Η ποπ κουλτούρα γίνεται χρόνο με τον χρόνο όλο και πιο αχανής. Εξειδικευμένα περιοδικά, σάιτ, σελίδες, φίλοι και γνωστοί πάντα θα έχουν να σου προτείνουν να δεις/ακούσεις/διαβάσεις κάτι που είτε…

Σημαδούρες ποπ κουλτούρας για να μην πνιγείτε στον ωκεανό του 2017

Η ποπ κουλτούρα γίνεται χρόνο με τον χρόνο όλο και πιο αχανής. Εξειδικευμένα περιοδικά, σάιτ, σελίδες, φίλοι και γνωστοί πάντα θα έχουν να σου προτείνουν να δεις/ακούσεις/διαβάσεις κάτι που είτε δεν ήξερες, είτε είχες κατά νου αλλά ξέχασες μέσα στον ωκεανό πληροφορίας που σε κατακλύζει καθημερινά. Οπότε, μήπως από τους κουβάδες πληροφορίας να στραφούμε και λίγο προς το σταγονόμετρο; Με αυτό το σκεπτικό σας προτείνουμε όχι 10άδες-20άδες-500άδες πραγμάτων που χάσατε και αν δεν έχετε υπόψη θα υποφέρετε από χρόνιο και ανίατο FOMO, αλλά μικρές μπουκίτσες ποπ κουλτούρας που για τον ένα ή τον άλλον λόγο μας άρεσαν, μας επηρέασαν ή μας έκαναν εντύπωση μέσα στο 2017. Ας κάνουμε όλοι και όλες μαζί μια επανάσταση του αυτονόητου, μιλώντας περισσότερο για λίγα και πραγματικά καλά, γιατί αν συνεχίσουμε έτσι σε μερικά χρόνια θα σας δίνουμε να διαβάσετε «Τα 4376 καλύτερα πρώτα 2 λεπτά των τρέιλερ του εξαμήνου».

 

ΣΕΙΡΕΣ

 

Χρήστος Τριανταφύλλου – The Young Pope

 

 

Νομίζω πως όσο μεγαλώνω, εκτιμώ όλο και περισσότερο το στιλιζάρισμα στην τέχνη. Αυτό έχει οδηγήσει σε συχνές διαφωνίες με τους γύρω μου, καθώς και στο να με κατηγορούν ότι η εμμονή σε σταθερά μοτίβα δείχνει μια ανικανότητα να εκτιμήσω άλλα, Πραγματικά Σημαντικά, πράγματα σε διάφορες μορφές τέχνης. Εγώ όμως επιμένω, και θεωρώ ότι όταν το στιλιζάρισμα δεν γίνεται από ανικανότητα και ποζεριά, μπορεί να είναι ένα εργαλείο για να ξεδιπλωθούν συγκλονιστικές καλλιτεχνικές εμπνεύσεις και να εξερευνηθούν τα πιο βαθιά ζητήματα με τον πιο ουσιαστικό τρόπο, τόσο ως αισθητική, όσο και ως περιεχόμενο. Εφόσον, λοιπόν, λατρεύω τόσο τον πρώιμο Μπέργκμαν με τις βινιέτες του, δεν θα μπορούσα να μην λατρέψω μια σειρά που είναι βασικά ευρωπαϊκός κινηματογράφος on steroids, στην αμερικανική τηλεόραση δηλαδή. Πρόκειται για 10 επεισόδια αγνού, καθαρού στιλιζαρίσματος, με ιθύνοντα νου τον Σορεντίνο –τον Στέφανο, όχι τον παλιό τερματοφύλακα της ΑΕΚ–, όπου ο Jude Law δίνει ίσως την καλύτερη ερμηνεία της ζωής του. Οι ρυθμοί είναι αργοί, η τελετουργική ατμόσφαιρα είναι πανταχού παρούσα, και αυτή η υπέροχη υπαρξιακή ανατριχίλα έρπει ύπουλα μέχρι να σε χτυπήσει με τη μεγαλοπρέπεια του σπουδαίου ιταλικού κινηματογράφου που δεν άφησε ποτέ πίσω του την Καθολική εικονογραφία. Τα πάθη των ανθρώπων, η αναζήτηση της βουβής θεϊκής παρουσίας και ο τρόπος που ο νέος Πάπας ανάβει το ένα τσιγάρο μετά το άλλο, δίνουν ένα αριστουργηματικό αποτέλεσμα που δεν μοιάζει με καμία άλλη τηλεοπτική σειρά και που αποδεικνύει πως όσα χρόνια κι αν περάσουν, πάντα θα έχουμε την ανάγκη να κοιτάμε με δέος προς τα πάνω –περιμένοντας, απλώς, διαφορετικές απαντήσεις κάθε φορά.

 

Nίκος Σταματίνης – Deuceback Horseman (;)

 

 

Κρατήθηκα πολύ να μην βάλω για ακόμα μια φορά το Bojack Horseman. Αυτή τη φόρα την εξίσου φανταστική 4η σεζόν του. Τελικά τα κατάφερα και το επόμενο στη σειρά είναι το The Deuce…Όχι, δεν μπορώ. Θα πω πάλι τα ίδια. Μια θέση στο Blue Sky μπροστά από μια εικόνα της Βουλής μου ανήκει δικαιωματικά.

Αυτή τη φορά παίξαμε με ένα διπλό κλισέ: α) ο πατέρας που ψάχνει επανασύνδεση με την έφηβη κόρη του, β) o μεσήλικας γιός που έχει σπαταλήσει όλη του τη ζωή να καταλάβει τι του φταίει και δεν νιώθει πλήρης και τελικά γυρνάει στα τραυματικά παιδικά του χρόνια. Και όμως! Αυτά τα κλισέ τα διαχειρίστηκαν φανταστικά. Η μητέρα του Bojack στήνεται με έναν αριστοτεχνικό τρόπο ως νέα αλλά και ως ηλικιωμένη πάσχουσα από άνοια.

Η νέα γοητευτική και σκληρή μητέρα απέναντι στο παιδί της. Η ηλικιωμένη που τα έχει χαμένα αλλά έχει τα πιο αγνά αισθήματα απέναντι σε μια κούκλα, με τον πραγματικό της γιό να μοιάζει και πάλι παράταιρος. Ο Bojack βλέπει ότι εκείνη που είχε γίνει το αποκούμπι του, η αιτία για τον εσωτερικό του θρήνο δεν ήταν τόσο κακή όσο νόμιζε. Το πλάνο πέφτει ξανά επάνω του.

«Βojack, is that you?»

Τέτοια συγκίνηση από τότε που ο Tony συναντά τον Junior στο τελευταίο επεισόδιο του Sopranos. Kαι μετά αρχίσαμε τα ράμματα στην ψυχή μας.

 

Δημοσθένης Γαβαλάς – Twin Peaks : The Return

 

 

Σκέφτηκα πολύ πριν επιλέξω το Twin Peaks ως την καλύτερη σειρά που είδα μέσα στο 2017. Για να είμαι ειλικρινής, στην επιλογή αρχικά δεν  συνηγόρησαν πολλοί παράγοντες. To βασικό ρόλο έπαιξε η κουβέντα με την υπόλοιπη συντακτική ομάδα και η πεποίθηση που μου δημιουργήθηκε ότι τόσο το Bojack Horseman όσο και το Rick & Morty, οι σειρές που μου έρχονταν πρώτες στο μυαλό ως οι αγαπημένες της χρονιάς, θα ήταν πιασμένες από άλλους -κάτι που τελικά δεν έγινε. Έτσι, περνώντας αρκετές ημέρες και σκεπτόμενος: γιατί εντέλει μου άρεσε το Twin Peaks και αν τελικά μπορώ να το αιτιολογήσω -και να το πιστέψω- ως την καλύτερη σειρά που είδα για φέτος, κατάφερα να καταλήξω στο αναμενόμενο plot twist. Το Twin Peaks ήταν όντως η καλύτερη σειρά που είδα φέτος.

Γιατί όμως το Twin Peaks ήταν τόσο φοβερό; Αρχικά γιατί δεν επικοινώνησε με το κοινό του και έκανε την υπέρβαση. Θα ήταν πολύ εύκολο και απλό για μια σειρά – ωδή στο cult, με τόσο μεγάλο fanbase, η οποία επανήλθε 25 ολόκληρα χρόνια μετά, να παίξει το χαρτί νοσταλγία και να γίνει ένα άοσμο και ξεβαμένο revival, φτιαγμένο με τα ίδια υλικά των 90s. Η επιστροφή όμως δεν ήταν αυτή η περίπτωση. Ή μάλλον δεν ήταν καν επιστροφή. Ο Lynch μας καλεί να γίνουμε συνδημιουργοί -μιας και η σειρά προκαλεί συνέχεια σε μια εσωτερική συνομιλία, ένα διαρκές fan fiction crafting – σε έναν κόσμο που έχει αλλάξει ριζικά, τα 25 χρόνια πονάνε πολύ άλλωστε, ειδικά το αποτύπωμα που άφησαν στους συντελεστές, κάποιοι εκ των οποίων πέθαναν στα γυρίσματα. Έναν κόσμο χτισμένο μέσα σε μια ακροβασία παράνοιας και λογικής, με το χρόνο και την αέναη ισορροπία μεταξύ καλού και κακού να ορίζουν ολόκληρη τη σειρά. Φαντάζει αρκετά ασαφές; Ε, αυτό ήταν το Twin Peaks: ένα αόριστο και ασαφές αριστούργημα.

 

Γιώργος Παναγιωτόπουλος – Dear White People/Glow

 

Η χρονιά που φεύγει ήταν γεμάτη τηλεοπτικές εκπλήξεις, ειδικότερα από τις νέες σειρές που έκαναν πρεμιέρα φέτος. Συνοπτικά,  η λίστα με τις δέκα αγαπημένες μου νέες σειρές είναι: 1) Handmaid’s Tale, 2) The Deuce, 3) Mindhunter, 4) Dark, 5) Big Little Lies, 6) Godless, 7) Marvel’s The Punisher, 8) Glow, 9) Ozark, 10) Dear white people.

Για τις πρώτες θέσεις της λίστας  έχουν ειπωθεί πολλά, οπότε θα ασχοληθώ με τις σειρές στο τέλος της λίστας που αξίζουν προσοχή. Το Dear White People είναι μια δραματική κωμωδία με έντονα τα στοιχεία  της πολιτικής σάτιρας και έρχεται στον απόηχο των φυλετικών εγκλημάτων που συγκλόνισαν την Αμερική, και όχι μόνο, πριν δύο χρόνια. Στο Πανεπιστήμιο του Winchester, μέλος των κολλεγίων των προνομιούχων της Ivy League, μία ομάδα μαύρων φοιτητών μάχεται εναντίον κάθε είδους διάκρισης. Θέματα πολιτικής, φύλου, φυλής και τάξης θίγονται με σχηματικό τρόπο και μέσω της μαζικής κουλτούρας αλλά παραμένει σημαντικό το γεγονός ότι υφίσταται μια σειρά όπου πραγματεύεται αυτά τα ζητήματα.

Το Glow των Liz Flahive και Carly Mensch είναι η πραγματικά 80’ς σειρά της χρονιάς χωρίς την ποπ νοσταλγία του Stranger Things να «μολύνει» κάθε πλάνο της. Στο Glow παρατηρούμε την προσωπική και επαγγελματική ζωή μιας ομάδας γυναικών που συμμετέχουν σε ένα τηλεοπτικό show πάλης  στο Los Angeles. Οι δυναμικές που αναπτύσσονται μεταξύ τους και μεταξύ αυτών και του underground σκηνοθέτη τους, τα ζητήματα κοινωνικού φύλου που αναφέρονται, η πολιτική σάτιρα για το ριγκανισμό και οι διάφοροι γυναικείοι ανθρωπότυποι, οι οποίοι αλληλοεπιδρούν εντός ενός «αντρικού» επαγγέλματος,  φτιάχνουν ένα ελκυστικό και διασκεδαστικό πακέτο ιδανικό για binge-watching.

Ειδική μνεία: Future Man

 

Στεφανία Κουτσουπιά – Legion

 

Ναι, αφορά μεταλλαγμένους ήρωες της Marvel, όχι δεν έχει να κάνει με το πυρετικό franchise (και τη σχετική αισθητική) των ταινιών υπερηρώων, που μοιάζει ανεξάντλητο, αλλά όλο και περισσότερο αναρωτιόμαστε τελευταία αν όντως είναι.

Αν όλα είναι στο μυαλό, το Legion κάνει αυτό ακριβώς το πράγμα – καταφέρνει να δει ο θεατής μέσα στο μυαλό του David Haller, δηλαδή του μαρβελικού ήρωα Legion. Ενός μυαλού εκρηκτικού, παντοδύναμου, προβληματικού σε μια πρώτη ανάγνωση, χαρισματικού σε μία δεύτερη. Ο ήρωας είναι ξενιστής του ίδιου του του svengali –στοιχείο που προωθεί μια οπτική επί της πλοκής, όπου συναγωνίζονται η πραγματικότητα που ζει ο πρωταγωνιστής και αυτή που φτιάχνει γι’ αυτόν ο σκοτεινός τύραννός του. Ό, τι συμβαίνει είναι ένα ρευστό κείμενο που διαπερνά διαστάσεις χώρου-χρόνου, τοίχους (*spoiler alert) και αισθήσεις. Δεν περιμένεις και κάτι λιγότερο από τον δημιουργό της σειράς Noah Hawley κι ωστόσο, είναι χάρμα οφθαλμών να ακολουθείς τα mind games των ηρώων. Ποτέ ξανά δεν ήταν τόσο ευχάριστο και διαπεραστικό ένα σύμπαν που αδυνατεί να τυποποιηθεί ως υπερηρωικό.

Αυτό που κρατάω ως το μεγαλύτερο επίτευγμα της σειράς είναι τον τρόπο που στη θέση της υπερδύναμης κατάφερε να βάλει μια μορφή αμφίσημης δύναμης-αδυναμίας. Δεν πρόκειται εδώ ούτε για την κυρίαρχη κουλτούρα του δυνατού, ωραίου, γενναίου υπερήρωα, ούτε για τη σημαία της nerd αντικουλτούρας που ήρθε να απαντήσει στην πρώτη (βλ. Stranger Things). Εδώ έχεις την απόλυτη μορφή outcast: την ψυχική ασθένεια, που χωρίς μεγαλόστομες δηλώσεις και οπτικοποιήσεις (που προσπαθούν να υποβάλουν ανεστραμμένο το είδωλο του chosen-one), σου θέτει απλά την hemingway-ική αλήθεια: είμαστε πιο δυνατοί στα σπασμένα σημεία. Ο David Haller έχει περάσει απολύτως μέσα από την λεγόμενη ’’τρέλα’’ και ναι, είναι χαρισματικός και δυνατός. Αυτή είναι η πιο εντυπωσιακή εκδοχή μετάλλαξης που έχω δει, χωρίς να προσβλέπει σε καμιά κανονικότητα ούτε και αντικανονικότητα ως αυτοσκοπό.

Extra bonus η ‘60ς αισθητική. Αριστούργημα.

Α και, ακόμα και ελέω Ηawley, τίποτα δεν θα ήταν δυνατό χωρίς Dan Stevens. Αυτά καλό είναι να λέγονται.

 

ΔΙΣΚΟΙ

 

Χρήστος Τριανταφύλλου – Amenra, Mass VI

Εντελώς αναμενόμενη επιλογή, και εντελώς συγγενής με την επιλογή του Young Pope. Η γενική λογική που διέπει αυτές τις επιλογές έχει αναπτυχθεί βασικά εδώ, εδώ κι εδώ, οπότε δεν χρειάζεται να τα ξαναλέμε. Αυτό που χρειάζεται να πούμε είναι πως οι Amenra, όσο μπορώ να γράψω γι’ αυτούς ψύχραιμα, είναι από τα πιο ενδιαφέροντα, υπερβατικά και ταυτόχρονα βαθιά ανθρώπινα συγκροτήματα του ακραίου και όχι μόνο ήχου. Οι δίσκοι τους δεν είναι χωριστές δουλειές, αλλά μέρη ενός συνεχούς, μιας μεγάλης λιτανείας, και ενός αισθητικού και καλλιτεχνικού οράματος που έχουμε ανάγκη όσο ποτέ. Γι’ αυτό και δεν υπάρχει κανένας λόγος να ψάχνουμε καινούργια και παλιά στοιχεία στον νέο τους δίσκο, καθώς πρόκειται για τον επόμενο ψαλμό στη θεία λειτουργία τους. Η πλοκή είναι σαφής εδώ και χρόνια, και όποιος την έχει ήδη ακολουθήσει ξέρει τι να περιμένει: ένα απύθμενο σκοτεινό πηγάδι, από το οποίο ξεπηδά μια παχιά ακτίνα φωτός που τρέχει αιώνια –πού αλλού;– προς τα πάνω.

 

Νίκος Σταματίνης – Kendrick Lamar, DAMN

“I feel like the whole world want me to pray for ’em

But who the fuck prayin’ for me?”

To 2016 ήταν μια εκπληκτική χρονιά από άποψη δισκογραφίας. Το 2017 όχι τόσο.  Μέσα σε αυτό το κλίμα ήρθε και ξεχώρισε το DAMN του Kendrick Lamar, του καλλιτέχνη που ακούνε φανατικά εκείνοι για τους οποίους το hip-hop, ε, δεν είναι το πρώτο άκουσμα. Η προηγούμενη δουλειά Pimp a Butterfly ήταν, όπως γράφτηκε στο Rolling Stone, για το Black Lives Matter ό,τι ήταν η Guernica για τον Ισπανικό Εμφύλιο. Το DAMN κατέκτησε την κορυφή παντού. Όχι άδικα.

Μετά από μια σειρά διάφορων πειραματισμών και συνεργασιών, ο Lamar γύρισε σε πιο κλασικά rap μονοπάτια, κρατώντας όμως ακόμα και τώρα μια τελείως ανανεωτική ματιά. Και η ματιά αυτή ξεπερνά το καθαρά μουσικό κομμάτι, αλλά αφορά γενικότερα ζητήματα της όλης κουλτούρας. Tα πάντα είναι προσεγμένα στην εντέλεια από την αρχή στο τέλος. Η εναλλαγή κομματιών και tempo, τα φανταστικά samples      και το πέρασμα από τα ατμοσφαιρικά «Blood», «Love», «Feel» στα πιο δυνατά «DNA», «Humble» και «Εlement». Όλα δίνουν την αίσθηση μιας ενότητας του άλμπουμ σε μια εποχή που η mainstream μουσική μοιάζει να ξεχνάει τη σημασία του.

ΥΓ: Παρόλα αυτά, δεν μπορώ να μην γράψω ότι το καλύτερο κομμάτι του 2017 ήταν το Truth του Kamasi Washington, το οποίο σε 200 χρόνια από σήμερα θα διδάσκεται σε όλα τα on-line ωδεία του πλανήτη.

 

Δημοσθένης Γαβαλάς – LCD Soundsystem, American Dream

Σίγουρα το 2017 δεν ήταν η αγαπημένη μου χρονιά δισκογραφικά. Αφενός, το γεγονός ότι το 2016 με τις εξαιρετικές του κυκλοφορίες έθεσε τον πήχη πάρα πολύ ψηλά και αφετέρου το ότι δεν ανέμενα ιδιαίτερα κάποια συγκεκριμένη κυκλοφορία, ίσως συντήρησαν μια προϋπάρχουσα προκατάληψη. Γενικά πάντως,  πρόκειται όντως για μια χρονιά που κατακλύστηκε και στη συνέχεια κατακτήθηκε από το hip-hop σε όλες του τις μορφές και ενώ μάλλον χαρακτηρίστηκε από χλιαρές ή και αδιάφορες κυκλοφορίες.

Ε, μέσα σε μια τέτοια χρονιά το American Dream των LCD έρχεται σαν μια όαση στην έρημο. Συνομιλώντας με το ρεύμα επανοικειοποίησης του synth, φέρνει μια ευχάριστη νοσταλγική αύρα των 80s, η οποία όμως δεν είναι το βασικό υλικό με το οποίο χτίζεται ο δίσκος, ο ήχος του οποίου είναι πολύ φρέσκος. Το βασικό υλικό είναι μια περιρρέουσα μελαγχολία η οποία είναι παρούσα σε κάθε κομμάτι και κολλάει αρμονικά με την electro, και την dance. Ε με αυτά τα υλικά που μοιάζουν σαν μια μίξη από 80s-90s-00s, έχουμε τον πιο ώριμο και 2017 δίσκο του 2017.

 

ΤΑΙΝΙΕΣ

 

Χρήστος ΤριανταφύλλουStar Wars: Episode VIII – The Last Jedi

 

Κανονικά θα έπρεπε να γράψω για άλλη ταινία, για να υπάρχει ποικιλία, αλλά δεν γινόταν. Αν και δεν είμαι από αυτούς που ξέρουν κάθε ατάκα απ’ έξω ή που διαβάζουν όλη μέρα fan fiction της σημαντικότερης space saga, έχω μια ιδιαίτερη σχέση με το Star Wars περίπου από πάντα. Παρά τους φόβους μου για τη νέα ταινία, κυρίως λόγω της καταστροφικής μανίας της Disney να πνίγει τα πάντα σε κουβάδες με νοσταλγία και να μας κρατάει σε μια μόνιμη νηπιακή ηλικία για να πουλήσει κουκλάκια, το αποτέλεσμα ήταν αριστουργηματικό. Η πλοκή του μεγάλου διαστημικού παραμυθιού προχώρησε επιτέλους παραπέρα, πραγματικά παραπέρα και, κυρίως, σε ένα παραπέρα που μας ενδιαφέρει. Οι νοσταλγικές αναφορές στις προηγούμενες ταινίες γίνονταν μόνο εκεί που χρειαζόταν, ενώ το ηθικό φάσμα ΜΕΓΑΛΟ ΚΑΛΟ ΒΕΡΣΟΥΣ ΜΕΓΑΛΟ ΚΑΚΟ αντικαθίσταται σιγά σιγά από ένα πολύ πιο ενδιαφέρον γκρίζο, που επιτρέπει πολύ πιο ενδιαφέροντες χαρακτήρες χωρίς να γίνεται σοβαροφανές ή σχετικιστικό.

Όπως σε κάθε σπουδαίο παραμύθι, έτσι κι εδώ η ηθική παίζει τον ρόλο της, αλλά πλέον με έναν πολύ πιο ώριμο τρόπο, με έξυπνα συγγραφικά ευρήματα και με ένα φανταστικό ζευγάρι (Kylo Ren-Rey). Στα θετικά επίσης η αντιστροφή ή διακωμώδηση πολλών σάι-φάι κλισέ και η πραγματική συγκίνηση πολλών σκηνών, που δεν αφορούσε πασαλείμματα με τον Χάρισον ορίστε-η-επιταγή-σας Φορντ να ξαναλέει ατάκες 30ετίας, αλλά στιγμές που φέρνουν το Star Wars  στα επίπεδα που του αξίζει (από την εμφάνιση του Millennium Falcon κατά την τελική μάχη, μέχρι το ΥΠΕΡΟΧΟ τελευταίο πεντάλεπτο της ταινίας). Το The Last Jedi είναι πάνω απ’ όλα ελπιδοφόρο για την ποπ κουλτούρα, γιατί μας δείχνει ότι μέσα στον σωρό από ενδοφλέβιες ενέσεις νοσταλγίας, μπορούμε ακόμα να πούμε καλές, βαθιές και συγκινητικές ιστορίες που μας πάνε κάπου παραπέρα.

 

Νίκος Σταματίνης – Blade Runner 2049

 

 

Nα και κάτι που δεν περίμενα ότι θα κάνω όταν άρχιζε το 2017. Το πρώτο Blade Runner είναι αναμφισβήτητα μια από τις σπουδαιότερες ταινίες όλων των εποχών. Γενικά δεν είμαι και ο πιο μεγάλος οπαδός της παρούσας κατάστασης της κινηματογραφικής βιομηχανίας. Όταν έμαθα, λοιπόν, ότι θα γυριστεί sequel η πρώτη μου αντίδραση ήταν μεν να χαρώ άπειρα, αλλά καπάκι να στραβώσω. Πού πας ρε Κώτσο; Άσε το Blade Runner να ζήσει βουτηγμένο στον μύθο του.

Τελικά, ο Βιλνέβ με διέψευσε. Ξεπερνώ τις διάφορες τρύπες στο σενάριο (πράγματι υπήρχαν), ξεπερνώ και το plot twist που φαινόταν να έρχεται σιγά σιγά από χιλιόμετρα (σαν καγκουράμαξο στη σκοτεινή έρημο) και παράλληλα τη σκηνή της μάχης που ήταν μετριότατη (έχω κάνει καλύτερες με τα playmobil μου). Κρατώ όμως ότι μιλάμε για ένα πραγματικό εικαστικό αριστούργημα που κάθε κομμάτι του σε ρουφούσε μέσα στην οθόνη. Δεν θυμάμαι άλλοτε να έχω χαθεί μέσα σε μια ταινία χωρίς να κοιτάξω ούτε δευτερόλεπτο τι συνέβαινε γύρω μου. Eπίσης σημαντικό: καμία έκπτωση δεν έγινε στους φιλοσοφικούς και υπαρξιακούς προβληματισμούς και αυτό ήταν πραγματικά το πιο δύσκολο όλων. Η αγωνία για τις ρίζες, ο έρωτας/το μίσος για τον δημιουργό, η αναζήτηση της ταυτότητας και του λόγου ύπαρξης και τώρα η πλάνη ότι ο καθένας έχει κάτι ξεχωριστό.

To Blade Runner 2049 δεν ήταν η καλύτερη ταινία της χρονιάς. Ήταν όμως το sci-fi που νοιάστηκε για την ατμόσφαιρά του, το sequel που σεβάστηκε τους ώμους στους οποίους πάτησε και το blockbuster που αδιαφόρησε για την ταχύτητα και τις σκηνές δράσης. Ήταν ό,τι ακριβώς χρειαζόταν το σινεμά για το 2017.

 

Δημοσθένης Γαβαλάς – Logan

Αρχικά πριν ξεκινήσω να γράφω για την αγαπημένη μου ταινία, οφείλω να δώσω το απαραίτητο disclaimer: βαριέμαι πολύ τις ταινίες της Marvel όπως και της DC, αν και τελικά τις περισσότερες καταλήγω να  τις βλέπω, συνήθως καταναγκαστικά, ας όψεται το FΟΜΟ και η ζωή των social media του 2017.

Το Logan όμως, ήταν κάτι άλλο. Δεν ξέρω καν αν αρκεί το «η ωρίμαση του ήρωα-αντι-ήρωα», δεν ξέρω όυτε αν αρκεί το ότι έλειπε το PG-13, κάτι που συνέβαινε βέβαια και στο Deadpool, με το αποτέλεσμα να κινείται μεταξύ 0,2 και 0,5 αστείων ανά τετραγωνικό μέτρο (no hate plz). Ίσως εντέλει ήταν η βασική θεματική.

Η όλη διαπραγμάτευση της ζωής και του θανάτου, η φθορά της ύπαρξης είτε είναι σωματική είτε πνευματική, η ανάδειξη επιλογών που για πρώτη φορά έχουν πραγματικό κόστος, και τέλος η ερμηνεία των Patrick Stewart και Hugh Jackman, για πρώτη φορά με έκαναν όχι μόνο να δεθώ με χαρακτήρες υπερηρωικής ταινίας αλλά και να μην κοιτάξω το κινητό μου ούτε μια φορά σε δυόμιση ώρες υπερηρωικής προβολής. Τεράστιο bonus, η απόλυτη Pop Culture στιγμή του 2017. Η εμφάνιση του Comic των X-Men μέσα στην ταινία και το πέρασμα του μέσα από τα χέρια του Wolverine.

 

Στεφανία Κουτσουπιά – Star Wars: Episode VIIIThe Last Jedi

Δεν είμαι παραδοσιακά φαν των Star Wars (φήμες λένε ότι μόνο σε ένα blockbuster φαντασίας μπορεί να δώσει κανείς την καρδιά του, ο κλήρος μου ήταν το Lord of the Rings). Όλα καλά με τα παλιά επεισόδια (IV,V,VI), αλλά οι τρεις νέες ταινίες του Lucas με είχαν αφήσει με αμφιθυμία προσεγγίζουσα την αδιαφορία. Δεν μπορώ να πω το ίδιο για το πρόσφατο reboot των Star Wars. Ο Adam Driver (Kylo Ren) καταφέρνει να κάνει αυτό που δεν κατάφερε ο Hayden Christensen (νευρικός και άνευρος Darth Vader ταυτόχρονα): να δυναμώσει πειστικά την ένταση του συναισθήματος ενός ανθρώπου που ολισθαίνει στο απόλυτο κακό. Αυτή τη φορά, ο Kylo Ren/Ben Solo αποτάσσει τη μάσκα που τον έκρυβε κατ’εικόνα και ομοίωση του Vader και πορεύεται, ως κύριος του εαυτού του πια, προς το σκοτάδι. Ό, τι ακολουθεί, είναι αδύνατον να γραφτεί χωρίς spoilers, αλλά θα σταθώ στα επιτρεπόμενα: την επιστροφή του Luke Skywalker, που στέλνει ανατριχίλες και στον πιο άπιστο και τον υπέροχο μετεωρισμό της Princess Leia μέσα στα αστέρια, που θα χαραχτεί με φωτόσπαθο στη μνήμη των πιστών. Εξαιρετική συνέχεια της εξαιρετικής αρχής που έγινε με το The Force Awakens (κι άντε να δούμε πώς θα αντέξουμε μέχρι το 2019 για τη συνέχεια).

  • Social Links: