Στις διαστάσεις που έχει εδώ και καιρό αποκτήσει το φαινόμενο Stranger Things, είναι περιττό να αναφερθούμε. Το έχουμε άλλωστε ήδη κάνει, ενώ το είδαμε πρόσφατα να επανέρχεται ως θεματολογία σε…

Το Dark δεν είναι απλά μια παραλλαγή του Stranger Things: Το χωροχρονικό συνεχές μεταξύ sci-fi και μεταφυσικού

Στις διαστάσεις που έχει εδώ και καιρό αποκτήσει το φαινόμενο Stranger Things, είναι περιττό να αναφερθούμε. Το έχουμε άλλωστε ήδη κάνει, ενώ το είδαμε πρόσφατα να επανέρχεται ως θεματολογία σε πάρτυς, ιβέντς κι αφιερώματα, όπως συμβαίνει στις απόκριες των δύο τελευταίων χρόνων, αλλά και το ίδιο, αν όχι ακόμα περισσότερο, σε εορτασμούς για το Χάλοουιν. Εντωμεταξύ η αναβίωση μιας εξιδανικευμένης 80’s αισθητικής, που φέρει ως αιχμή του δόρατος την αγαπημένη μας σειρά, καλά κρατεί στην περιρρέουσα ποπ κουλτούρα, με τελευταίο τρανταχτό παράδειγμα την επιλογή της διαφήμισης των Goody’s.

 

Ωστόσο στη σκιά του Stranger Things έκανε την εμφάνισή της μια νέα σειρά, ονόματι Dark, η οποία διέθεσε στο κοινό το σύνολο των δέκα πρώτων επεισοδίων της μόλις πριν από περίπου τρεις μήνες και απέκτησε πολύ γρήγορα ένα μεγάλο αριθμό από φανς. Έμεινε όμως στη σκιά (προϊδεάζει άλλωστε και ο τίτλος της), γιατί εξαρχής πλασαρίστηκε από τα περισσότερα μέσα ως «το ευρωπαϊκό-γερμανικό Stranger Things», πρακτική που ναι μεν από μια εμπορική σκοπιά μπορεί σε ένα βαθμό να αποδώσει στην προώθηση, αλλά στην ουσία στιγματίζει εκ των προτέρων μια οποιαδήποτε καλλιτεχνική δημιουργία. Λογικό επόμενο λοιπόν ήταν το Dark να μη λάβει τις διαστάσεις της σειράς-φαινομένου που γεννά τάσεις στην παγκόσμια ποπ-κουλτούρα. Το θέμα είναι βέβαια ότι ο άμεσος παραλληλισμός των δύο σειρών ίσως και να μην είναι τελικά τόσο αυτονόητος όσο φαίνεται εκ πρώτης όψεως, γι’ αυτό και βασικός στόχος αυτού εδώ του κειμένου είναι να επανεξεταστεί η φύση της παραπάνω συσχέτισης, ώστε να «δικαιωθεί» το Dark σαν μια πρωτότυπη σειρά με αρκετά διαφορετικά στοιχεία, αν όχι πολλές φορές κινούμενα αντίστροφα από εκείνα του Stranger Things, τα οποία και μπορούν να της αποδώσουν μια αυταξία.

 

Σίγουρα οι κοινοί τόποι και στα δύο έργα είναι πολλοί και είναι εξόφθαλμα εμφανείς. Μιλάμε και στις δύο περιπτώσεις για μία παρέα παιδιών, από την οποία εξαφανίζεται ένα μέλος στο πρώτο κιόλας επεισόδιο. Στη συνέχεια ακολουθούν κι άλλες εξαφανίσεις, ενώ στην άκρη του όλου σκηνικού, τοποθετούμενου σε μια μικρή επαρχιακή πόλη, βρίσκεται ένα γιγαντιαίο εργοστάσιο, για το οποίο δε γνωρίζουμε τίποτα, παρά μόνο ότι εκτελεί κρυφά πειράματα, που φαίνεται να συνδέονται με έναν τρόπο με την αλληλουχία των γεγονότων. Όλες αυτές οι συμπτώσεις δε, οι οποίες σχηματίζουν έναν ενιαίο πυρήνα για τις δύο ιστορίες, μόνο τυχαίες δεν θα μπορούσαν να θεωρηθούν, καθώς οι δύο σειρές προβάλλονται από την ίδια εταιρία-κολοσσό που λέγεται Netflix και προσπαθεί να αποκτήσει μια συγκροτημένη ταυτότητα στον χώρο του μυστηρίου, αποκομίζοντας τα ανάλογα οφέλη.

 

Πέρα απ’ αυτήν την πρώτη ανάγνωση όμως, τα πράγματα είναι λιγάκι πιο περίπλοκα για το Dark ή τουλάχιστον μοιάζουν, λόγω του ότι τα δεδομένα εκεί πολύ περισσότερο αποσιωπώνται από τους πρωταγωνιστές παρά αποκαλύπτονται. Αντίθετα στο Stranger Things έρχονται στο φως με ανακαλύψεις και ευρεσιτεχνίες τους, που σκιαγραφούν καθαρότερα τη γενικότερη κατάσταση. Σαφώς η παραδοχή πως η παρέα των παιδιών του Hawkins βρίσκεται στην πιο «αθώα» φάση της προεφηβείας και έχει ένα κλικ πιο πρωταγωνιστικό ρόλο από τους υπόλοιπους χαρακτήρες της σειράς, ενώ εκείνη του Winden  απαρτίζεται από εφήβους και έχει εξίσου ενεργή συμμετοχή με τους υπόλοιπους ρόλους, μας οδηγεί εύκολα στο συμπέρασμα ότι το Stranger Things είναι μια πιο “family friendly” σειρά ή εν πάση περιπτώσει πιο “light” σε σχέση με το Dark. To δεύτερο, πολύ ζοφερότερο, δίνει την αίσθηση ενός πηχτού σκότους που σε καταπνίγει, που αποκτά το ίδιο υπόσταση και δε γίνεται απλά ένα φόντο για να στηθούν φωσφορίζουσες 80’s λάμπες neon.

Καθοριστικότερη διαφοροποίηση των δύο σειρών βέβαια, στην οποία αξίζει να σταθούμε λίγο πιο προσεκτικά, είναι πως από τη μια πλευρά η δόμηση του science fiction σεναρίου του Stranger Things επικεντρώνεται σε ένα «παιχνίδι» με το χώρο και τις δυνατότητες των παράλληλων διαστάσεών του, ενώ από την άλλη πλευρά το Dark θέτει ως πεδίο αναφοράς το χρόνο στην προσπάθεια οριοθέτησης του πραγματικού με το φανταστικό. Ακόμα ακριβέστερα, ουσιαστικά στο μεν πρώτο ο χώρος υποτάσσει το χρόνο, ενώ στο δεύτερο συμβαίνει το ανάποδο. Το Dark ξεκινά στο παροντικό έτος 2019 και στη συνέχεια τα έτη εναλλάσσονται, διατηρώντας τη γραμμικότητα στην εξέλιξη της αφήγησης, αλλά παράλληλα σχετικοποιώντας τις έννοιες παρόν-παρελθόν-μέλλον. Αποτέλεσμα αυτής της διπλής κίνησης είναι οι χαρακτήρες να μην αναδεικνύονται σαν ρυθμιστές των πραγμάτων, αλλά σε παρατηρητές όσων τους συμβαίνουν. Έτσι η αρχική, αμήχανη σιγή της άγνοιάς τους παρατείνεται και η απελπισία τους ανατροφοδοτείται και εκφράζεται κυρίως μέσω των αργών, αβέβαιων κινήσεων του σώματος και των σκυθρωπών, μελαγχολικών εκφράσεων του προσώπου.

Η μετρημένη χρήση του λόγου συνοδεύεται από μακρινά, πανοραμικά πλάνα που διαπερνούν τις αχανείς, δασώδεις εκτάσεις της γερμανικής περιφέρειας με τα μουντά χρώματα και από τις μινιμαλιστικά ανατριχιαστικές, ορχηστρικές μελωδίες του Ben Frost. Οι πρωταγωνιστές δε γίνονται αβίαστα συμπαθείς για όσα καταφέρνουν με κίνητρο τη φιλία και την αγάπη που τους ενώνει μεταξύ τους και τους μετατρέπει σε δοτικούς  ή επειδή νοσταλγικά παραπέμπουν σε μια σκοπίμως απομονωμένη, ρομαντική εικόνα του εαυτού και του περιβάλλοντός του από την εποχή της παιδικής ηλικίας, όπως πάνω-κάτω συμβαίνει στο Stranger Things. Τα μυστικά που οι χαρακτήρες κουβαλάνε στο Dark, έρχονται στην επιφάνεια σταδιακά, με μια τέτοια μεθοδικότητα που υποδηλώνει ότι όσα αποκαλύπτονται έχουν ήδη αποκαλυφθεί και σου δημιουργείται συνεχώς η αίσθηση ότι γνώριζες ήδη ασυνείδητα αυτό που παρακολουθείς να συμβαίνει. Οι ενέργειες όσων αγνοούν ή νομίζουν πως γνωρίζουν αποτυγχάνουν και όσοι διαισθάνονται τον κίνδυνο παραμένουν παθητικοί και συνεσταλμένοι. Αναγνωρίζοντας τις παρεπόμενες ενοχές και φοβίες ο θεατής, δεν ταυτίζεται για τα θετικά συναισθήματα που τον ικανοποιούν, αλλά για τα αρνητικά που θέλει να απωθήσει και αυτό που καταλήγει να νοιώθει είναι κάτι μάλλον πιο βαθύ από απλή συμπάθεια, είναι οικειότητα. To κωμικό στοιχείο, γνώριμο στην πλοκή του Stranger Things, εδώ περιττεύει εφόσον δεν συνάγεται από τις διαθέσεις των προσώπων, τα οποία βιώνουν την αντίφαση μιας μικρής, κλειστής κοινωνίας που γιγαντώνεται μέσα τους, τείνοντας να τους καταπιεί. Ουσιαστικά έχουμε να κάνουμε με ένα καθαρό δράμα, στο οποίο η τραγικότητα πηγάζει μέσα από τον πόνο των προβληματικών σχέσεων και του υπαρξιακού κενού.

 

Η σειρά ξεκινά με τη φράση του Αϊνστάιν: «Η διάκριση ανάμεσα σε παρελθόν, παρόν και μέλλον είναι μόνο μια πεισματικά επίμονη ψευδαίσθηση…»

Ας επιστρέψουμε όμως πάλι πίσω στο ζήτημα του χρόνου. Η λειτουργία ενός χρόνου που κυλά ως συνήθως γραμμικά, αλλά και ταυτόχρονα κυκλικά, μοιάζει τόσο παράδοξη, ώστε ενισχύει μια υπερβατολογική προσέγγισή του. Μάλιστα οι συχνές αναφορές σε εδάφια ιερών κειμένων (από το Ευαγγέλιο αν θυμάμαι σωστά), οι σκόρπιες θρησκευτικές αναπαραστάσεις και τα σύμβολα, συνηγορούν ειδικότερα στην αυτονόμηση μιας μυστικιστικής-θεολογικής μεταφυσικής. Επιπλέον ο ασαφής τρόπος που συνδέεται το εργοστάσιο πυρηνικής ενέργειας με την όλη ιστορία, δεν προσφέρεται ιδιαίτερα για επιστημονικού τύπου εξηγήσεις, σε αντιδιαστολή με το περισσότερο προσβάσιμο στο θεατή εργοστάσιο του Stranger Things, το οποίο καταφανώς έχει συντελέσει στη διάνοιξη μιας παράλληλης διάστασης, διατηρώντας μια αιτιώδη συνέχεια που εξορθολογίζει το μυστήριο σε ένα sci-fi πλαίσιο και δεν το αφήνει απροσδιόριστο. Σε κάθε περίπτωση για το Dark, η διπλή, ταυτόχρονη κίνηση του χρόνου και στο βάθος του, της ίδιας της ροής της ιστορίας, φέρνει σε ανοιχτή σύγκρουση τον ντετερμινισμό με την ενδεχομενικότητα. Βιώνοντας αυτήν τη σύγκρουση το υποκείμενο συντρίβεται κάτω απ’ το βάρος της εναλλασσόμενης εικόνας του εξωτερικού κόσμου, αλλά κυρίως του ίδιου του εαυτού του.

Σχετικά με την εντύπωση μιας α-πολιτικής ματιάς του Dark στα πράγματα, αυτή θα πρέπει να παραμένει μόνο φαινομενική. Η πολιτική είναι παρούσα στις σχέσεις ισχύος που υπάρχουν και αναπτύσσονται μεταξύ των μελών της κάθε οικογένειας ξεχωριστά, στις μορφές εξάρτησης που δημιουργούν οι ταξικές διαφορές μεταξύ αυτών των οικογενειών και  στην επιρροή των θεσμών (όπως της τοπικής αστυνομίας στην περίπτωσή μας) στις ζωές των ανθρώπων μιας μικρής κοινότητας. Αν τώρα σε μια τέτοια σχετικά στατική κατάσταση, προσθέσουμε και το ξέσπασμα μιας εσωτερικής κρίσης, διαπιστώνουμε πώς το σύνολο αυτών των αλληλένδετων δομών αναποδογυρίζει. Ακόμα μεγαλύτερο ενδιαφέρον έχει η παρατήρηση της εξέλιξης όλων αυτών των παραγόντων στην ίδια ακριβώς τοποθεσία της μικρής κοινότητας, αλλά σε διαφορετικές χρονολογίες, (πάντα σε απόσταση 33 ετών μεταξύ τους) στην ιστορική τους δηλαδή διάσταση.

Η μεταφορά στη δεκαετία του ‘80, πέρα από την απεικόνιση μιας άλλης αισθητικής, τονίζει την επικράτηση συντηρητικότερων κοινωνικών αντανακλαστικών. Ενδεικτική είναι η γενικευμένη ανοχή στις διευρυμένες εξουσίες της αστυνομίας ως φορέα δημοσίου συμφέροντος, που διαθέτει την ευχέρεια να παρεμβαίνει με βιαιότερα μέσα, δοκιμάζοντας την ελαστικότητα των ατομικών δικαιωμάτων. Στον αντίποδα το Stranger Things, όπως έχει ειπωθεί πολλές φορές και αλλού, υιοθετεί μια εξωραϊσμένη αναπαράσταση του κοινωνικο-πολιτικού κλίματος των συντηρητικών 80’s, η οποία παραλείπει να καταδείξει τις ταξικές, φυλετικές και κάθε άλλου τύπου διακρίσεις που τότε είναι εμποτισμένες στις αντιλήψεις των αμερικανών και ενσωματώνει τις σύγχρονες τάσεις της πολιτικής ορθότητας στο λεξιλόγιο και τις συμπεριφορές των πρωταγωνιστών του. Γυρνώντας ακόμη πιο πίσω το Dark, στη δεκαετία του ’50, καταγράφει τις πολύ περισσότερο βίαιες και αυταρχικές πρακτικές που μετέρχεται αντίστοιχα η μεταπολεμική αστυνομία. Κυρίως όμως εδώ υπογραμμίζεται η εμπλοκή της πολιτικής και στη σημασία που αποκτά η έναρξη των εργασιών κατασκευής του πυρηνικού εργοστασίου για την οικονομική ζωή όλης της τοπικής πολιτείας, πόσο μάλλον σε μια περίοδο όπου ό,τι περιστρέφεται γύρω από την πυρηνική ενέργεια μονοπωλεί το παγκόσμιο ενδιαφέρον.

 

Διαφοροποίηση ανάμεσα στις δύο σειρές υπάρχει μέχρι και στον τρόπο που ολοκληρώνονται οι σεζόν της καθεμίας. Τόσο η πρώτη, όσο και η δεύτερη σεζόν του Stranger Things κλείνει με ένα είδος «λύτρωσης», αφού η επιτακτική αγωνία η οποία ταλαιπωρεί κάθε φορά τους ήρωες, (πάντα αφορά τον μικρό Will) τελικώς ξεπερνιέται, ανεξάρτητα αν παραμένει το αδιόρατο κεντρικό πρόβλημα. Αντιθέτως στο κλείσιμο της μοναδικής σεζόν του το Dark, δεν προσφέρει ούτε κατά διάνοια κάποια τέτοια ανακούφιση, παρά μόνο δίνει απαντήσεις σε ορισμένα ερωτήματα, γεννώντας την ίδια στιγμή άλλα τόσα. Εξάλλου προϋπόθεση για τη νοηματοδότηση του Dark αποτελεί η άρνηση της έννοιας του τέλους, αφού πολύ απλά δεν έχει ποτέ υπάρξει και η ίδια η αρχή. Αφετηρία και κατάληξη ταυτίζονται σε έναν αιώνιο κύκλο, ο οποίος περιλαμβάνει γεγονότα που έχουν ήδη προδιαγραφεί και κριθεί, όμως ταυτόχρονα επαναλαμβάνονται μένοντας ανοιχτά.

Το μόνο που έχουμε εμείς τώρα να περιμένουμε είναι η δεύτερη σεζόν, η οποία όπως φημολογείται θα κυκλοφορήσει κάποια στιγμή μετά το 2019 (συμπίπτει και με το έτος έναρξης της αφήγησης). Το βασικότερο στοίχημα που καλείται να κερδίσει η σειρά κατά τη γνώμη μου, είναι να σταθεί το ίδιο πειστική στην κατεύθυνση μιας πιο sci-fi στροφής προς ένα δυστοπικό μέλλον, όπως αυτή φάνηκε να διαγράφεται στο τελευταίο επεισόδιο και σε σχέση με την πιο μεταφυσικών συνδηλώσεων τροχιά που διατηρούσε. Όπως και να ‘χει σας συστήνω ανεπιφύλακτα να δείτε την πρώτη σεζόν του Dark, το οποίο για όλους τους παραπάνω λόγους δεν με προέτρεψε ούτε στιγμή να σκεφτώ τις ηθελημένες ή μη ομοιότητές του με το Stranger Things, αλλά ίσα-ίσα θα τολμήσω να πω μ’ ενθουσίασε ακόμα περισσότερο.

Υ.Γ.: Δε θα μπορούσα να παραλείψω μια ιδιαίτερη αναφορά στο εκπληκτικό intro song της σειράς, το Goodbye από Apparat feat. Soap&Skin, που είναι ό,τι καταλληλότερο για την προετοιμασία της ατμοσφαιρικής νταρκίλας που ακολουθεί για να σε ρουφήξει. Κατά τη διάρκεια της σεζόν ακούγονται και κομμάτια της Soap&Skin αποκλειστικά, από τα οποία θα ξεχώριζα το Me And The Devil, που ντύνει απίστευτα το τέλος του πέμπτου επεισοδίου.