Συνεχίζοντας το αφιέρωμα για τη τέμνουσα πορεία της γραφικότητας με την πολιτική επιχειρούμε να διακρίνουμε στην αναπαράσταση της πολιτικής και των πολιτικών προσώπων σε δημοφιλείς τηλεοπτικές σειρές των δύο προηγούμενων…

Γραφικότητα και πολιτική στις τηλεοπτικές σειρές των Ρώμα-Χατζησοφιά

Συνεχίζοντας το αφιέρωμα για τη τέμνουσα πορεία της γραφικότητας με την πολιτική επιχειρούμε να διακρίνουμε στην αναπαράσταση της πολιτικής και των πολιτικών προσώπων σε δημοφιλείς τηλεοπτικές σειρές των δύο προηγούμενων δεκαετιών την ανάδειξη ενός μοτίβου γραφικοποίησης (sic) τους, το οποίο εμφανίζεται σταθερά σε όλο το φάσμα των τηλεοπτικών serials που άπτονται του είδους της κωμωδίας. Η περιπτωσιολογική αναφορά στο έργο των δύο δημιουργών προσπαθεί να ανιχνεύσει τη χρήση της γραφικότητας ως εργαλείου πολιτικής σάτιρας επί της οθόνης αλλά και τη σχέση της πολιτικής με το γραφικό ως αναπαράσταση της πρώτης.

 

 

Σίγουρα και μόνο στο άκουσμα του τίτλου του άρθρου, στο μυαλό όλων έρχεται η φιγούρα του Κωνσταντίνου Κατακουζηνού ντυμένου βυζαντινού αυτοκράτορα να κατεβαίνει για πρωθυπουργός ως αρχηγός της Βυζαντινής Αναγέννησης (ΒΥΖ.ΑΝ.). Βέβαια, η γραφικότητα της εικόνας ενός εν δυνάμει πολιτικού που επιθυμεί να επαναφέρει το βυζαντινό μεγαλείο έχει μεγαλύτερη σημασία, όταν επισκιάζει το πραγματικό επίδικο ενός επεισοδίου αφιερωμένου στις εκλογές της περιόδου. Η αμεσότητα του μέσου και η συγκαιρινή  χρονικότητα του επεισοδίου είναι ένα «παράθυρο » σε μια κοινωνία που βρισκόταν σε εκσυγχρονιστική τροχιά τη στιγμή που αντίρροπες δυνάμεις επεδίωκαν να την αγκυροβολήσουν στην παράδοση.

Η γραφική αναπαράσταση του Ρώμα στέκεται ως αντίβαρο και παράλληλα αποτελεί σχόλιο στη φρενίτιδα των υπόλοιπων χαρακτήρων με την προεκλογική εκστρατεία των υπαρχόντων πολιτικών κομμάτων, των οποίων είναι αντιπροσωπευτικά δείγματα. Θα πλησίαζε το χιούμορ και την πολιτική σάτιρα των Monty Python η performance του Κατακουζηνού, αν πίσω από αυτή δεν κρυβόταν η εθνικόφρονη ρητορική περί «κομμουνιστοσυμμοριτών» και «εαμοβουλγάρων» που εξαπολύει ο ίδιος στην κομμουνίστρια δικηγόρο της Βλαχάκη. Ενώ είναι φανερή η επιθυμία των σεναριογράφων να δείξουν την ευθεία σχέση των πεποιθήσεων του Κατακουζηνού με τα αναρχικά πιστεύω της πρωταγωνίστριας, σε μια αντιστοιχία που θα έκλινε προς την αποδόμηση του πολιτικού συστήματος από δυνάμεις που υφίστανται ιδεολογικά εκτός αυτού, καταλήγουν να αναπαράγουν τον ακραίο και συντηρητικό λόγο της Δεξιάς και να προπαγανδίζουν τις πιο ακραίες θέσεις της πίσω από ένα μανδύα γραφικότητας. Και δεν το κάνουν μια φορά, ούτε μόνο σε αυτή τη σειρά.

 

Αν το Κωνσταντίνου και Ελένης ήταν το πεδίο όπου οι γραφικές αναπαραστάσεις του πολιτικού πήραν συντηρητική κατεύθυνση από το συγγραφικό δίδυμο Ρώμα-Χατζησοφιά, το Καφέ της Χαράς μας έδωσε την εκδοχή ενός φασιστικού χωριού, μιας κοινότητας κολλημένης στην οπισθοδρόμηση και στα οθωμανικά ήθη – ακόμα και αν λεκτικά τα αποστρέφονται –  υπό τη πατριαρχική καθοδήγηση μιας καρικατούρας, ενός συντηρητικού πολιτικού με ακραίες πολιτικές απόψεις, βαθιά μισογύνη και οπαδού της παραδοσιοκρατίας. Όλη η κινησιολογία του, η στάση του σώματός του, τα λεγόμενα του, ακόμα και το όνομα του με την πομπώδη παρήχηση του π κατασκευάζουν μια γραφική persona που ανθίσταται στην πρόοδο που απειλεί την εξουσία του.

Η διαφαινόμενη επιθυμία των συντελεστών της σειράς είναι η κατάρριψη των ιδεών του Πώποτα μέσω της υπερτόνισης της γραφικότητάς του, όμως αυτή η προσπάθεια αποτυγχάνει απ’ τη στιγμή που οι ιδέες του και οι πρακτικές του επενδύονται με την συμπεριφορά του καλού πατέρα και πολιτικού. Ο Πώποτας είναι μια γραφική πολιτική υπόσταση αλλά είναι καθαρός πολιτικά και κοινωνικά. Αγαπά τους συμπολίτες του ακόμα και αν τους βλέπει ως υπηκόους του. Τους φροντίζει ως καλός πατέρας και έχει καθαρά χέρια. Άλλωστε δεν το έχει ανάγκη γιατί ταξικά και οικονομικά είναι ανώτερος απ’ αυτούς. Είναι υπερβολικά μισογύνης αλλά αυτό στο τέλος γίνεται εν μέρει ανεκτό από την πρωτευουσιάνα προοδευτική Χαρά. Επομένως, η γραφικότητα του Πώποτα λειτουργεί προπαγανδιστικά για τις θέσεις του, η επικινδυνότητα των οποίων αμβλύνεται από την «γραφικοποίηση» του. Τάξις και Ηθική λοιπόν!

 

Οι μεταγενέστερες σειρές του Ρώμα βρίσκονται απέναντι, ιδεολογικά και αισθητικά, από τις πρώτες του τηλεοπτικές προσπάθειες όπως το Οι μεν…και οι δεν και το Ο κακός βεζύρης. Παρ’ ό,τι ο προσεκτικός θεατής διακρίνει ότι σεναριακά το τηλεοπτικό σύμπαν των Ρώμα-Χατζησοφιά επαναλαμβάνεται (ίδια εξέλιξη πλοκής, παρόμοια ή και πανομοιότυπα gags, κοινοί χαρακτήρες, δάνεια από ελληνικό και ξένο κινηματογράφο), οι πρώιμες απόπειρές τους στη μικρή οθόνη βρίθουν κοινωνικής και πολιτικής σάτιρας. Εδώ, η χρήση της γραφικότητας διεμβολίζει τους δεσμούς της πολιτικής διαπλοκής καθιστώντας τους ορατούς στο τηλεοπτικό κοινό.

Το Οι μεν…και οι δεν είναι μια κωμωδία καταστάσεων με δύο ζευγάρια – ένα φτωχό, λαϊκό αντρόγυνο με προχωρημένες απόψεις επί παντός επιστητού κι ένα ζευγάρι μεγαλοαστών, ενός μεγαλοδικηγόρου και μιας κόρης παλιάς αριστοκρατική οικογένειας, με συντηρητικές απόψεις και σνομπισμό – που διαδραματίζεται στο Κολωνάκι, όταν οι φτωχοί Σταμάτηδες κερδίζουν σε τηλεπαιχνίδι ένα διαμέρισμα δίπλα από τους Δάγκες, οι οποίοι χρησιμοποιούν κάθε μέσο ώστε να τους ξεφορτωθούν.

 

Στη συγκεκριμένη σειρά, η γραφικότητα λειτουργεί διττά και αντιθετικά. Από τη μια πλευρά ως στοιχείο ανατροπής της καθιερωμένης αντίληψης για την πορεία ενός παντρεμένου ζευγαριού στην αρχές των 90’ς στην Ελλάδα, καθώς οι φτωχοί, μικροαπατεώνες Σταμάτηδες αρνούνται λόγω «ιδεολογίας» να εργαστούν και ζουν παρασιτικά εις βάρος των καλοβαλμένων γειτόνων τους. Από την άλλη, η γραφικότητα σχετικοποιεί τη σχέση διαπλοκής που υπάρχει μεταξύ του  καρτουνίστικα κακού και μοχθηρού δικηγόρου Διονύση Δάγκα και των πλούσιων πελατών του με το πολιτικό σύστημα.

Το επεισόδιο που σατιρίζει τις δημοτικές εκλογές του 1994 με τίτλο: «Για την Αθήνα ρε γαμώτο» είναι δείγμα εξαιρετικής πολιτικής σάτιρας σε αντιδιαστολή του προαναφερθέντος επεισοδίου από το Κωνσταντίνου και Ελένης. Σε αυτό το επεισόδιο ο Διονύσης και η Νανά πείθονται να κατέβουν υποψήφιοι για το Δήμο Αθηναίων με τελείως διαφορετικά προγράμματα και στόχους. Ειδικά ο προεκλογικός λόγος του Ρώμα «σπάζοντας» τον τέταρτο στίχο αποτελεί μια από τις καλύτερες στιγμές του σεναριακά. Ο παραπάνω λόγος, τα ονόματα των συνδυασμών, η συνθηματολογία και η συμπεριφορά των υπόλοιπων πρωταγωνιστών κατά την προεκλογική εκστρατεία καθώς και η αντίληψη τους περί πολιτικής συνθέτουν ένα παλίμψηστο πολιτικής γραφικότητας που διαρρηγνύει την όποια επίφαση σοβαρού πολιτικού λόγου επιθυμούσαν να παρουσιάσουν οι υποψήφιοι για τη δημαρχία της Αθήνας. Ακόμα και αν οι δύο τηλεοπτικοί υποψήφιοι βρήκαν μόνο τη δική τους ψήφο στη κάλπη.

Το Ο κακός βεζύρης συνιστά την πιο πολιτική απ’ όλες τις σειρές του συγγραφικού διδύμου. Το θέμα της παρωδεί ξεκάθαρα την εκσυγχρονιστική περίοδο του ΠΑΣΟΚ θέτοντας στο προσκήνιο το πιο «αμαρτωλό» υπουργείο της διακυβέρνησης Σημίτη: το ΥΠΕΧΩΔΕ. Ο Ρώμας υποδύεται τον μοχθηρό και ραδιούργο Γραμματέα του υπουργείου Κλέωνα Βεζύρη, ο οποίος έχει ως μοναδικό σκοπό να εκτοπίσει τον Υπουργό από τη θέση του. Η ταύτιση με τον Ιζνογκούντ – κι επομένως με το καρτούν ως άποψη-  είναι καταφανέστατη όπως έκδηλη είναι και η σεναριακή εκμετάλλευση της γραφικότητας που αποπνέουν χαρακτήρες όπως ο Βεζύρης.

Ο Βεζύρης είναι κυνικός, καιροσκόπος, διεφθαρμένος, αμοραλιστής, χωρίς ιδεολογία και φραγμούς, κάτι σαν τον ρόλο του Kevin Spacey στο House of Cards. Στον αντίποδα στέκεται η αστεία φιγούρα του Ευθυμίου ως Υπουργού, ο οποίος παρασύρεται από την ερωμένη του, χειραγωγείται από τον Ρώμα και υπακούει τη γυναίκα του και κόρη του κομματάρχη που τον ανέδειξε. Θα μπορούσαμε να αναλύσουμε κάθε επεισόδιο με αναλυτικό εργαλείο τη γραφικότητα αλλά θα εστιάσουμε σε ένα συγκεκριμένο επεισόδιο που αναδεικνύει τη γραφικότητα ως παράγοντα ναρκοθέτησης της πολιτικής σοβαρότητας της εκσυγχρονιστικής περιόδου του ΠΑΣΟΚ και καυτηρίασης του περάσματος από την εποχή της πολιτικής των μπαλκονιών στην εποχή της επικοινωνιακής πολιτικής των image makers.

Στο επεισόδιο «Ρέιβ, ξέρεις ποιος είμαι εγώ;» η Ρόζα Μόσχου-Μπαμπαγιούρη με την άψογη λαρισινή προφορά της απαιτεί ο άντρας τη να προσλάβει image maker για την πολιτική του εικόνα. Ο Βεζύρης βρίσκει την ευκαιρία να προσλάβει ένα γκέι στυλίστα λαϊκών τραγουδιστριών με σκοπό να εξευτελίσει εμφανισιακά τον υπουργό ώστε να εκδιωχθεί από την κυβέρνηση και να πάρει ο ίδιος τη θέση του. Η «γραφικοποίηση» της εικόνας του υπουργού σατιρίζει την εμμονή της πολιτικής εξουσίας στο φαίνεσθαι, αισθητικοποιώντας την κριτική στο πολιτικό σύστημα διαμέσου της στυλιστικής παρέμβασης στα όρια του γραφικού.

Τα παραπάνω παραδείγματα αποδίδουν σχηματικά την εικόνα της γραφικότητας σε σχέση με την πολιτική των σειρών που γεννήθηκαν από το μυαλό των Ρώμα-Χατζησοφιά. Ειδικά ο Κακός Βεζύρης προσφέρει αρκετό υλικό για την εξερεύνηση του σχήματος γραφικότητα-πολιτική.

Όλοι οι κώδικες της κωμωδίας (υποκριτική μανιέρα, χρησιμοποίηση και αναπαραγωγή στερεοτύπων, μολιερικοί χαρακτήρες, οπτικά και ηχητικά gags, καρικατούρες κλπ.) έδωσαν το στοιχείο της γραφικότητας στους ρόλους και στη πλοκή των σειρών που μετρούν μέχρι και 25 χρόνια ζωής. Το στοιχείο της γραφικότητας, στην αρχή τουλάχιστον, φαινόταν να δίνει ένα ανατρεπτικό τόνο στο πολιτικό υπόστρωμα των τηλεοπτικών προϊόντων των Ρώμα-Χατζησοφιά. Αργότερα, στα τέλη των 90’ς και στην αρχή των 00’ς, η γραφικότητα λειτούργησε ως θερμοκοιτίδα της συντηρητικής κριτικής στην μετάλλαξη της ελληνικής κοινωνίας και της συνακόλουθης πολιτικής πορείας.