Δεδομένο 1: η βιομηχανία του πορνό είναι πια ένας από τους κατεξοχήν τομείς  όπου μια γενιά που συνεχίζει να είναι συντηρητική, βιώνει και προβάλει τη σεξουαλική της απελευθέρωση με memes,…

The Deuce: “Αν υπάρχει κόλαση εκεί κάτω…

Δεδομένο 1: η βιομηχανία του πορνό είναι πια ένας από τους κατεξοχήν τομείς  όπου μια γενιά που συνεχίζει να είναι συντηρητική, βιώνει και προβάλει τη σεξουαλική της απελευθέρωση με memes, αναφορές, συζητήσεις.

Δεδομένο 2: οτιδήποτε και αν πιάσει ο George Pelecanos και ο David Simon (πρώην ρεπόρτερ της εφημερίδας Baltimore Sun) θα είναι μελετημένο με υψηλού επιπέδου δημοσιογραφική έρευνα και στημένο να είναι καθετί άλλο παρά επιφανειακό.

Απεικονίζοντας την όχι και τόσο φωτεινή πλευρά της Νέας Υόρκης  της δεκαετίας του 70ς, το Deuce μας συστήνει κάτι με το οποίο ζούμε, αλλά για το οποίο ελάχιστα σκεφτόμαστε. Σε μια γειτονιά γεμάτη με μαφιόζους, pimps, πόρνες, κακόφημα μπαρ.  Αυτή η γειτονιά, αυτός ο φαινομενικά μόνο ανοιχτός χώρος, γίνεται ο χώρος μέσα από τον οποίο οι δημιουργοί του The Deuce παρουσιάζουν τη βιομηχανία του σεξ ή μάλλον καλύτερα την εκβιομηχάνισή του, με τη βάση να δίνεται κυρίως στο πορνό. Και αυτό είναι το πρώτο επίτευγμα της σειράς: η ιστορικοποίηση της γέννησης του πορνό, η πλαισίωσή του ως μέρους της ευρύτερης βιομηχανίας του σεξ. Τα πάντα κατά την περίοδο, 1971, που κυκλοφορεί το «Βαθύ Λαρύγγι», η μάλλον πρώτη ταινία που πέρασε το πορνό από τη σκοτεινή γωνία στις χλιδάτες αίθουσες και τους παραγωγούς πορνό ταινιών από το περιθώριο στο προσκήνιο.

Ακολουθώντας ένα μοτίβο παρόμοιο με εκείνο του The Wire ακολουθούμε την πολυνηματική σχέση μιας στενής και ιεραρχικά δομημένης ομάδας ανθρώπων με τρόπο τόσο αυστηρό που όλοι έχουν κάποια σχέση με τα υπόλοιπα μέλη της ομάδας. Κέντρο όλου του νήματος είναι από τη μια ο Vincent (James Franco) και από την άλλη η Candy (Μaggie Gyllenhaal). O πρώτος είναι «ιδιοκτήτης» ενός μπαρ στο πιο κεντρικό σημείο της γειτονιάς, η δεύτερη εκδιδόμενη γυναίκα από μεσοαστική οικογένεια, η μόνη που επιλέγει να δουλέψει χωρίς pimp και η πρώτη που βλέπει την προοπτική που ανοίγεται στον ερωτικό κινηματογράφο, εκείνη που είδε τις ερωτικές σκηνές με διαφορετική οπτική και καβάλησε πάνω στο κύμα του αναδυόμενου περιθωρίου που ερχόταν να πάρει mainstream ρόλο στην Αμερική που άρχιζε και πάλι να κλείνεται στο καβούκι της.

Βέβαια, αυτή η αυστηρή δομή και η ένταξη όλων των χαρακτήρων μέσα σε ένα πυκνό και στενό χώρο αποτελεί και από μόνη της ένα κοινωνικό σχόλιο αλλά και μια πολύ ωφέλιμη αφηγηματική οπτική. Όταν όλοι οι χαρακτήρες είναι μέσα στο Παιχνίδι, για να πάρω έναν όρο του The Wire, όταν η αφήγηση γίνεται από τα μέσα της ομάδας, είναι ευκολότερο να αποφευχθούν οι ηθικισμοί, η οπτική όσων είναι εκτός της κοινότητας. Αντίθετα, οι χαρακτήρες σκιαγραφούνται καλύτερα, ως μέλη μιας πραγματικότητας από την οποία αδυνατούν να ξεφύγουν, στην οποία είναι σχεδόν καταδικασμένοι να πεθάνουν. Το περιθώριο δεν είναι επιλογή. Αντιθέτως, είναι ένα απαραίτητο στοιχείο για να λειτουργήσει ο καπιταλισμός.

Bλέποντας κανείς την ενδυμασία, τα χρώματα, τις γλωσσικές επιλογές, ακόμα και τα παρκαρισμένα αυτοκίνητα θα δει ότι είναι όλα προσεγμένα στην εντέλεια. Ωστόσο, σε αντίθεση για παράδειγμα με το Stranger Things, η αναβίωση και η νοσταλγία της δεκαετίας του ’70 δεν είναι ο αυτοσκοπός, αλλά περισσότερο το απαραίτητο υπόβαθρο προκειμένου να παρουσιαστεί η ιστορική πορεία της πορνοβιομηχανίας σε μια ιστορική περίοδο που -καθόλου τυχαίο- ήρθε αφού άρχισε να ξεφτίζει η πραγματική σεξουαλική επανάσταση της δεκαετίας του ’60.  Εδώ δεν θα είναι ακόμα μια περίπτωση που η Αμερική θα νοσταλγήσει και πάλι για τα 70s, όσο καλή και αν είναι η αναπαράσταση της σκοτεινής πλευράς τους.

Για την κριτική ματιά προς τον καπιταλισμό τα πράγματα ήταν λίγο-πολύ αναμενόμενα για όποιον έχει παρακολουθήσει τον Simon. Αυτό που μου έκανε φανταστική εντύπωση είναι ο ψυχρός και καθόλου διδακτικός τρόπος που o Simon και ο Pelecanos έθεσαν τον όλο προβληματισμό τους και κάτω από μια φεμινιστική ματιά. Όσα συμβαίνουν στη βιομηχανία του σεξ μπορεί να τα διαβάσει κανείς με άπειρους τρόπους, ο πρώτος και κυριότερος ωστόσο είναι η εκμετάλλευση της γυναίκας από τον άντρα. “Daddies, husbands and pimps. They’re all the same. They love you for who you are until you try to be someone else. At least pimps are up front about it”, ακούγεται κάπου στο 5ο επεισόδιο.  Το “The Deuce” ξεφεύγει από την εξιδανίκευση της βιομηχανίας του πορνό. Δεν είναι τυχαίο ότι η executive producer της σειράς Michelle McLaren δήλωσε ότι δέχτηκε να συμμετάσχει στη σειρά μόνο αφού την διαβεβαίωσαν ότι αυτή θα είναι κριτική στον μισογυνισμό και την εκμετάλλευση. Και είναι κριτική χωρίς να κατεφεύγει στην εύκολη λύση της δημιουργίας του απόλυτου κακού χαρακτήρα που παίρνει την ευθύνη για ό,τι συμβαίνει.

Είναι ευτυχές και σίγουρα πολύ δύσκολο να δεις κριτικά, από μια liberal οπτική, την πορνογραφία (η οποία έχει πάρει την προοδευτική της ετικέτα ως κάτι που έρχεται σε αντίθεση με την πιο παραδοσιακή έννοια της συντήρησης) και είναι ακόμα πιο δύσκολο να το κάνεις για μια βιομηχανία που ξεπερνά κατά πολύ το πλαίσιο της σεξουαλικής ικανοποίησης, αλλά ενσωματώνεται στην κουλτούρα μας σε εκατοντάδες παρακλάδια, ώστε, όπως το λέει ο ίδιος ο Simon «ακόμα και αν δεν καταναλώνουμε άμεσα πορνογραφία, καταναλώνουμε έμμεσα τη λογική της». Και μάλιστα να το κάνεις χωρίς να πλάθεις ιστορίες ανεξάρτητων γυναικών που κάνουν τη δουλειά της σεξεργάτριας επειδή απλά τη γουστάρουν. Καθόλου εύκολο δεν είναι επίσης να πιάσεις ένα τόσο ευρύ πολιτισμικό φαινόμενο που μοιάζει σαν να υπήρχε πάντα και να το εντάξεις σε μια ακολουθία ήδη υπαρχουσών καταστάσεων. Το πορνό γεννήθηκε στην ίδια γειτονιά στην οποία νταβατζήδες βασάνιζαν εκείνες που εργάζονταν γι’αυτόυ και αυτό μπορεί να μην το σκεφτόμαστε -γιατί είναι άβολο να το σκεφτόμαστε- αλλά αποτελεί μια πραγματικότητα.

Στο τελευταίο επεισόδιο, η δολοφονία μιας εκ των πλέον συμπαθητικών χαρακτήρων της σειράς και κυρίως ο τρόπος που αυτή αντιμετωπίστηκε ήταν, κατά το κλισέ, μπουνιά στο μαλακό υπογάστριο. Αλλά μιλάμε για πολύ δυνατή μπουνιά. Το “business as always”, η στεναχώρια που έρχεται όμως χωρίς το οποιοδήποτε σοκ, ο κρυφός μισογυνισμός εκείνων των επίσης συμπαθητικών χαρακτήρων της σειράς που δηλώνουν ότι καθόλου τέτοιοι δεν είναι, έρχονται όλα σαν κερασάκι στην τούρτα. Το σκηνικό μπορεί να αλλάζει, να φεύγει από τους δρόμους και να μπαίνει μέσα στα κτήρια (τι συμβολισμός και αυτός) αλλά η πραγματικότητα της βιομηχανίας του σεξ παραμένει η ίδια. Πέραν όλων των υπολοίπων, το The Deuce μας παρουσιάζει μια ιστορία εκμετάλλευσης.

Τελευταίο. Ο David Simon, όπως και στο The Wire (κακά τα ψέματα, αν δεν υπήρχει το Wire αλλιώς θα βλέπαμε αυτή τη σειρά), φτιάχνει -το είπαμε ξανά- μια κοινότητα τα μέλη της οποίας είναι πολύ στενά συνδεδεμένα μεταξύ τους. Σε όλη την πορεία της σειράς, ωστόσο, καταλαβαίνεις όλο και περισσότερο πως τελικά ο καθένας από τους χαρακτήρες είναι μόνος, επιβιώνει για τον εαυτό του. Δεν θα βρεις μητέρες να θυσιάζονται για τα παιδιά τους. Δεν θα βρεις ζευγάρια που είναι πλασμένα ο ένα για τον άλλο. Δεν θα βρεις ανθρώπους που έχουν ως ηθικό κώδικα να βοηθούν άλλους. Όχι. Τελικά το The Deuce, όπως κάθε σειρά του Simon, είναι κριτική στον καπιταλισμό και στον καπιταλισμό του Simon δεν χωράει η αυτοθυσία.

 

…όλοι σε αυτήν θα καταλήξουμε”.