Tears for rememberance, and tears for joy, Tears for somebody and this lonely boy. Out in the madness, the all seeing eye, Flickers above us, to light up the sky….

“Scream for me Athens”: Οι Iron Maiden και η δίψα για σύνδεση με κάτι μεγαλύτερο

Tears for rememberance, and tears for joy,
Tears for somebody and this lonely boy.
Out in the madness, the all seeing eye,
Flickers above us, to light up the sky.

Iron Maiden, Remember Tomorrow

 

Γράφω αυτές τις σκέψεις με αφορμή την υπέροχη εμφάνιση των Iron Maiden στο Terra Vibe πριν από λίγες μέρες, μια εμφάνιση που περίμενα από τη στιγμή που ανακοινώθηκε εδώ και 8 μήνες περίπου. Η αρχική μου πρόθεση ήταν να γράψω τις εντυπώσεις μου από αυτό το διήμερο –κυρίως από την εμφάνιση των Judas Priest και των Μέηντεν–, αλλά στην πορεία σκέφτηκα πως δεν έχει ιδιαίτερη σημασία να γραφτεί για 800η φορά πόσο καλά κρατιέται ο Μπρους, πόσο ωραία είναι η σκηνική τους παρουσία, και πόσο μαγική ήταν η ατμόσφαιρα στον χώρο∙ ούτε έχει τόση σημασία να επαναλάβω για 1000η φορά πόσο μοναδικό συγκρότημα είναι, πώς επανακαθόρισαν ολόκληρη τη ροκ μουσική και γιατί κανείς μέχρι σήμερα δεν έχει καταφέρει να τους αντιγράψει. Όχι πως δεν είναι απολαυστικό να τα διαβάζει κανείς αυτά για 10η και 100η και 1000η φορά –και γι’ αυτό δεν θα αντισταθώ στο να τα γράψω. Όλη η μαγεία, όμως, κρύβεται τελικά στο γιατί μιλάμε με τόση θέρμη για τα αγαπημένα μας συγκροτήματα και στο ότι, στην πραγματικότητα, όταν μιλάμε γι’ αυτά, μιλάμε για τους εαυτούς μας, για το ποιοι (θέλουμε να) είμαστε, και για το πώς συνδεόμαστε με τους άλλους.

 

 

Υπάρχει μια θεωρία σύμφωνα με την οποία η μνήμη είναι βασικά ένας μηχανισμός για να διατηρούμε τη συνείδησή μας και για να συγκροτούμε την αίσθηση του εαυτού μας, ενώ γύρω μας όλα αλλάζουν –ανάμεσα σε οποία κι εμείς οι ίδιοι. Όπως συμβαίνει και στις περιπτώσεις θανάτου αγαπημένων καλλιτεχνών, όλα τα αξιαγάπητα στάτους που είδα αυτές τις μέρες για τις εμφανίσεις των Judas Priest και των Iron Maiden στο Rockwave ξεκινούν από την προσωπική σχέση του καθενός μας με τα συγκροτήματα αυτά. Όταν σκεφτόμαστε και μιλάμε για καλλιτέχνες τέτοιου βεληνεκούς, στην πραγματικότητα μιλάμε για την προσωπική μας ιστορία, όπως αυτή πλαισιώνεται και νοηματοδοτείται μέσα από τραγούδια, συναυλίες και μεθυσμένες βραδιές σε μπαρ.

Τη στιγμή που γράφω το κείμενο αυτό, μετράω 27 χρόνια και 6 μήνες παρουσίας σ’ αυτόν τον πλανήτη, εκ των οποίων τα 15 συνοδεύονται σταθερά και παθιασμένα από τους Iron Maiden με έναν τρόπο που θα φανεί οικείος σε πολλούς και πολλές: μπορεί να μην είναι το αγαπημένο μου συγκρότημα εδώ και πολλά χρόνια –ό,τι κι αν σημαίνει η πολύ άδικη έκφραση «αγαπημένο μου συγκρότημα»–, μπορεί να έχω περάσει περιόδους που δεν τους ακούω τόσο συχνά, αλλά δεν υπάρχει μουσική με την οποία έχω δεθεί τόσο στενά, διαχρονικά και επίμονα όπως η δική τους. Με αυτή την έννοια, οι Μέηντεν είναι για μένα κάτι σαν θρησκεία, με την πιο πραγματική και υλική έννοια.

 

 

Όπως πληροφορήθηκα, ένας από τους οδηγούς των εκατοντάδων πούλμαν που έφεραν τους προσκυνητές στη Μαλακάσα διαμαρτυρόταν πως οι μισοί εξ αυτών θα πήγαιναν μετά στον Ρέμο. Πέρα από το ότι αυτό δεν ήταν εφικτό λόγω του μποτιλιαρίσματος που θύμιζε έξοδο από πόλη μετά από εισβολή εξωγήινων, ήταν και μια ενδιαφέρουσα έκφραση πικρίας από τον brother in arms λεωφορειατζή για όσους δεν είναι αρκετά πιστοί στην ιδιότυπη προσήλωση που απαιτεί η μέταλ μουσική από τους οπαδούς της. Στην περίπτωση της εμφάνισης των Μέηντεν, όμως, αυτό δεν είχε σημασία. Σχεδόν 40.000 άνθρωποι γέμισαν ασφυκτικά το Terra Vibe χωρίς –ευτυχώς– να πρέπει να δείξουν πιστοποιητικό μεταλικών φρονημάτων ή να πρέπει να απαγγείλουν το “Where Eagles Dare” κάνοντας κατακόρυφο.

Ωστόσο, ο σύντροφος λεωφορειατζής εξέφρασε θυμοσοφικά μια αλήθεια που ισχύει για ελάχιστα άλλα μουσικά είδη: η ωμή δύναμη του ΧΕΒΙ ΜΕΤΑΛ και οι αρχικές εφηβικές του συνδηλώσεις αφήνουν ανεξίτηλο το σημάδι τους σε πάρα πολλούς ανθρώπους, ακόμη κι αν δεν περπάτησαν το ενάρετο αυτό μονοπάτι στη συνέχεια. Το ΦΙΡ ΟΦ ΔΕ ΝΤΑΡΚ αγγίζει ακόμα τις χορδές της ψυχούλας ανθρώπων που συναντήθηκαν κάποτε μαζί του, είτε κυκλοφορούν πλέον με μπλούζες Necrophagist, είτε ακούνε πλέον post-psychedelic electro-swing, είτε πετάνε γαρύφαλα στον Γονίδη. Αυτό συμβαίνει γιατί μουσικές σαν αυτή των Μέηντεν, πέρα από το ότι είναι πάρα πολύ καλές, ταυτίζονται με μια εποχή της ζωής μας που θεωρείται αθώα, και αυτός είναι και ο βασικός λογος που συγκινούμαστε με μουσικές που ακούγαμε παλιά: το περίφημο φάντασμα της νοσταλγίας στην πιο κυριολεκτική του έκφανση, δηλαδή τον πόνο της επιστροφής σε μια πατρίδα που εν προκειμένω δεν υπάρχει πια –το παρελθόν. Μόνη πατρίδα μας τα παιδικά μας χρόνια, που λέει και το σύνθημα.

Η εμφάνιση των Μέηντεν, βέβαια, δεν ήταν καθόλου λυπητερή. Ήταν όμως ένας τυφώνας συναισθηματος: μας προκάλεσε έναν άγριο ενθουσιασμό, μας έκανε να τραγουδήσουμε μέχρι να βραχνιάσουμε, μας έκανε να κοπανηθούμε αρκετά ώστε ορισμένοι να μην μπορούμε να κουνήσουμε τον λαιμό μας αρκετές μέρες μετά, μας έκανε να αγκαλιαστούμε και να γίνουμε ένα σε στιγμές όπου το συναισθηματόμετρο χτυπούσε σαν να υπήρχε φλέβα χρυσού λίγα εκατοστά κάτω από το έδαφος. Αυτό δεν θα μπορούσε ποτέ να γίνει στη συναυλία μιας μπάντας που, όσο κι αν μας αρέσει ή όσο κι αν μας έχει σημαδέψει, δεν μας έχει συνοδέψει όσο περνάμε από την εφηβεία στην ενήλικη ζωή. Γι’ αυτό, όσο καλοί κι αν είναι οι νέοι δίσκοι των Μέηντεν, ποτέ δεν θα αποκτήσουν την ίδια μαγεία με εκείνους που ακούγαμε ξανά και ξανά μεγαλώνοντας, φτιάχνοντας έναν χάρτη του ποιοι είμαστε, συνδέοντας γεγονότα και καθοριστικές περιόδους της ζωής μας με τραγούδια, δίσκους, συναυλίες.

 

Με την εμμονική προσήλωση που με διακρίνει σε διάφορα τέτοια πράγματα, έχω ένα ντοσιέ με σχεδόν όλα τα εισιτήρια συναυλιών στις οποίες έχω πάει, από το 2004 που ξεκίνησα αυτό το άθλημα μέχρι σήμερα. Από τους Μέηντεν έχω τρία εισιτήρια, που για διάφορους λόγους συνδέονται με ξεχωριστές περιόδους της ζωής μου: το 2005, το 2008 και το 2018. Αυτά τα εισιτήρια, όπως και τα υπόλοιπα του ντοσιέ, με βοηθούν να αφηγούμαι τη ζωή μου με έναν τρόπο που βγάζει νόημα σε μένα, δημιουργώντας έναν εαυτό που θέλω να κρατήσω ανέπαφο μέσα στον κυκεώνα των αλλαγών γύρω μου. Ταυτόχρονα, μπαίνει στην εξίσωση και η διάθεση να ανήκω σε κάτι μεγαλύτερο από εμένα, σε κάτι που έχω διαλέξει να ακολουθώ και να υποστηρίζω, σε κάτι που με γεμίζει. Δεν πλέκω εδώ το εγκώμιο κάποιας υποτιθέμενης μεταλικής κοινότητας της οποίας τα μέλη είναι αδέρφια, όπως διαβάζαμε στα καλοπροαίρετα αλλά κάπως αφελή κείμενα του Μέταλ Χάμερ. Αναφέρομαι σε αυτό που έχουμε όλοι ανάγκη για να νιώθουμε κάτι περισσότερο από άτομα, και στη δίψα μας για σύνδεση. Μπορεί αυτό να είναι μια ψευδαίσθηση στην οποία όλοι περισσότερο ή λιγότερο πέφτουμε, αλλά νομίζω πως, τελικά, είναι ό,τι πολυτιμότερο έχουμε.