Το hatewatching είναι η επιθυμία να βλέπουμε κάτι που (θα έπρεπε να) μισούμε, μια μορφή αυταπάτης των θεατών που αρνούνται να δηλώσουν ότι βλέπουν κάτι  «επειδή τους αρέσει», αλλά προτιμούν…

Τrash Τηλεόραση και “Καθεστώτα Ποιότητας”

Το hatewatching είναι η επιθυμία να βλέπουμε κάτι που (θα έπρεπε να) μισούμε, μια μορφή αυταπάτης των θεατών που αρνούνται να δηλώσουν ότι βλέπουν κάτι  «επειδή τους αρέσει», αλλά προτιμούν να τονίζουν ότι το βλέπουν, επειδή το σιχαίνονται. Από την άλλη, το guilty pleasure, η ενοχική απόλαυση, είναι κάτι που απολαμβάνουμε να βλέπουμε, ακόμα και αν ξέρουμε ότι αυτό δεν έχει κανένα απολύτως κύρος.

Η «αναβίωση» της trash τηλεόρασης που γίνεται τα τελευταία χρόνια βασίζεται απόλυτα στην κοινή παραδοχή όλων (τηλεοπτικών σταθμών, εργαζομένων στον χώρο του θεάματος και φυσικά τηλεθεατών) ότι αυτό που γίνεται δεν είναι «καλό», δεν είναι ποιοτικό και κανονικά δεν θα έπρεπε να γίνεται. Και αυτή η σιωπηρή μεν αλλά κοινή παραδοχή, το φιλικό χτύπημα του ενός στον ώμο του άλλου, έχει μια απίστευτη κινητήρια δύναμη που καμιά φορά μοιάζει ανεξέλεγκτη και μοιάζει σαν υποβρύχιο που βυθίζεται κάθετα στον βυθό με όλες τις μηχανές στο φουλ. Συνεχώς ξεπετάγονται από παντού πράγματα στην τηλεόραση που τα βλέπουμε «για πλάκα», γιατί είναι τόσο κακά που τελικά γίνονται καλά. Βασικό κομμάτι της κινητήριας δύναμης της trash tv είναι ακριβώς αυτό: αυτός που βλέπει ένα trash τηλεοπτικό προϊόν, με όποια ματιά και αν (νομίζει ότι) το κάνει, τελικά το καταναλώνει.

Θυμάμαι ότι πέρσι, μια βραδιά που είχα μείνει σπίτι, είδα ένα από τα πρώτα επεισόδια του Survivor παρακινημένος από τον συνεχή σχολιασμό που έβλεπα στα social media. Από περιέργεια άνοιξα την τηλεόραση και είδα κάτι που θα έβαζα το χέρι μου στη φωτιά ότι δεν θα μπορούσε να πιάσει ποτέ στην τηλεόραση του 2017. Η σκέψη ότι 30 μανταχαλάδες που προσπαθούν να επιβιώσουν σε ένα ερημικό νησί αγωνιζόμενοι σε παιδότοπους για ενήλικες θα χτύπαγαν 70% τηλεθέαση, ε, δεν ήταν και το πιο εύκολο πράγμα να προβλέψει κανείς. Ξεκίνησα και εγώ τον σχολιασμό στο facebook. Όσο στραβό χαμόγελο και αν νόμιζα ότι έχω, εκείνη τη στιγμή έγινα ο πλέον ιδανικός καταναλωτής τηλεοπτικού προϊόντος: αυτός που όχι μόνο βλέπει, αλλά περνάει την τηλεόραση στον χώρο που θεωρητικά θα ήταν το τέλος της, το διαδίκτυο.

Συχνά σκεφτόμαστε τη σχέση internet και τηλεόρασης ως σχέση σύγκρουσης μεταξύ του παραδοσιακού και του ανερχόμενου. Υπάρχουν όμως κάποιες ζώνες ειρηνικής συνύπαρξης. Χρησιμοποιώντας έναν ιντερνετικό ορισμό, το FOMO (Fear Of Missing Out), τον φόβο να μην μείνουμε εκτός του σχολιασμού που γίνεται στην αρχική μας σελίδα, μπορούμε να κατανοήσουμε εν μέρει τον τρόπο που η τηλεόραση θα διεκδικήσει τον χώρο της την εποχή του ίντερνετ, ως τροφοδότης ουσιαστικά του σχολιασμού στα social media. Τελικά, για να το πετύχει αυτό, θα καταβυθίζεται σε όλο και πιο trash επίπεδα, σε σημείο που μέσα σε ένα χρόνο το Survivor να μοιάζει πια σχεδόν ποιοτικό μπροστά στα Power of Love ή Game of Love χάνοντας έτσι μέρος της δυναμικής του. Ούτως ή άλλως, ο στόχος της trash tv ήταν ανέκαθεν η πρόκληση του τηλεθεατή, αυτό που θα τον κάνει να τη δει, έστω και μία φορά. Μετά, η μεθυστική αύρα της κακής τηλεόρασης (ξεκούραστο και ανάλαφρο θέαμα, ψευδαίσθηση ανωτερότητας απέναντι σε αυτό που βλέπεις, κτλ) θα τον εγκλωβίσει οριστικά. Τώρα που η τηλεόραση χάνει την αποκλειστικότητα στην εικόνα, η ανάγκη αυτή να προκαλέσει γίνεται όλο και μεγαλύτερη και η σημασία του κοινού που βλέπει τα προγράμματά της «ειρωνικά» αναβαθμίζεται με τη σειρά της.

Κι όμως, μέσα σε αυτή τη νέα συνθήκη, τα αναλυτικά μας εργαλεία έχουν μείνει στα ‘90ς.  Από τη μία το ψευδοελιτίστικο ότι «ο άνθρωπος που έχει δουλέψει 10 ώρες, δεν θα γυρίσει σπίτι να δει Ταρκόφσκι», δημιουργώντας ένα καθεστώς μαζών τις οποίες κοιτάς από ψηλά και τις χτυπάς στον ώμο που δεν μπορούν, λόγω συνθηκών, να σε φτάσουν.  Από την άλλη, μια κριτική εντέλει συντηρητική, που βλέπει όλα αυτά τα τηλεθεάματα ως κάτι που είναι βλαβερό για την αισθητική μας, αλλά ακόμα περισσότερο για την ηθική της κοινωνίας μας και απομακρύνουν τον άνθρωπο από την παραδοσιακή οργάνωση της κοινωνίας, την οικογένεια, κτλ (βλ. πρόσφατη παρέμβαση Εισαγγελίας για το Game of Love). Τέλος, η πιο συχνή κατηγορία που χρησιμοποιεί ακόμη χιλιοχρησιμοποιημένους και πραγματικά κουραστικούς όρους («χαζοκούτι», «αποβλάκωση», «μάζες»), προκειμένου να κριτικάρει, εντέλει πάλι ηθικά, τους θεατές της trash τηλεόρασης. Οι ίδιοι οι όροι δεν είναι κουραστικοί. Τα περιβάλλοντα μέσα στα οποία χρησιμοποιήθηκαν τους κάνουν.

Μέσα από την έκφραση αυτή της παλαιού τύπου κριτικής, δημιουργείται ένα ετεροκαθοριζόμενο «καθεστώς ποιότητας» που συμπεριλαμβάνει βαρετή κριτική απέναντι στα μαζικά θεάματα και τελικά το μόνο που καταφέρνει είναι να εμπλέκεται στην αύξηση της ενοχής και τελικά και της απόλαυσης που προκαλεί η trash tv. Το παραδοσιακό μοτίβο της κακής τηλεόρασης, το τρίπτυχο «έκθεση προσωπικών συναισθημάτων-διαπροσωπικό δράμα-εντάσεις» βρίσκει απέναντί της μια παντελώς απρόσωπη κριτική του τύπου «υπάρχει και αυτή η τηλεόραση», μια κριτική που τελικά δεν έχει τι καινούργιο να αντιπροτείνει, αλλά παραμένει στο τι είναι κοινώς αποδεκτά ποιοτικό. Θυμίζει κάπως τη μαμά μας που μας πάσαρε το καλοκαίρι το 400σέλιδο βιβλίο που «πρέπει να διαβάσουμε» πριν παίξουμε playstation. Ένα διαρκές αίτημα για περισσότερη ποιότητα χωρίς εντέλει κάποιο περιεχόμενο.

Τελικά, δημιουργείται μια αντίδραση απέναντι σε αυτή την τηλεόραση που θεωρείται κακή, αλλά κανείς δεν μπαίνει στον κόπο να εξηγήσει το «γιατί» ή τέλος πάντων όταν το κάνει, το κάνει επιφανειακά. Τα κακά ελληνικά των συμμετεχόντων, η περίεργη αισθητική στο ντύσιμο, η συνεχής ενασχόληση με την εξωτερική εμφάνιση, τα «ηλίθια» θέματα συζήτησης (άλλωστε πάντοτε η προβολή του συναισθηματικού λόγου δημόσια θεωρούνταν η ύστατη πλευρά χυδαιότητας), η αντιστροφή του γνωστού ερωτήματος «μα τελικά γιατί δεν σιωπούν οι ηλίθιοι;». Μετά έρχονται άπειρα memes, το κατεξοχήν πεδίο δράσης του FoMo, που ειρωνεύονται αυτή τη συνθήκη, επιτείνοντας όμως την ανάγκη του τηλεθεατή να συνεχίζει να βλέπει αυτά τα show, προκειμένου να πιάνει τις αναφορές, να είναι μέσα στα πράγματα.

Και όμως, αυτή η συνεχής προβολή της «ηλιθιότητας» αυτών των προγραμμάτων κατά κάποιο τρόπο τα αθωώνει.  Η trash τηλεόραση, άλλωστε, υπάρχει για να είναι κακή: αυτό είναι που δίνει νόημα στην παρακολούθησή της. Η συνεχής επισήμανση του πόσο κακή είναι, απλώς ενισχύει τη θέση της, δίνοντάς της το γοητευτικό στάτους του «βρόμικου». Και όμως, αυτά τα προγράμματα είναι φτιαγμένα μέσα στον καιρό τους και, όσο και αν αρνούμαστε να δούμε οποιαδήποτε πολιτική και ιδεολογική υφή στην ύπαρξή τους, αναπαράγουν εξουσιαστικές σχέσεις, δημιουργούν αντιλήψεις για τη σεξουαλικότητα, τη φύση της ανταποδοτικής εργασίας, την ψευδαίσθηση ενός κόσμου ευκαιριών, δημιουργούν και αναπαράγουν νόρμες, κανονικοποιούν τρόπους επιτέλεσης κοινωνικών ταυτοτήτων, καθορίζουν με τον τρόπο τους τι είναι τελικά το ποιοτικό.

Όσο και αν όλο αυτό το κομμάτι τους κρύβεται πίσω από την αισθητική κρίση που μας βγαίνει αντανακλαστικά, όταν παρακολουθήσουμε έστω και δύο λεπτά trash τηλεόρασης, δεν πρέπει να μείνουμε εκεί. Η πραγματικά κριτική ματιά απέναντι σε αυτό που, είτε το θέλουμε είτε όχι, υπάρχει γύρω μας, απαραίτητα πρέπει να ξεφύγει από το βολικό κομμάτι της αισθητικής. Πρέπει να γίνει επίσης κατανοητό ότι η παραγωγή πολιτικού λόγου δεν γίνεται μόνο σε «σοβαρό» πλαίσιο, ότι εκτός από την κακή τους ποιότητα υπάρχει ένα τεράστιο πεδίο που μοιάζει ανεκμετάλλευτο λόγω μιας ντροπής να ενασχοληθούμε σοβαρά μαζί τους.

Τελικά, η κριτική στο πόσο πολύ φουσκωμένα χείλη έχει η τάδε παίχτρια ή στα πόσα εκφραστικά λάθη ο τάδε παίχτης είναι μια κριτική που παίζεται στο γήπεδο όλων των  συνισταμένων που γέννησαν αυτά τα show και δεν κάνει οτιδήποτε άλλο παρά να τα ενισχύει. Εξάλλου, το θέμα δεν είναι να δημιουργήσουμε σαφώς διακριτικά όρια για το ποιος έχει αρκετό μυαλό, ώστε να έχει δικαίωμα στον δημόσιο λόγο και ποιος όχι. Η Trash τηλεόραση υπάρχει και είναι καιρός να σταματήσουμε να επαναλαμβάνουμε μονότονα και λίγο αυτάρεσκα το πόσο ποιοτικοί είμαστε που δεν τη βλέπουμε, ή περισσότερο που τη βλέπουμε για πλάκα, ώστε να προσπαθήσουμε σιγά-σιγά να την αποδομήσουμε  χωρίζοντας τη στα συστατικά της μέρη, βλέποντας τη δηλαδή τι άλλο είναι εκτός από κακή ποιοτικά.

Άλλωστε, το μόνο σίγουρο είναι ένα: μια κοινωνία εθισμένη στο να αυτομαστιγώνεται, επειδή βλέπει Survivor και δεν διαβάζει ξέρω’γω Πλάτωνα, που θα ήταν το πρέπον, ε, δεν θα διαβάσει ποτέ το οτιδήποτε.