βάθος και πολλαπλά επίπεδα, υπήρχε μια καλή απόδοση προβληματισμών για τη θέση της βίας και για το δικαίωμα χρήσης της, υπήρχε μια εξαιρετική απεικόνιση της κατάστασης των επαγγελματιών στρατιωτών των ΗΠΑ και του τι κάνει ο πόλεμος στο μυαλό και στην ψυχή τους. Η σειρά σε γενικές γραμμές απέχει από το πλάσιμο χάρτινων χαρακτήρων, κυρίως των villains, στοχάζεται πάνω στις γκρίζες ζώνες του ηθικού φάσματος και χειρίζεται το συνήθως ξεπερασμένο πλέον μοτίβο του αντιήρωα αρκετά ικανοποιητικά. Το σενάριο επενδύεται με πολιτική ίντριγκα και τίθενται ερωτήματα για τον ρόλο των ΗΠΑ και των μυστικών υπηρεσιών τους –έστω και με έναν κομιξικό, κάπως καρτουνίστικο τρόπο (βλ. κακός που είναι τόσο κακός, ώστε έχει ένα μάτι).

Χωρίς να έχω τύψεις που απόλαυσα τη σειρά, μου δημιούργησε σκέψεις για τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε την ποπ κουλτούρα. Πάνω απ’ όλα, το The Punisher είναι μια σειρά με αξιώσεις: φιλοδοξεί να εξερευνήσει περίπλοκα θέματα και αποχρώσεις της πραγματικότητας με κύριο όχημα έναν ήρωα που λύνει τα προβλήματά του βρίσκοντας το μεγαλύτερο όπλο που μπορεί. Πέρα από το προφανές πρόβλημα σε αυτό (η βία ως λύση σε κάθε πρόβλημα), υπάρχει και το ζήτημα κατά πόσο το ραφινάρισμα ενός υπερήρωα μπορεί να επαρκεί ώστε να τεθούν ευρύτερα ζητήματα. Κατά πόσο η Μάρβελ, ως επικρατέστερο όχημα της σημερινής βαριάς βιοηχανίας της ποπ κουλτούρας, βασίζεται σε μια κατάσταση «βρεφοποίησης», όπως το έθεσε ο Moore, και σε μια εφηβική καθήλωση της εποχής για να παραμείνει στην κορυφή, εφοδιάζοντάς μας με νοητικά εργαλεία που ενισχύουν αυτή την εφηβική καθήλωση, σε έναν ογκώδη φαύλο κύκλο;

Δεν υποστηρίζω ότι αυτό συμβαίνει επίτηδες, ούτε πως τα υπερηρωικά έργα είναι τα μόνα πολιτισμικά προϊόντα της εποχής μας. Άλλωστε, οι συγγραφείς και οι σεναριογράφοι των κόμιξ και των σειρών είναι συνήθως πράγματι διατεθειμμένοι να αναδείξουν σημαντικά ζητήματα, με όλο και περισσότερο εκλέπτυνση. Ωστόσο, ποια είναι τα όρια στα οποία μπορεί να φτάσει αυτή η εκλέπτυνση; Πόσο βαθιά μπορεί να είναι η ανατομία μιας κοινωνικής ματιάς στον σύγχρονο κόσμο, όταν το όχημά σου είναι ένας τύπος με μια νεκροκεφαλή στο στήθος, που σκοτώνει όποιον βρίσκει μπροστά του;

Το πρόβλημα δεν είναι πως χάσαμε τις αξίες μας, πως δεν έχουμε παιδεία, ή κάποια άλλη γενική ηθικολογία. Οι άνθρωποι έχουν πάντα ανάγκη από καταφύγια, είτε αυτά βρίσκονται σε κάποιο φαντασιακο παρελθόν, είτε σε κάποιο εναλλακτικό ηρωικό παρόν. Τα καταφύγια αυτά, όμως, φαίνεται να είναι σήμερα σχεδόν η μόνη πρόταση, το μόνο πολιτισμικό αιτούμενο και το μόνο τρέχον νόμισμα. Μια περιθωριακή μέχρι πρότινος κουλτούρα, που βασίζεται στο escapism, με όλα της τα θετικά και τα αρνητικά, καταναλώνεται πλέον βουλιμικά από όλους σαν κάτι αυτονόητο, σαν να είναι το βασικό εργαλείο με το οποίο φανταζόμαστε τον κόσμο. Όσο η δυστοπία σταματά να είναι δυστοπία και γίνεται όλο και περισσότερο πραγματικότητα, εμείς επιστρέφουμε στην αγκαλιά μιας παιδιάστικης ασφάλειας, όπου όλα τα προβλήματα θα τα λύσουν οι Μεγάλοι. Εταιρείες όπως η Μάρβελ χτίζουν καταφύγια όλο και πιο περίπλοκα, όλο και πιο βαθιά, στα οποία εισερχόμαστε συνεχώς, με όλο και μεγαλύτερη συνέπεια, κοιτώντας από τους φεγγίτες ενός κοινωνικού προβληματισμού με όλο και μικρότερη δύναμη, όπου φτάνει όλο και λιγότερο φως.

Δεν πρόκειται για μια κατάσταση αλά Μάτριξ, όπου μας περιβάλλει μια πλαστή πραγματικότητα∙ μια τέτοια αντίληψη θα ήταν πολύ εύκολη, πολύ συνωμοσιολογική και καθόλου χρήσιμη. Δεν πρόκειται καν για μια αντίληψη του «όλα πάνε σκατά». Πρόκειται για μια ενισχυμένη πραγματικότητα, πιο πραγματική από την κανονική. Πρόκειται για τον Μύθο ως επανίδρυση της πραγματικότητας, όπου οι υπερήρωες λειτουργούν ως θεοί, τους οποίους λατρεύουμε ακολουθώντας κάθε νέο μονοπάτι σαν να κουνάμε άλλη μια χάντρα σε ένα ροζάριο ή φυλλομετρώντας ένα βιβλίο με προσευχές. Μπορεί να θεωρούμε ότι είμαστε αρκετά σύγχρονοι ώστε να μουρμουρίζουμε με κάθε ευκαιρία και με απόλυτη βεβαιότητα ότι ο Θεός είναι νεκρός, αλλά στην πραγματικότητα ο Θεός δεν είναι σε καμία περίπτωση νεκρός∙ απλώς ξύρισε τη γενειάδα, έβγαλε τη ρόμπα και έβαλε κολλητή στολή με μια κόκκινη μπέρτα.

Έχω βαθιά αγάπη για τα υπερηρωικά κόμιξ και πιστεύω απόλυτα στην ποπ κουλτούρα ως πολιτικό εργαλείο, όπως έχει φανεί συχνά σε αυτό το περιοδικό. Και είναι ακριβώς βάσει αυτής της αγάπης και πίστης που αναρωτιέμαι για όλα αυτά. Δεν θα σταματήσω να βλέπω υπερηρωικές ταινίες και σειρές, ούτε να παρακολουθώ τι συμβαίνει στον χώρο. Και φυσικά δεν έχω απάντηση στα ερωτήματα που τέθηκαν παραπάνω. Σίγουρα υπάρχουν και θετικά στοιχεία σε όλο αυτό, ή, τουλάχιστον, θετικοί τρόπο να δούμε το ζήτημα. Αυτό όμως δεν αλλάζει το γεγονός ότι η εφηβική μας καθήλωση φαίνεται να είναι η άλλη όψη του νομίσματος της ποπ νοσταλγίας και του ποπ νιχιλισμού. Καταφεύγουμε στην ασφάλεια των υπερηρώων, των φαντασμάτων ενός περίκλειστου παρελθόντος, των μεγάλων σωτήρων που, είτε κυβερνούσαν τη χώρα όπως ο Ανδρέας Παπανδρέου, είτε σώζουν το σύμπαν όπως ο Thor, μας αφήνουν να παρατηρούμε ασφαλείς από μακριά και να ελπίζουμε πως, κάπου, κάπως, κάποτε, όλα θα πάνε καλά.