Οι πρώτες ημέρες στο νέο σπίτι κύλησαν με έναν κουραστικό, αλλά ποτέ βαρετό τρόπο. Έπρεπε να ισορροπήσουμε δουλειά – μετακόμιση. Κι όχι μόνο αυτά – η πραγματική ισορροπία που έπρεπε…

No, Honey 2.03: Μια σύμπτωση

Οι πρώτες ημέρες στο νέο σπίτι κύλησαν με έναν κουραστικό, αλλά ποτέ βαρετό τρόπο. Έπρεπε να ισορροπήσουμε δουλειά – μετακόμιση. Κι όχι μόνο αυτά – η πραγματική ισορροπία που έπρεπε να βρούμε ήταν ανάμεσα στα σιχτίρια για τη μισθωτή σκλαβιά και στα σιχτίρια για το τρέξιμο που προυπέθετε το να τακτοποιηθούμε στο νέο σπίτι. Και σαν να μη μας έφθανε αυτό, θελήσαμε να κάνουμε ένα πάρτι για να εγκαινιάσουμε το σπίτι.

«Θα καλέσεις τους δικτυωμένους φίλους σου;» ρώτησα την Πηνελόπη.

Έγνεψε καταφατικά.

«Πάντα ήθελα ένα σαλόνι γεμάτο καλλιτέχνες» της είπα.

Γέλασε.

«Οι μισοί δεν έχουν πραγματικό ταλέντο, μόνο γνωριμίες» μου είπε.

Γουάτ.

«Είναι φίλοι μου μα τίποτα δε με υποχρεώνει να τους εκτιμώ» μου εξήγησε.

Πηνελόπη – φιλία, 1 – 0.

Μου αρέσει η τέχνη. Μου αρέσει να γνωρίζω κόσμο που ασχολείται με αυτήν. Μα δε συμπάθησα ποτέ τους φίλους της Πηνελόπης. Είχαν έναν αέρα αφ’ υψηλού, ακόμα κι αν φαίνονταν προσβάσιμοι. Σκηνοθέτες, ηθοποιοί, μουσικοί, όλοι με εντυπωσιακά βιογραφικά, προσεγμένο παρουσιαστικό κι εντυπωσιακή κοινωνικότητα. Μου φαίνονταν άδειοι, περισσότεροι άνθρωποι του φαίνεσθαι παρά του είναι. Μα καταλάβαιναγιατί η Πηνελόπη τους χρειαζόταν – ήταν η δουλειά της αυτή.

Έτσι, δεν ήθελα αλληλεπίδραση μαζί τους. Το σαλόνι μας ήταν γεμάτο από δαύτους μα εγώ προτιμούσα να κάτσω σε μια γωνία και να καπνίζω μαζί με το Λουκά. Θα περιοριζόμουν στα τυπικά μαζί τους.

«Ξέρεις ότι θα τους τρως στη μάπα από ‘δω και πέρα, έτσι;» μου είπε ο Λουκάς.

«Η συγκατοίκηση έχει υποχωρήσεις» του είπα.

Μου έριξε ένα ειρωνικό βλέμμα σε φάση «gurl, ξέρω ότι λες ψέματα»

«Κάνετε καμιά δουλειά τουλάχιστον;» με ρώτησε.

«Εγώ με επιτυχία, εκείνη όχι» του απάντησα.

Ήπια μια γουλιά από το ποτό μου.

«Θα στρώσει» του είπα. «Κάθε αρχή και δύσκολη»

Μια κοπέλα πέρασε από μπροστά μας. Μου είχε μιλήσει η Πηνελόπη για εκείνην. Ήταν η Εβελίνα, μια φεμινίστρια φωτογράφος, η οποία λάμβανε διθυράμβους για κάθε της πρότζεκτ. Είχαν συνεργαστεί για κάποια από αυτά. Φαινόταν συμπαθητική – σε αντίθεση με πολλούς εκεί μέσα.

«Έχεις καπνό;» με ρώτησε.

«Ναι» αποκρίθηκα.

Με φίλησε στο στόμα πριν καν προλάβω να αντιδράσω.Έβγαλε φωτογραφία το φιλί μας. Θα της φώναζα άνετα «τι στο διάολο κάνεις;» μα είχα φρικάρει και με την επόμενη κίνησή της – με το ότι έστελνε τη φωτό σε κάποιον στο Messenger. Μόλις την έστειλε, ετοιμάστηκε να μου εξηγήσει μα την πρόλαβα εγώ.

«Είσαι φεμινίστρια, δεν έχεις ιδέα από συγκατάθεση;» τη ρώτησα.

Κοκκίνισε από ντροπή.

«Συγγνώμη» έκανε.

Ο Λουκάς μας παρακολουθούσε φρικαρισμένος.

«Μου έστελνε επίμονα ο πρώην μου κι έπρεπε να του ανταποδώσω» μου εξήγησε.

Τη χάιδεψα.

«Δεν πειράζει» έκανα. «Δεν έχω τίποτα εναντίον με το να φιλάς κοπέλες. Απλά φρίκαρα με τον τρόπο που ήθελες να με φιλήσεις»

Ωπ, ένα λεπτό, σκέφτηκα. Να μια καλή ιδέα!

«Μπορείς να μου στείλεις τη φωτό;» ρώτησα την Εβελίνα. «Τη θέλω»

Μου την έστειλε και με τη σειρά μου ετοιμάστηκα να τη στείλω στο Ραφαήλ. Μπορούσα να τον βρω στα τυφλά πλέον.Πληκτρολόγησα γρήγορα. Χάρηκα που είχε φύγει η φωτό. Θα την έβλεπε αργά ή γρήγορα, θα φρίκαρε, θα σταματούσε να μου στέλνει και θα τελείωνε αυτός ο περίεργος κύκλος επικοινωνίας μας κι εγώ θα σταματούσα να νιώθω ενοχές γι’ αυτόν.

«Γαμώ το κέρατο!» φώναξα.

Μες στη βιασύνη μου είχα στείλει τη φωτό και στον Περικλή.

«Πάω να βρω την Πηνελόπη» είπα σε όλους.

Η φίλη μου είχε τη δική της δουλειά. Αφηγούταν ιστορίες στους καλεσμένους. Θα τους διέκοπτα και θα με σιχτίριζαν – όχι πως με ένοιαζε εκείνη τη στιγμή.

«Έκανα κάτι απαίσιο» είπα μπροστά σε όλους. «Έστειλα φωτογραφία φασώματος σε λάθος πρώην»

Το να λες κάτι τέτοιο σε μια τέτοια παρέα είναι παρηγοριά από μόνο του. Ξέρεις ότι όλοι έχουν μια εικόνα αντιστρόφως ανάλογη των νευρώσεων τους. Δεν είναι κουλ. Μόνο δείχνουν. Δεν είναι ανοιχτόμυαλοι. Είναι ανοιχτόμυαλοι μέχρι να σε δουν αξύριστη. Δεν κάνουν κάτι βαθύτερο από το να ποστάρουν ωραία πράγματα στα social media, από το να ντύνονται ωραία, από το να κάνουν καλές δημόσιες σχέσεις και καριέρες. Δεν έχουν κάτι άλλο να δείξουν πέρα από τα εσωτερικευμένα τους κόμπλεξ – όλα τα άλλα είναι μια απλή βιτρίνα. Κι ίσως αυτή είναι η αξία τέτοιων ατόμων – να ξέρεις ότι είναι κι αυτοί αυτοκαταστροφικοί, απλά με πολύ καλύτερη δημόσια εικόνα και λιγότερη αυτογνωσία από εσένα.

«Εκπληκτικό» έκανε ειρωνικά ένας καλεσμένος.

«Σίγουρα πιο εκπληκτικό από τις δικές σου συναισθηματικές διακυμμάνσεις» τον ειρωνεύτηκα.

Όταν οι καλεσμένοι έφυγαν, η Πηνελόπη ετοιμάστηκε να με κράξει.

«Με εξέθεσες μπροστά σε επαγγελματικά κονέ!» μου φώναξε.

«Θα ήταν διαφορετικά αν με σεβόταν» της εξήγησα ήρεμα. «Επίσης δεν είσαι κηδεμόνας μου»

Δε μίλησε.

«Πρέπει να καθαρίσουμε αύριο» της υπενθύμισα.

«Δε μπορώ να το κάνω» μου είπε.

Θύμωσα.

«Δεν ξέρεις να κάνεις κυριολεκτικά τίποτα!» φώναξα. «Δηλαδή αυτή είναι η αξία σου; Να κάνεις κονέ, να ποζάρεις, να παίζεις ένα ρόλο μα να μην ξέρεις κάποια βασικά;»

Τι μαλακίες λες, Έλλη.

«Απλά βοήθησε με αύριο» είπα σιγανά.

Ευτυχώς δέχθηκε. Ήταν ένα ιστορικό γεγονός. Και θα άνοιγα σαμπάνια την ίδια ώρα αλλά με εμπόδιζαν δυο πράγματα: α) ότι μετά θα χρειαζόταν να καθαρίζω διπλά και β) γιατί δεν είχαμε λεφτά για σαμπάνια.

«Έχουμε Azax, έτσι;»

Η ερώτηση της Πηνελόπης με έκανε να χάσω κάθε ελπίδα να ανοίξω σαμπάνια.

«Αύριο θα έρθει ένας φωτογράφος και θα συζητήσουμε για δουλειά» συνέχισε. «Καταλαβαίνεις ότι τα πάντα θα πρέπει να είναι στην εντέλεια»

«Είναι Κυριακή» της υπενθύμισα.

Αναλαμπή.

«Έχουμε γείτονες ωστόσο» της είπα.

Στον κάτω όροφο ζούσαν δυο τύποι κοντά στην ηλικία μας. Τους θυμόμουν αμυδρά γιατί το πιο εύκολο πράγμα στις μεγαλουπόλεις είναι να δεις κάποιον και να τον ξεχάσεις ευθύς αμέσως. Η γειτνίαση μας θα ήταν η καταλληλότερη ευκαιρία να τους γνωρίσω λίγο καλύτερα – και να δανειστώ το Azax τους.

Καθώς κατέβαινα τις σκάλες, άκουγα πανκ από το διαμέρισμά τους. Καλό σημάδι, σκέφτηκα. Χτύπησα κουδούνι. Ένας τύπος με καταστανή κοτσίδα μου άνοιξε. Του συστήθηκα και του εξήγησα τι χρειαζόμουν. Μου συστήθηκε κι εκείνος. Τον έλεγαν Λαέρτη και μου είπε να περάσω στο σαλόνι του. Εκεί άλλοι δυο τύποι τον περίμεναν στον καναπέ με τα τηλεχειριστήρια στα χέρια.

«Αληθινά αγόρια!» τους πείραξα. «Ο Πινόκιο θα ζήλευε!»

Στράφηκαν προς εμένα. Μπορούσα να αναγνωρίσω τον έναν. Γαμώτο, ο Περικλής! Σκατά. Ο κόσμος είναι μικρός. Σκατά. Θα έχει δει τη φωτό και θα με σιχτιρίζει.

«Ορίστε»

Μέχρι να σκεφτώ να την κάνω με αλαφρά πηδηματάκια, ο Λαέρτης είχε βρει το Azax.

«Σ’ ευχαριστώ τόσο πολύ!» του είπα.

«Να σε συστήσω με τα παιδιά» έκανε. «Από ‘δω ο συγκάτοικος μου, ο Θοδωρής κι ο φίλος μου, ο Περ…»

«Τον ξέρω τον Περικλή» τον διέκοψα.

Έριξα μια ματιά στην τηλεόραση.

«Fifa;» τους ρώτησα.

Ο Λαέρτης έγνεψε καταφατικά.

«Έπαιζα κι εγώ κάποτε» τους είπα. «Μπορώ να παίξω κι εγώ;»

«Φυσικά!» έκανε ο Θοδωρής.

Όταν ήρθε η σειρά μου να παίξω, ο Περικλής με το Θοδωρή πήγαν να μαγειρέψουν. Έτσι μείναμε μόνοι με το Λαέρτη και παίζαμε τουρνουά.

«Είσαι καλή» παρατήρησε ο Λαέρτης στα μέσα του παιχνιδιού.

«Ευχαριστώ» χαμογέλασα.

Το παιχνίδι τελείωσε.

«Τι φάση με τον Περικλή;» με ρώτησε ο Λαέρτης.

«Ήμασταν φίλοι από παιδιά» του είπα. «Κάποια στιγμή χαθήκαμε και ξανασυναντηθήκαμε πέρσι. Τα φτιάξαμε, αλλά η σχέση μας ήταν καταστροφική»

Μελαγχόλησα.

«Οι σχέσεις είναι χάσιμο χρόνου» μου είπε ο Λαέρτης. «Δε βγάζουν νόημα. Θα έπρεπε απλά να γνωρίζουμε κάποιον, να φασωνόμαστε και να μην ξαναμιλάμε»

Έγειρα προς το μέρος του και τον φίλησα στο στόμα.

«Κάπως έτσι;» έκανα.

Έβγαλα τον καπνό για να στρίψω τσιγάρο μέχρι που συνειδητοποίησα ότι δεν είχα χαρτάκια.

«Έχει ο Περικλής» μου είπε. «Ο Θοδωρής δεν έχει κι εγώ προσπαθώ να το κόψω»

Μας υποχρέωσες.

Κατευθύνθηκα προς την κουζίνα. Μπορείς να το κάνεις, είπα στον εαυτό μου. Έχεις κάνει επικές μαλακίες και τον έχεις πληγώσει μα έχεις μάθει. Κλείσε αυτό το κεφάλαιο. Είσαι πολύ καλύτερη από την περσινή Έλλη.

«Μου δίνεις ένα χαρτάκι;» τον ρώτησα.

Μου έδωσε. Τον κοίταξα στα μάτια. Ήμασταν μόνοι μας – μάλλον ο Θοδωρής μιλούσε στο τηλέφωνο στο μπαλκόνι. Ή τώρα ή ποτέ.

«Περικλή, συγγνώμη για όλα όσα σου έκανα» του είπα. «Ξέρω πως οι τελευταίες σου αναμνήσεις από εμένα δεν είναι καλές. Φταίω εγώ γι’ αυτό. Έχεις κάθε λόγο να είσαι θυμωμένος μαζί μου. Ωστόσο, θέλω να ξέρεις ότι σε αγαπάω σαν άτομο και πως έχω μετανιώσει για όλα όσα έκανα»

Είχε καρφώσει τα μάτια του πάνω του.

«Ναι, νομίζω η φωτό που μου έστειλες πρόσφατα με εκείνην την κοπέλα το εξηγεί καλύτερα» με ειρωνεύτηκε.

Αν παίζαμε βιντεοπαιχνίδι, η οθόνη θα έγραφε «game over» κι εγώ θα έσβηνα από αυτήν. Ήταν η πρώτη φορά μετά τη μετακόμιση που ένιωθα αδιέξοδο. Ζούσα σε ένα νέο σπίτι, αλλά ακόμα φοβόμουν ότι η Βίκυ κι ο Περικλής με μισούσαν ανεπανόρθωτα. Ακόμα εκνευριζόμουν με την Πηνελόπη – γιατί να είναι τόσο μη συνεργάσιμη; Το παρελθόν με έτρωγε και το παρόν δε με είχε βοηθήσει να ξεπεράσω τον πόνο μου. Απλά γύριζα στο ίδιο σημείο.

Όταν επέστρεψα στο σπίτι, έδωσα στην Πηνελόπη το Azax.

«Γιατί άργησες;» έκανε μισοαστεία – μισοσοβαρά.

Της διηγήθηκα την ιστορία.

«Άσε τα πράγματα να κυλήσουν» μου χαμογέλασε. «Βιάζεσαι»

«Waiting for something bigger, something better, something stranger, something other than this whole life of mine»