Το αφιέρωμα που διαλέξαμε να κάνουμε φέτος στο περιοδικό μας, με θεματική τη σχέση γραφικότητας και πολιτικής, είναι μάλλον το πιο δύσκολο να οριοθετηθεί από όσα έχουμε κάνει. Η γραφικότητα…

Η γραφικότητα είναι οι Άλλοι: πολιτικοί θάλαμοι αντηχήσεων στον καιρό των social media

Το αφιέρωμα που διαλέξαμε να κάνουμε φέτος στο περιοδικό μας, με θεματική τη σχέση γραφικότητας και πολιτικής, είναι μάλλον το πιο δύσκολο να οριοθετηθεί από όσα έχουμε κάνει. Η γραφικότητα είναι από τις έννοιες που φαίνεται πως όλοι γνωρίζουν, αλλά σχεδόν ποτέ δεν καλούνται να ορίσουν∙ η γραφικότητητα είναι κάτι που προκύπτει όταν το αναγνωρίζεις, και όταν το αναγνωρίζουν και οι άλλοι, όχι κάτι που ενυπάρχει σε μια κατάσταση ή ένα πρόσωπο∙ κυριότερα ακόμα – και αυτό είναι το πιο δύσκολο– η γραφικότητα είναι κάτι που αποδίδουν πάντα οι Άλλοι.

Προσωπικά, εκπαιδεύτηκα στην αναγνώριση και την εκτίμηση της γραφικότητας μέσα από το μεγάλο σχολείο του Fight Club , όπως και πολλοί συνομήλικοί μου. Μάλιστα, η ενασχόληση του υποφαινόμενου και των φίλων του με διάφορους ανθρωπότυπους της καθημερινότητας οδήγησε και στη λεξιπλασία «γραφικολογία», που τελικά έγινε tag στο περιοδικό που διαβάζετε τώρα. Πώς οδηγούμαστε όμως από ένα είδος κωμωδίας –και από τον υπόρρητο μετεφηβικό ελιτισμό του «εγώ δεν είμαι σαν τους άλλους»– σε ένα αφιέρωμα όπως αυτό; Τι έχει να μας προσφέρει η έννοια της γραφικότητας στην ανάλυση της πολιτικής; Ο Γιώργος Αρχόντας το έθεσε πολύ εύστοχα και προσεκτικά στο πρώτο άρθρο αυτού του αφιερώματος: η ανάλυση της γραφικότητας ως καρικατούρας και ως performance ή επιτέλεσης περιλαμβάνει και τα δύο βασικά ερωτήματα που γεννά η ενασχόληση μαζί της. Τι είναι γραφικό και για ποιον;

Στην πραγματικότητα, και τα δύο ερωτήματα συντείνουν στο ίδιο ζήτημα: ποιος αποφασίζει τι είναι γραφικό; Η κοινωνία; Σίγουρα όχι∙ κάτι που είναι γραφικό για μια ομάδα ανθρώπων είναι εντελώς φυσιολογικό για κάποια άλλη. Πρέπει να κινηθούμε λοιπόν με όρους πλειοψηφιών; Και πάλι όχι∙ αυτός ο δρόμος είναι και ολισθηρός και επικίνδυνος, καθώς μια πλειοψηφία εξαρτάται πάντα από το ποιος τη συγκροτεί ως τέτοια ανάλογα με τις παραστάσεις και το περιβάλλον του. Για παράδειγμα, για έναν άνθρωπο που έχει γαλουχηθεί με παραδοσιακές (ας τις πούμε έτσι κατ’ ευφημισμό) απόψεις, κάποιος που εκδηλώνει εμφανώς και ταυτοτικά ότι είναι ομοφυλόφιλος είναι σίγουρα γραφικός –άρα στην καλύτερη περίπτωση εξοβελιστέος. Σε πιο ανώδυνα επίπεδα, κάποιος που φοράει σκισμένα ρούχα και έχει κόκκινη μοϊκάνα μπορεί επίσης να θεωρηθεί γραφικός από κάποια αόρατη πλειοψηφία. Εδώ έρχεται να κολλήσει η έννοια του echo chamber, η οποία εφαρμόζεται τέλεια στα σόσιαλ μύδια: όταν είμαστε έκθετοι σε περιβάλλοντα όπου ακούγονται μόνο ορισμένες δέσμες απόψεων (έστω και αν είναι τελικά οι ορθότερες με ευρέως ηθικούς όρους, όπως ότι η ομοφοβία είναι απαράδεκτη και τοξική), τείνουμε να πιστέψουμε ότι υπάρχουν μόνο αυτές –πράγμα που προφανώς δεν ισχύει. Ολόκληρα οικοσυστήματα και κοσμοθεωρίες μένουν εκτός της αντίληψής μας, με αποτέλεσμα να είναι πολύ εύκολο να θεωρηθεί γραφικό κάτι που βρίσκεται εκτός της. Έτσι, το ποιος μπορεί να θεωρηθεί γραφικός ανάγεται τελικά στο «ποιος έχει δίκιο»∙ ποιος ταιριάζει στις ήδη διαμορφωμένες αντιλήψεις μας για τα πράγματα.

 

 

Η γραφικότητα είναι ένα από τα εργαλεία που έχουμε στη διάθεσή μας για να διαπραγματευτούμε το Άλλο –και σίγουρα δεν είναι από τα πιο ακριβή εργαλεία. Είναι όμως ένας δείκτης ταυτοτήτων, και μόνο ως τέτοιος έχει νόημα. Σε περιπτώσεις όπου υπάρχει ευρύτερη σύμπνοια ως προς το τι είναι γραφικό, όπως ο πατήρ Κλεομένης με τα ιπτάμενα κέικ ή όπως πρόσφατα διαμάντια του πολιτικού μας συστήματος, τα πράγματα είναι εύκολα. Ποιος θα αποφασίσει όμως αν είναι γραφικός ο Τσίπρας, ο Μητσοτάκης ή οι Κνίτες; Η περίπτωση του Ντόναλντ Τραμπ είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα: πρόκειται για τον επικεφαλής της ισχυρότερης χώρας στον κόσμο, που εξελέγη δημοκρατικά παρ’όλο που εκατομμύρια άνθρωποι τον θεωρούμε γραφικό. Και μάλιστα, ακριβώς τα σημεία που θεωρούμε γραφικά στην προσωπικότητά του τον έφεραν στη θέση που βρίσκεται: εξέφρασε καλύτερα και πιο παραστατικά –διάβαζε γραφικά– τον αντισυστημισμό, πράγμα που έκανε κλικ στο μυαλό εκατομμυρίων άλλων ανθρώπων. Αυτό σημαίνει αυτόματα ότι εμείς έχουμε δίκιο επειδή αυτοπροσδιοριζόμαστε ως πιο καλλιεργημένοι και με καλύτερη πολιτική αντίληψη; Αυτό μπορεί να καταρριφθεί από περιπτώσεις όπως η πλημμύρα fake news των δημοκρατικών, νηφάλιων δυτικών ελίτ. Εν τέλει, το σίγουρο είναι πως ο Τραμπ είναι επικίνδυνος και αντίθετος σε όσα πρεσβεύουμε. Είναι επίσης σίγουρο πως είναι εξαιρετικά γραφικός γιατί αυτό είναι το προφίλ που προωθεί. Για πολλούς υποστηρικτές αυτής της άποψης, όμως, εξίσου γραφικός είναι και κάποιος που δηλώνει κομμουνιστής, αναρχικός ή ακόμα και συριζαίος (πράγμα που θα διαπιστώσετε εύκολα κάνοντας μια βόλτα σε σημαίνοντα φιλελεύθερα προφίλ στο ελληνικό ΦΒ). Αντίθετα, για μένα και για πολλούς άλλους, το σποτάκι του Αντώνη Σαμαρά με τη μπάλα είναι από τα πιο γραφικά πράγματα που έχουν εμφανιστεί ποτέ στη χώρα μας.

Η γραφικότητα έχει πράγματι ορισμένα σαφή χαρακτηριστικά, στα οποία περιλαμβάνεται η ερμηνεία ενός ρόλου και ο υπερτονισμών ορισμένων χαρακτηριστικών, όπως όταν ένας ηθοποιός αξιοποιεί μια ρουτίνα που κατέχει καλά και του πηγαίνει. Είναι σημαντικό να τονιστεί επίσης ότι ορισμένοι πολιτικοί επενδύουν σε αυτή τη γραφικότητα γιατί δημιουργεί περισσότερη συζήτηση γύρω από το όνομά τους –και στην πολιτική η θετική ή αρνητική δημοσιότητα είναι συμβολικό κεφάλαιο. Παράλληλα –επιστρέφοντας στη διαδικασία με την οποία κάποιος χαρακτηρίζεται ως γραφικός από τους απέναντι– δεν μπορούν να κατηγορηθούν όλοι οι πολιτικοί αντίπαλοι συλλήβδην ως γραφικές φιγούρες, αλλά σχεδόν κάθε πολιτική άποψη μπορεί να εγγραφεί σε ένα πλαίσιο γραφικότητας. Για παράδειγμα, ο Κυριάκος Μητσοτάκης προσπαθεί σκληρά να αυτοπαρουσιαστεί ως σύγχρονος φιλελεύθερος πολιτικός, αλλά από τη στιγμή που έκανε το λάθος να «ζωντανέψει» τον λόγο του με ιστορίες X-files από τον Υμηττό, έχει μείνει στην αριστερή ποπ κουλτούρα ως ο Δημοσθένης Λιακόπουλος του Χάρβαρντ –ενώ παράλληλα οι γκριμάτσες του αποτελούν συχνή πηγή σχολίων. Για την αντίπαλη πολιτική πτέρυγα, ο Γιάνης Βαρουφάκης είναι κάτι σαν action hero #apotalidl, στη λογική ότι το προφίλ που προωθεί απλώς  υπερθεματίζει τις γελοίες γι’ αυτούς απόψεις του. Η κόντρα Πολάκη-Γεωργιάδη θυμίζει επιθεώρηση, με τους δύο χαρακτήρες να επενδύουν στα υπερβολικά χαρακτηριστικά τους για να συγκρουστούν πολιτικά, μόνο που τελικά κανείς δεν θυμάται το πολιτικό επίδικο. Στην εποχή της διάβρωσης της εμπιστοσύνης στην παραδοσιακή φιλελεύθερη τάξη πραγμάτων, δεν είναι τυχαίο ότι οι φορείς της κατηγορούν όλο και περισσότερο τους αντιπάλους τους ως γραφικούς, λαϊκιστές και κλόουν –και μερικοί, όπως ο Beppe Grillo, όντως είναι. Ταυτόχρονα όμως, η ίδια φιλελεύθερη ελίτ προωθεί ανθρώπους όπως ο Μπερλουσκόνι, των οποίων δεν αναγνωρίζει καν την επικίνδυνη γραφικότητα. Και αν όντως υπάρχει μια αύξηση της δημοτικότητας σε φιγούρες που επενδύουν όλο και περισσότερο στην πολιτική γραφικότητα, αυτό οφείλεται στην αγέλαστη τεχνοκρατική αντίληψη που έφερε τη χρεωκοπία του παρόντος συστήματος εξουσίας.

 

Η πολιτική στη δημόσια εκδοχή της βασίζεται συχνά στη διαχείριση συμβόλων και στην επιτέλεση ρόλων –και αυτό δεν είναι απαραίτητα πρόβλημα. Έτσι συγκροτείται η υστεροφημία πολιτικών και γίνονται σαφέστερα τα πολιτικά διακυβεύματα μέσα από σλόγκαν και σημειολογικές συμπυκνώσεις. Η έννοια της γραφικότητας αποτελεί ένα τμήμα αυτής της λειτουργίας, αρκεί να γίνεται σαφές ότι υπάρχει ως τέτοιο. Η ιδεατή πολιτική που βασίζεται στον ορθολογισμό και στις τεκμηριωμένες προτάσεις για το μέλλον είναι ακριβώς αυτό –ιδεατή. Στην πράξη, η μαζική πολιτική απέχει πάρα πολύ –ευτυχώς– από τα νηφάλια συμβούλια ευγενών, όπου αποφασιζόταν η προτιμότερη πολιτική οδός. Η σύγχρονη πολιτική εμπλέκει όλο και περισσότερο τη μαζική κουλτούρα και τα κανάλια της, συνεπώς επαναπροσδιορίζονται και τα εργαλεία άσκησής της. Η πολιτική γραφικότητα, λοιπόν, πλήττει επί της ουσίας πάντα τους απέναντι, ή, στη χειρότερη περίπτωση, περιφερειακά στοιχεία της δικής μας ταύτισης –ποτέ όμως την ουσία. Η πολιτική γραφικότητα έχει σημασία ως εργαλείο για να εξετάσουμε με ποια κριτήρια συγκροτείται η δημόσια εικόνα της πολιτικής, τόσο από τους ίδιους τους πολιτικούς όσο και από το κοινό, και όχι για να βγάλουμε αφοριστικά συμπεράσματα περί της ποιότητάς της. Η γραφικότητα σε έναν θάλαμο αντηχήσεων μπορεί να είναι ένα πολύ ευχάριστο κωμικό κόλπο, αρκεί να μην ξεχνάμε ότι ακριβώς τον ίδιο θάλαμο έχουν και οι απέναντι –απλώς δεν τους ακούμε να γελάνε.