Μαζί με τους Χρήστο Τριανταφύλλου και Βασίλη Γκόνη   Ακόμα και γράφοντας αυτές τις γραμμές, σε ένα κείμενο που κατεξοχήν θέλει να αισθητικοποιήσει την Αθήνα του Δεκαπενταύγουστου, νιώθεις μια μικρή…

Βόλτα στην έρημη πόλη: η Αθήνα στο ξημέρωμα του Δεκαπενταύγουστου

Μαζί με τους Χρήστο Τριανταφύλλου και Βασίλη Γκόνη

 

Ακόμα και γράφοντας αυτές τις γραμμές, σε ένα κείμενο που κατεξοχήν θέλει να αισθητικοποιήσει την Αθήνα του Δεκαπενταύγουστου, νιώθεις μια μικρή ανάγκη να τονίσεις την αιτία της παραμονής σου 15 Αυγούστου στην Αθήνα.

Πήγα διακοπές Ιούλιο/θα πάω αργότερα/δεν έχω άδεια.

Η κοινωνική πίεση που σου ασκείται, ώστε να εγκαταλείψεις την Αθήνα τον Δεκαπενταύγουστο είναι τεράστια. «Έφυγαν και οι τελευταίοι παραθεριστές». Όσοι έχουν φύγει στέλνουν τα συλλυπητήριά τους. Όσοι μείναμε, κοιτάμε ο ένας τον άλλον περίεργα ψάχνοντας να σκαρώσουμε στα γρήγορα μια ιστορία. Τι να πηγαίνει στραβά με αυτόν και έμεινε Αθήνα τέτοιες μέρες; Άλλωστε, περισσότερο από μια γιορτή στη μέση του καλοκαιριού, ο Δεκαπενταύγουστος είναι ένα τεράστιο «ΣΑΣ ΒΑΡΕΘΗΚΑ» που λέει ο ένας Αθηναίος προς τον άλλο. Κάθε επιγραφή «ΚΛΕΙΣΤΟ ΛΟΓΩ ΔΙΑΚΟΠΩΝ» γράφεται με χαρά αλλά και μια μικρή αίσθηση εκδίκησης. «ΣΑΣ ΒΑΡΕΘΗΚΑ ΡΕ, ΤΑ ΛΕΜΕ ΞΑΝΑ ΣΕ 10 ΜΕΡΕΣ!».


Το μείγμα ανθρώπων που θα συναντήσεις Δεκαπεντάυγουστο: μπατίρηδες, πρεζάκια, υπαλλήλους που δεν πήραν άδεια, ταρίφες, φοιτητές και φοιτήτριες που μόλις χώρισαν απροσδόκητα, κουλ τυπάκια που πάνε διακοπές Ιούλιο ή Σεπτέμβριο, λεωφορειατζήδες που δεν πάνε κανένα σε συγκεκριμένη όμως διαδρομή, μετανάστες και τουρίστες. Μέσα σε αυτό το μείγμα ανθρώπων, πάντα θα φοβάσαι ότι μπορεί να ξεπεταχτεί από κάπου με το χαβανέζικο πουκάμισό του ο Ρένος Χαραλαμπίδης.


Μια αδιανόητη αδράνεια καλύπτει τα πάντα. Η αδράνεια αυτή όμως δε σου φέρνει βαρεμάρα, ακριβώς γιατί δεν σου προσφέρει ασφάλεια. Τη νύχτα σε μια άδεια πόλη λογικά δε θα συμβεί τίποτα το ιδιαίτερο. Αν σου συμβεί όμως κάτι το ιδιαίτερο στη ζωή σου τότε μάλλον θα συμβεί τη νύχτα μέσα σε μια άδεια πόλη. Μοιάζει με τη στιγμή που ένας άγνωστος σε πλησιάζει και μουρμουρίζει κάτι. Δεν ξέρεις αν η πόλη σου απευθύνεται και, αν σου απευθύνεται, δεν μπορείς να ξεχωρίσεις τι σου λέει.


Σίγουρα για έναν άνθρωπο που έχει μεγαλώσει στην Αθήνα, η εικόνα του κλειστού περίπτερου είναι σοκαριστική. Η άδεια πόλη είναι μίζερη, θλιβερή και όμορφη. Νιώθεις ότι σου ανήκει, ότι έχεις μια απεριόριστη ελευθερία κινήσεων, σαν έφηβος που πληροφορήθηκε ότι έχει ελεύθερο σπίτι. Και που την έχεις, τι να την κάνεις;

Στο τέλος της βόλτας στην άδεια Αθήνα δεν σου μένει καμία κατακλείδα και κανένα συμπέρασμα. Σου μένει μόνο μια αίσθηση ότι κάπως χώρεσες και εσύ με τη δική σου ιστορία -σίγουρα πολύ λιγότερο συναρπαστική από τις άλλες- στην κοινότητα της νυχτερινής Αθήνας του Δεκαπενταύγουστου.

Είναι περίεργη η άδεια πόλη, μάλλον επειδή κάθε πόλη είναι φτιαγμένη για να μην είναι άδεια.