Το curlysue είναι το προσωπικό site του Άρη Αλεξανδρή, στο οποίο ο τελευταίος καταγράφει τις σκέψεις του για μια ευρεία γκάμα θεμάτων. Τηλεοπτικές σειρές, ταινίες, τρέχουσα πολιτική και «cult φιγούρες»…

Το νέο κείμενο του The Curly Sue για το βίντεο κλιπ της Beyoncé και του Jay-Z για το APES**T είναι ένα tribute στην κοινωνική επιθετικότητα, τη βιασύνη, την άγνοια και τον ακούσιο ρατσισμό

Το curlysue είναι το προσωπικό site του Άρη Αλεξανδρή, στο οποίο ο τελευταίος καταγράφει τις σκέψεις του για μια ευρεία γκάμα θεμάτων. Τηλεοπτικές σειρές, ταινίες, τρέχουσα πολιτική και «cult φιγούρες» είναι, μεταξύ άλλων, οι βασικές θεματικές που απασχολούν τον δραστήριο μπλόγκερ. Σε γενικές γραμμές, ο Αλεξανδρής κινείται με άνεση ανάμεσα σε «high» και «low» pop θεματολογία αμφιρρέποντας μεταξύ συστηματικών αναλύσεων και συνθηματολογικών διατυπώσεων. Η γραφή του αποπνέει αυτοπεποίθηση, έχει ανεπτυγμένη αίσθηση του χιούμορ, είναι λάτρης της σύγχρονης αμερικανικής ποπ κουλτούρας και ελαφρά αυστηρός απέναντι στην ελληνική ποπ κουλτούρα, είναι συνεπής φιλελεύθερος και πολιτισμικά δημοκρατικός. Στο «About Curly», το σύντομο σημείωμα σχετικά με το τι είναι το εν λόγω site ο Αλεξανδρής δηλώνει «This is Aris Alexandris coming live from Ano Patisia. Keep out if you’re easily offended». Well, he is the one who got easily offended.

 

Στο κείμενό του για το νέο βίντεο κλιπ του ζεύγους Κάρτερ ο Αλεξανδρής σκιαγραφεί, ήδη από την πρώτη παράγραφο, τον ορίζοντα και τις προϋποθέσεις της κριτικής που πρόκειται να ακολουθήσει. Ο Αλεξανδρής στη «μεταφορά του τουρίστα», που αποτελεί το σημείο εκκίνησης του συλλογισμού του, μιλάει από μία θέση που σπάνια επιλέγει για τον εαυτό του: εκείνη του κοινωνικά υπερόπτη και πολιτισμικά αντιδημοκρατικού κριτικού, ο οποίος με ψύχραιμο ύφος, ήπια διδασκαλίστικο τόνο, αλλά και ψευδεπίγραφη κατανόηση μας μιλάει για την κοινοτοπία της (μη) εμπειρίας του μοντέρνου τουρίστα (βεβαίως, όχι ταξιδιώτη) στην εποχή της λατρείας της στιγμιοτυπικής απεικόνισης της πραγματικότητας:

Οι άνθρωποι που επισκέπτονται μια πόλη για πρώτη φορά και σπεύδουν να φωτογραφηθούν στα πιο κλισέ τοπόσημά της και, φυσικά, να μας κοινοποιήσουν περήφανοι το κατόρθωμά τους, δεν κάνουν κάτι κακό. Ίσα ίσα, από μόνο του το γεγονός πως διευρύνουν τα όρια των παραστάσεών τους είναι ευοίωνο. […] Η επιδερμικότητα δε της εμπειρίας τους, η έμφαση δηλαδή που δίνουν στο να φανεί πως όντως τη ζουν, αντί να εμβαθύνουν σ’ αυτήν πέραν όσων ορίζει η μπροσούρα τους, δημιουργεί αμφιβολίες για την πρόθεση και την ποιότητα της εμπειρίας. Αυτόν τον συνειρμό έκανα, βλέποντας το νέο video clip της Beyoncé και του Jay-Z για το τραγούδι APES**T, που γυρίστηκε στο Λούβρο.

Για τον Αλεξανδρή η κοινοτοπία της ινσταγκραμικής εικονολογίας είναι άξια ενός ειρωνικού αλλά και κατανοητικού σηκώματος του φρυδιού. Φαίνεται ότι μπορεί να δεχτεί την, έστω μπανάλ και ακαλαίσθητη δημοσιοποίηση της εμπειρίας του μοντέρνου τουρίστα, με την προϋπόθεση ότι αυτός μαθαίνει έστω και κάτι ελάχιστο από την όλη εμπειρία. Η φρασεολογία του σε αυτό το σημείο έχει όλα τα χαρακτηριστικά αυτού που θα ονόμαζα (κλέβοντας από κάποιους φίλους) «μπαναλιτέ της κριτικής του μαζικού πολιτισμού». Οι εμπειρίες είναι επιδερμικές, οι ορίζοντες με κάποιο τρόπο διευρύνονται, δεν υπάρχει βάθος, υπάρχει όμως  (μηχανιστική) συμμόρφωση σε κάποιον κανόνα. Χρησιμοποιούνται όλα τα υλικά του στερεοτυπικού συντηρητικού κριτικού λόγου για τη μαζική εμπειρία (κουλτούρα): το δίπολο Βάθος vs επιφάνεια, η επισήμανση της αναστόχαστης εμπειρίας του κοινού ανθρώπου, η μηχανιστική αναπαραγωγή της κοινωνικής νόρμας.

Για τον Αλεξανδρή, λοιπόν, το ζεύγος Carter εμφανίζεται μέσα στο μουσείο του Λούβρου φέροντας ακριβώς αυτά τα χαρακτηριστικά σε μια στομφώδη και αμετροεπή επίδειξη του προσωπικού του μεγαλείου. Στις επόμενες δύο σειρές εκφράζει την άποψη ότι αμφότεροι είναι καλλιτεχνικά ασήμαντοι, ενώ εκτιμάει ότι η «ασίγαστη μανία για προσοχή» αποτελεί «απόπειρα εκτόνωσης κάποιας προγενέστερης μειονεξίας». Βρίσκω πολύ ενδιαφέρουσα την επιλογή της λέξης «εκτόνωση» και θα έλεγα ότι πρόκειται για ένα ρατσιστικό γλωσσικό ολίσθημα, που βρίσκεται ακούσια σε διάλογο με το verse του Jay-z. Ο Jay φορτώνει το verse του με ρατσιστικούς χαρακτηρισμούς, τους οποίους εκφέρει σε πρώτο πρόσωπο και ως αυτοπροσδιορισμούς:

«I’m a gorilla in the fuckin’ coupe Finna pull up in the zoo, I’m like Chief Keef meet Rafiki—who been lyin’ “King” to you? […] ‘Nana clips for that monkey business»

Όπως βλέπουμε, ο ράπερ επιχειρεί την ανακατάληψη του συμβόλου,  την αντιστροφή του ρατσιστικού λόγου, την ανασημασιοδότητση της προσβλητικής ρατσιστικής εικονολογίας. Ο πίθηκος παύει να είναι η αρχετυπική ρατσιστική βρισιά που απευθύνεται σε έναν αφροαμερικανό, μια νύξη στην υποτιθέμενη πριμιτιβιστική καθήλωση του. Είναι ένα σύμβολο δύναμης και διεκδίκησης του χώρου που του αναλογεί.

Αντιθέτως, ο Αλεξανδρής άθελά του γίνεται κοινωνός αυτού του ρατσιστικού λόγου και βλέπει δύο ασεβείς, παράταιρους μαύρους τουρίστες να εκτονώνονται μέσα στο κατάλευκο μουσείο του Λούβρου. Η κατάληξή τους αυτή, αποτελεί «φυσική συνέχεια» της μέχρι σήμερα καλλιτεχνικής πορείας τους, αφου «η ψευδαίσθηση μεγαλείου και η απληστία, σε συνδυασμό με τη μουσική του συρμού και την ασίγαστη μανία για προσοχή, δεν [του] φάνηκαν ποτέ ιδιαίτερα καλλιτεχνικά».

Συνεχίζοντας με την ίδια προχειρότητα, και πριν προχωρήσει στο προκείμενο, που είναι η κριτική του βιντεοκλιπ, ο Αλεξανδρής συνοψίζει σε 5 γραμμές την καλλιτεχνική, προσωπική και πολιτική πορεία του ζαυγαριού:

Δεν θα πω ψέματα, έβρισκα το ζεύγος κουραστικό και πέρα για πέρα βλακώδες και πριν το νέο του πόνημα. Η ψευδαίσθηση μεγαλείου και η απληστία, σε συνδυασμό με τη μουσική του συρμού και την ασίγαστη μανία για προσοχή, δεν μου φάνηκαν ποτέ ιδιαίτερα καλλιτεχνικά. Περισσότερο, σαν απόπειρες εκτόνωσης κάποιας προγενέστερης μειονεξίας. Η εκδίκηση του γκέτο, ως φάλτσα σύνθεση δύο ζάμπλουτων και πανίσχυρων ανθρώπων που πέτυχαν (και συγχαρητήρια) αλλά μοιάζουν να μην το πιστεύουν ούτε οι ίδιοι. Ή να το πιστεύουν υπερβολικά. Αν προσθέσουμε στα παραπάνω και το ψευδεπίγραφο μάρκετινγκ χειραφέτησης της Beyoncé, μιας γυναίκας που θυμήθηκε τη φυλετική κληρονομιά της λίγα χρόνια αφότου διαφήμιζε κρέμες με ξασπρισμένο δέρμα, και που υποδύεται το πρότυπο της φεμινίστριας ενώ παράλληλα τραγουδάει για το “κέρατό” της, κράζει τη γκόμενα του άντρα της και κάνει τουρ χρησιμοποιώντας το όνομά του (!), μπορώ να πω ότι βλέπω πια τη Beyoncé και τον Jay-Z ως κυνικά μνημεία της εποχής: εφετζίδικα ποζέρια.

Όπως βλέπουμε, η κριτική του στο κομμάτι της καλλιτεχνικής αξίας της Beyonce και του Jay εξαντλείται στη διατύπωση “μουσική του συρμού” και, ίσως, στη φράση “ασίγαστη μανία για προσοχή”. Θα ήταν σπατάλη χώρου και χρόνου να συζητήσουμε κατά πόσο είναι θεμιτό να σχολιάζονται με τόση προχειρότητα δύο σημαντικές και επιδραστικές φιγούρες της σύγχρονης ποπ κουλτούρας. Στη συνέχεια όμως ο Αλεξανδρής χτυπάει τρεις φορές, μιλώντας κατά σειρά για “απόπειρες εκτόνωσης”, “προγενέστερη μειονεξία” και “εκδίκηση του γκέτο”. Και οι τρεις αυτές διατυπώσεις έχουν σαφώς, επαναλαμβάνω, κατά την κρίση μου ακούσια, ρατσιστικό άρωμα. Στα μάτια του Αλεξανδρή, ο Jay και η Beyonce παραμένουν αείποτε εγκλωβισμένοι στο γκέτο, δύο Αφροαμερικανοί που έχουν βιώσει τον ρατσισμό, και αδυνατούν να αποτινάξουν το φορτίο και να διαγράψουν μια πορεία χωρίς αναφορές στο συλλογικό τραύμα. Όσο και αν έχουν απομακρυνθεί, με όρους ατομικής βιογραφίας, το γκέτο και η βιωμένη μειονεξία θα κηλιδώνουν το έργο τους στο διηνεκές και θα αποτελούν τη μήτρα κάθε εξήγησης της υποτιθέμενης εγωμανίας τους. Είναι λογικό να υποθέσουμε ότι εφόσον δύο άνθρωποι που κατάφεραν τόσο εντυπωσιακή ανοδική κοινωνική κινητικότητα παραμένουν μαύροι του γκέτο, όσο και αν θέλουν να το κρύψουν, τότε κάθε Αφροαμερικανός θα φέρει αυτήν την αναλλοίωτη ουσία του καταπιεσμένου και, για τον λόγο αυτό, εκείνου που είναι πάντα έτοιμος να “εκτονωθεί”.

Όσον αφορά την κατηγορία περί ψευδεπίγραφου φεμινισμού και εργαλειοποίησης της φυλετικής ταυτότητας, ο λόγος του Αλεξανδρή παραμένει ελλειμματικός, δυσανάλογα δηκτικός και στιγμιοτυπικός, όπως η αισθητική των αγαπημένων τουριστών του. Η Beyonce θυμήθηκε πρόσφατα τη φυλετική της κληρονομία (δεν ισχύει) και είναι ψευδεπίγραφα χειραφετημένη επειδή τραγουδάει για το κέρατο και τη γκόμενα του άντρα της (μάλλον δεν νοείται φεμινίστρια που αποκαλύπτει τον πόνο που της προκάλεσε η συζυγική απιστία και τραγουδάει καψουροτράγουδα βρίζοντας το πρόσωπο που της προκάλεσε τον εν λόγω πόνο). Παρενθετικά, θεωρώ ότι θα μπορούσε κανείς να μεμφθεί τη beyonce για ουσιοκρατική αντιμετώπιση της μητρότητας, αλλά αυτή είναι μια άλλη συζήτηση.

Τα παραπάνω θα ήταν πολύ λιγότερο προβληματικά, εάν δεν ήταν τόσο εντυπωσιακά άστοχη η κριτική του για το βίντεοκλιπ του τραγουδιού apeshit.

Το νέο βίντεο κλιπ τους που γυρίστηκε στο Λούβρο, είναι η μέχρι στιγμής πιο ακριβής απεικόνιση της ουσίας τους (για όποιον έχει τη διάθεση να την αντικρίσει χωρίς συμπάθειες κι εμπάθειες). Μια εικαστικά αρτιότατη επίδειξη ματαιοδοξίας και γκροτέσκου μαξιμαλισμού. Ένα στομφώδες “νια νια νιανια νια” προς τους κοινούς θνητούς που δεν μπορούν να μετατρέψουν ένα απ’ τα διασημότερα μέρη του κόσμου σε καμαρίνι τους. Θυμίζει τον κακόμοιρο τον Michael Jackson που αγόραζε πανάκριβα, θεόρατα πράγματα, άσχετα μεταξύ τους, και τα τοποθετούσε στο σαλόνι του επειδή του άρεσε να περιστοιχίζεται από σημαντικά αντικείμενα. Δύο δισεκατομμυριούχοι περιφέρονται, φορώντας τα καλά τους, ανάμεσα σε αρχαιότητες και έργα τέχνης για τα οποία πιθανότατα δεν έχουν ιδέα, και ποζάρουν ψαρωτικά, χορεύουν, μας κοιτούν με αυτοκρατορική αλαζονεία. Δεν αισθάνονται δέος, δεν έχουν εκείνη τη χαρακτηριστική ζάλη που νιώθουν οι άλλοι απέναντι στο άφταστο μεγαλείο. Όχι βέβαια. H Mona Lisa, η Νίκη της Σαμοθράκης και η Αφροδίτη της Μήλου είναι τα props τους, κι αυτοί είναι οι stars! Ακριβώς όπως οι “επαγγελματίες” τουρίστες, έτσι και το ζεύγος στέκεται μπροστά από σημαντικότερα από το ίδιο, εκθέματα, και ναρκισσεύεται. Οι μεν τουρίστες για να τους δει το χωριό και να σκάσει, το δε ζεύγος για να εκπληρώσει ακόμα μια υπόσχεση μεγαλομανίας. Το κατέκτησε και το Λούβρο, επόμενος προορισμός το διάστημα! Το κιτς ως επεκτατική στάση ζωής. Ασφαλώς, ο κόσμος έχει πολύ σημαντικότερα προβλήματα από τη Beyoncé και τον Jay-Z, και δεν είμαι καν σίγουρος αν το ζεύγος είναι ένα από τα προβλήματα αυτά. Ίσα ίσα, πρέπει κάποιος να είναι πολύ προκατειλημμένος για να μην αναγνωρίσει τη συμβολή και των δυο τους στην προβολή και την αποδοχή της μαύρης κουλτούρας, και στην ενδυνάμωση μιας μειονότητας που τα μέλη της δέχονται ακόμη πυροβολισμούς στον δρόμο επειδή μοιάζουν “ύποπτα”. Από τον ακτιβισμό μετά μουσικής, όμως, μέχρι την στυλιζαρισμένη ομφαλοσκόπηση κι αυτολατρία μεσολαβούν πολλά χιλιόμετρα, που δεν χρειάζεται να διανύει το ζεύγος με κάθε ευκαιρία. Κάτι μου λέει πάντως πως δεν θα το κάνει για πολύ ακόμη. Η ζωή έχει τον τρόπο της να προσγειώνει ακόμη κι εκείνους που νιώθουν αθάνατοι.

Ο Αλεξανδρής ξεκινάει το σχόλιό του για το βίντεο κλιπ αυτοανακηρυσσόμενος σε αντικειμενικό θεατή, ο οποίος δεν τρέφει καμία συμπάθεια ή εμπάθεια για τους δύο καλλιτέχνες. Αυτό είναι αναληθές καθότι νωρίτερα μας είχε ενημερώσει ότι “δεν θα πω ψέματα, έβρισκα το ζεύγος κουραστικό και πέρα για πέρα βλακώδες και πριν το νέο του πόνημα”.

Ας δούμε όμως, συνοπτικά για ποιους λόγους το τραγούδι και το βίντεο είναι εξαιρετική μαύρη και έντονα πολιτικοποιημένη τέχνη που καταφέρνει να χωρέσει την ιστορία ενός ζευγαριού, την επίδειξη του ρωμαλέου εγώ δύο δημιουργικών καλλιτεχνών και επιτυχημένων επιχειρηματιών και έναν καίριο σχολιασμό για τη θέση του μαύρου ως άλλου στον δυτικό κόσμο.

Στην πρώτη σεκάνς βλέπουμε ένα “γκαργκόιλ”, την αμφίσημη αρχιτεκτονική κατασκευή που (μάλλον) χρησίμευε σαν γκροτέσκα προειδοποίηση της πανταχού παρουσίας και απειλής του κακού. Το εν λόγω γκαργκόιλ δεν είναι μαρμάρινο και άκαμπτο, αλλά ζωντανό; ένας  νεαρός μαύρος άνδρας που στέκεται μπροστά από την είσοδο του μουσείου. Εντός του μουσείου το ζεύγος Κάρτερ καδράρεται μπροστά από σημαντικά έργα των Da vinci, David, τη Νίκη της Σαμοθράκης, την Αφροδίτη της Μύλου, μεταξύ άλλων. Υπάρχει πάντα μια αίσθηση συμμετρίας στον τρόπο που τοποθετούνται τόσο τα  δικά τους σώματά όσο και των χορευτριών που πλαισιώνουν τη Beyonce. Η κίνηση όμως των μαύρων σωμάτων λειτουργεί αντιστικτικά στην στατικότητα των απεικονίσεων της λευκής εξουσίας (σκηνές της γαλλικής αριστοκρατίας). Σε κάθε σεκάνς του βίντεο οι μαύροι καλλιτέχνες συνομιλούν με τον χώρο και τα έργα που φιλοξενούνται εντός του, έργα λευκών καλλιτεχνών, με λευκή θεματολογία, που απευθύνονταν ιστορικά σε ένα λευκό κοινό.

Ο διάλογος αυτός είναι διφυής: το ένα του σκέλος έχει να κάνει με το ζευγάρι των καλλιτεχνών και την προσωπική του ιστορία. Ο Jay και η Beyonce ποζάρουν μπροστά από το φημισμένο έργο του Da Vinci στην πρώτη τους εμφάνιση στο βίντεο, θέτοντας με τον τρόπο αυτόν το μέτρο του δικού τους εκτοπίσματος. Πρόκειται για δύο “έργα” εμβληματικά των οποίων η καλλιτεχνική και χρηματική αξία, καθώς και η διείσδυση στην ποπ κουλτούρα είναι απαράμιλλες. Σε επόμενες σεκάνς το ζευγάρι επικυρώνει την ένωση του μπροστά από την Αφροδίτη της Μήλου και ραπάρει δυναμικά με φόντο τη Σφίγγα, ένα κομμάτι της ευρύτερης Αφρικανικής κουλτούρας. Όλα τους τα κοινά πλάνα αναδύουν μια αίσθηση ψύχραιμης αυτοπεποίθησης, την αυτοπεποίθηση ενός ζευγαριού που βίωσε την απιστία, την απώλεια της εμπιστοσύνης, τον πόνο και την απόγνωση, την επανασύνδεση και την επούλωση. Το apeshit, και ευρύτερα, το νέο άλμπουμ των Κάρτερ, αποτελεί το κλείσιμο της τριλογίας που ξεκίνησε με το Lemonade της Beyonce και το 4:44 του Jay-z, μιας τριλογίας που καταπιάνεται με τις πανανθρώπινες θεματικές του έρωτα, της απώλειας και της επανένωσης. Σε αυτό το κλείσιμο η Beyonce έχει τον πρώτο λόγο αφού ραπάρει και τραγουδάει στο μεγαλύτερο μέρος του κομματιού, ενώ βρίσκεται πάντα μπροστά από τον Jay-z ελέγχοντας τη ροή του narrative με άνεση και δημιουργικότητα.

Στο δεύτερο σκέλος του διαλόγου διανοίγεται η προβληματική για τη θέση της μαυρότητας (blackness) στη δυτική κουλτούρα. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τα ζώντα μαύρα σώματα που περικλείονται από λευκά στατικά σώματα παίρνουν τον λόγο κυριολεκτικά και μεταφορικά, για να μιλήσουν για τη δική τους εκδοχή της ιστορίας, μέσω εικόνων και λεκτικών διατυπώσεων έμπλεων έντασης και ρητορικής δεινότητας.

Δύο μαύρες γυναίκες κάθονται μπροστά από το πορτρέτο της Madame Récamier φορώντας το χαρακτηριστικό μαντίλι που κοσμούσε το κεφάλι των Αφροαμερικανών την περίοδο της δουλείας. Η ασυμμετρία της άβολης θέσης των καθισμένων γυμνών γυναικών στο ξύλινο δάπεδο σε σχέση με την αναπαυτική θέση της λευκής γυναίκας στο ανάκλιντρο δηλώνει τη φυλετική ασυμμετρία που βίωσε ο αφροαμερικανικός πληθυσμός την περίοδο της δουλείας. Η δυνατότητα των λευκών να απολαμβάνουν μια άνετη ζωή ήταν αποτέλεσμα της άνισης θέσης των αφροαμερικανών στην αμερικανική κοινωνία.

Ένα νεαρό ζευγάρι αφροαμερικανών στέκεται μπροστά από τον διάσημο πίνακα του Νταβίντσι. Η γυναίκα χτενίζει τα άφρο μαλλιά του συντρόφου της σε μια σκηνή τρυφερής οικειότητας. Η μαύρη ομορφιά βρίσκεται εγγύτερα στο οπτικό πεδίο του θεατή και στο βάθος διακρίνεται αυτό που αποτελούσε για αιώνες το μέτρο της ευρωκεντρικής ιδέας περί ομορφιάς.

 

Ο Jay-z σηκώνει ελαφριά το κεφάλι του προς τα πάνω για να αντικρίσει το επιβλητικών διαστάσεων έργο του Théodore Géricault “The Raft of the Medusa”. Η ένταση των προσώπων και των σωμάτων που πασχίζουν να σωθούν από τον επικείμενο πνιγμό τους συνοδεύεται ηχητικά από το επαναλαμβανόμενο αμφίσημο mantra της Beyonce “I can’t believe we made it”. Εμείς ως ζευγάρι και εμείς ως φυλή επιβιώσαμε και αυτό μοιάζει απίστευτο.

Καθ’ όλη τη διάρκεια του βίντεο παρατηρούμε τα εντόνως εκφραστικά χέρια των δύο καλλιτεχνών και των χορευτών τους. Ο κεντρικός άξονας κάθε χορογραφίας είναι η ελευθερία της κίνησης των χεριών· χέρια  που πάλλονται, λυγίζουν, αγγίζονται, καταφέρνουν φαινομενικά αδύνατες ταλαντώσεις. Μέσω γρήγορου μοντάζ στο τελευταίο κομμάτι του βίντεο κλιπ βλέπουμε φευγαλέες εικόνες μαύρων χεριών δεμένων με σκοινιά σε close-up πλάνα. Τα δεμένα χέρια αποτελούν μετωνυμία της δουλείας αλλά και την κυριολεκτική οπτικοποίηση της αδυνατότητας του να κάνεις αυτό που θες. Ξανά, το στατικό παρελθόν αντιπαραβάλλεται στο ρέον παρόν, σε έναν χώρο κατάμεστο από μαύρα σώματα σε κίνηση.

Νομίζω ότι η αντίδραση του Αλεξανδρή και η ομοθυμία αρκετών από τους αναγνώστες του προδίδουν την ύπαρξη ενός αθέατου και πρακτικά ανεπίγνωστου ρατσισμού. Φοβάμαι δε, ότι ο σκανδαλισμός για το αισθητικό αποτέλεσμα ενός εικαστικού αριστουργήματος, όπως το  apeshit, επικυρώνει με εύγλωττο τρόπο τη βασική στόχευση των δημιουργών του: να προκαλέσουν στο λευκό ακροατήριο μιαν ανησυχία μπροστά στο θέαμα της έμμετρης κατάληψης ενός αρχετυπικά λευκού χώρου.