Στην πραγματικότητα ο τίτλος δεν αποδίδει ολόκληρη την αλήθεια. Και αυτό όχι γιατί δεν θέλουμε ή επειδή θελήσαμε να σαγηνεύσουμε τον αναγνώστη με κάτι της τάξης του φαντασμαγορικού. Ο Bernhard…

Thomas Bernhard, Ένας Τελευταίος Άνθρωπος: σημειώσεις για μια νέα ανάγνωση της νοσταλγίας και του νιχιλισμού

Στην πραγματικότητα ο τίτλος δεν αποδίδει ολόκληρη την αλήθεια. Και αυτό όχι γιατί δεν θέλουμε ή επειδή θελήσαμε να σαγηνεύσουμε τον αναγνώστη με κάτι της τάξης του φαντασμαγορικού. Ο Bernhard είναι αυτό αλλά και πολλά περισσότερα. Είναι ο βαθιά απαισιόδοξος, ο αισιόδοξος, ο βαθιά μηδενιστής ή ακόμη αν θέλετε, κάποιος που καλύτερα να τον αφήσουμε στην άκρη να μονολογεί. Όλοι αυτοί οι χαρακτηρισμοί ακολουθούν τον Αυστριακό συγγραφέα. Εκείνος όμως δεν ενδιαφερόταν για τίποτε απ’ όλα αυτά.

Γεννημένος τον Φεβρουάριο του 1931 στην Ολλανδία, ο Bernhard θα περάσει μια περιπετειώδη ζωή λόγω κυρίως των προβλημάτων υγείας που αντιμετώπιζε στους πνεύμονες. Παρ’ όλα αυτά δεν θα τον πτοήσουν τα συνεχή εμπόδια και θα καταφέρει να έχει μια μουσική και καλλιτεχνική παιδεία γενικότερα. Ο ίδιος, συγγραφέας, θεατρικός συγγραφέας και ποιητής θα μείνει κυρίως γνωστός για την πρώτη του ιδιότητα. Γερμανόφωνος συγγραφέας, αυστριακής καταγωγής με σημαντικά έργα όπως είναι τα: Μπετόν, Διόρθωση, Παλιοί Δάσκαλοι. Μια Κωμωδία, Αφανισμός. Μια Κατάρρευση, Ο Ανιψιός του Βιττγκενστάιν, Ξύλευση, κ.ά. Πεθαίνει το Φεβρουάριο του 1989 ύστερα από χρόνια κλινική φροντίδα για το πρόβλημα που αντιμετώπιζε.

Φυσικά, το μεγάλο θέμα που έχει συζητηθεί κατά κόρον σχετικά με αυτό τον συγγραφέα είναι ο τρόπος γραφής του. Δεν γίνεται να μην αναφερθούμε στη νέα λογοτεχνική φόρμα που εγκαινιάζει. Γιατί πραγματικά πρόκειται περί μιας νεοϊδρυθείσας γλώσσας, ενός νεοϊδρυθέντος νοήματος, που μεταφέρει εκτός από την μοναδική ποιότητα της γραφής του, και ένα σύμπαν νοημάτων που δεν μπορούν να αφεθούν στην τύχη τους. Εκείνο που θα αναδυθεί, θα είναι το μωσαϊκό το οποίο καλύπτει έναν τέτοιο άνθρωπο και συγγραφέα. Θέλουμε να δείξουμε τον Αυστριακό ως τέτοιο που μας τον υποδεικνύει ο τίτλος, ως έναν τελευταίο άνθρωπο. Προτού ασχοληθούμε με αυτά, ας μιλήσουμε λίγο για τον τίτλο.

Ο Bernhard συστοιχεί ακριβώς στον τελευταίο άνθρωπο. Αλλά μιας και πιάσαμε την ανάλυση από ηθικής, ή καλύτερα πέραν της ηθικής, σκοπιά, αναπόφευκτα οδηγούμαστε στο σημείο ν’ αφήσουμε τον ίδιο να μας μιλήσει. «Ο θάνατος ενός ανθρώπου δεν τον κάνει, ναι, διαφορετικό, δεν τον κάνει καλύτερο χαρακτήρα, δεν τον κάνει ιδιοφυΐα αν ήταν βλακόμουτρο, δεν τον κάνει άγιο αν ήταν σε όλη του τη ζωή απάνθρωπος». Μια πρώτη ματιά μάς κάνει ίσως να αντιπαθήσουμε έναν τέτοιο συγγραφέα, να αντιπαθήσουμε, ακόμη χειρότερα, έναν τέτοιο άνθρωπο. Είναι πολλές οι στιγμές στην ανάγνωση των βιβλίων του που, όπως εδώ στο παράθεμα που αντλήσαμε από το βιβλίο Αφανισμός Μια Κατάρρευση, μάς ωθούν προς μια αναγούλα, προς μια αηδία, και κατ’ επέκταση εμείς κλείνουμε το βιβλίο.

Ακριβώς αυτή είναι η ηθική μας σκοπιά, τα γυαλιά μέσα από τα οποία διαβάζουμε τον Bernhard προϋποθέτουν μια συγκεκριμένη ανάγνωση, μια ανάγνωση παρηκμασμένης φύσης όπως θα έλεγε ο Nietzsche. Κι όμως, φαινόμαστε καλόπιστοι απέναντί του και γι’ αυτό τον αδικούμε. Καλύτερα να ξεκινήσουμε να τον μελετάμε και όχι να τον διαβάζουμε. Είναι αρκετές οι φορές που μας το υποβάλλει ο ίδιος, είναι αρκετές οι φορές που μας καλεί να ζήσουμε όσο πιο φυσικά γίνεται, μας λέει να μην ανατραπούμε από το θάνατο αλλά να ταξιδεύουμε ακόμη κι αν βρισκόμαστε στην χειρότερη κατάσταση, να ταξιδεύουμε γιατί είτε έτσι είτε αλλιώς, είμαστε χαμένοι. Και όλα αυτά αφού έχει ήδη χαρακτηρίσει τον κόσμο ως μια γελοιότητα. «Καμιά άλλη θεωρία δεν ευσταθεί: όλα όσα λέγονται και κηρύσσονται καταλήγουν κάποτε στη γελοιότητα ∙ στην περίπτωση αυτή ακόμα και ο δικός μου σαρκασμός είναι περιττός. Όποιος έχει γνωρίσει καλά τον κόσμο, ξέρει πως είναι γεμάτος πλάνες».

Πώς να τον αξιολογήσουμε λοιπόν; Γιατί να θέλουμε να τον αξιολογήσουμε; Ο Bernhard γεννήθηκε στην Αυστρία αλλά η καταγωγή του ανήκει στα έσχατα.

Ο λόγος για τον οποίο προτείνεται εδώ μια προοπτική μελέτης και όχι απλώς ανάγνωσης, είναι ακριβώς επειδή σήμερα ζούμε σε ένα πολιτισμό του κίβδηλου. Ο Αυστριακός αυτός, που ίσως να μας απωθεί, λαμβάνοντας κανείς υπόψιν τα παραπάνω, είναι τώρα επίκαιρος όσο ποτέ. Κανείς ίσως δεν μπορεί να αρνηθεί πως ζούμε σε μια εποχή που την διαπερνά κυρίως η μνήμη και η νοσταλγία ενός χαμένου παραδείσου. Δεν είναι λίγα τα shows, παλιά και καινούρια, που κατακλύζουν τις τηλεοράσεις μας. Από διαγωνισμούς ταλέντων και ομορφιάς μέχρι τηλεπαιχνίδια που μοιράζουν λεφτά, αφουγκράζεται κανείς πως η σύγχρονη εποχή αναζητά τις έννοιές της. Ακόμη καλύτερα, προσπαθεί να καλύψει το κενό που υφίσταται ύστερα και από την κατάρρευση παρωχημένων αξιών, και το καμουφλάρει με παρελθοντικά νοήματα ή με απόπειρες που θυμίζουν, μάλλον, έναν μεταμοντέρνο τρόπο να υπόσχεσαι πως ένα υποκείμενο μπορεί τα πάντα. Εκλείπει δηλαδή σήμερα αυτή αίσθηση του περατού και του αδράγματος μιας φυσικά υπεύθυνης στάσης, και εξ’ αυτού λοιπόν η ανάγκη για δεσμούς που ανανεώνουν διαρκώς το έδαφος και τις “προϋποθέσεις” όπου πατάνε.

Από την άλλη, και συνεχίζοντας την ανάλυση, ο Bernhard είναι και ένας συγγραφέας που κανείς δεν μπορεί να μην προσέξει τα ψυχολογικά νεύματα που κάνει. Οι γονείς γι’ αυτόν αντιπροσωπεύουν ίσως το μεγαλύτερο κακό επί της γης. Οι γονείς είναι εκείνοι οι άνθρωποι που, δυστυχισμένοι οι ίδιοι, γεννούν δυστυχισμένα παιδιά και ύστερα τα κάνουν ακόμη πιο δυστυχισμένα. Μια ζωή μέσα στην απελπισία, μια ζωή με γονείς που θρέφουν την απελπισία κι εμείς δεν μπορούμε να διαφύγουμε παρά μόνο με το θάνατό τους, όπως μας λέει ο ίδιος. Εδώ ακριβώς αφήνει να φανεί και μια από τις μεγαλύτερες αδυναμίες του. Ο Bernhard είναι εκείνος που πονάει βαθιά, που είναι καταδικασμένος αλλά την ίδια στιγμή έχει και την αντοχή να γράψει το τελευταίο κείμενο ενός κόσμου ψεύτικου. Είναι εκείνος που έρχεται τόσο κοντά μας για να μας δείξει πως είναι ο κόσμος όταν εμείς προτιμούμε να τον αντικρίζουμε από τον καθρέπτη μας.

Όλα αυτά βέβαια δεν θα πρέπει να μείνουν αποκομμένα από το νέο το οποίο φέρνει. Πρόκειται για μια ριζικά καινούρια λογοτεχνική φόρμα, για ένα είδος γραφής που δεν μπορεί να αντιγραφεί από κανέναν. Ο παραληρηματικός τρόπος του όχι μόνο δεν ενοχλεί αλλά βοηθά, ώστε κάθε βιβλίο του να διαβάζεται απνευστί. Δεν ήταν λίγες οι φορές που, μιλώντας σε προσωπικό τόνο, με το τέλος ενός βιβλίου του δεν μπορούσα να διαβάσω για μέρες κάτι άλλο. Το ύφος του συγγραφέα ξεπερνά τη γραφή του παραλόγου, είτε υπό το πρίσμα του Beckett που παρουσιάζει τους ήρωές του μέσα στο παράλογο και το ακατανόητο του ίδιου του υποκειμένου και του κόσμου στον οποίο υπάρχει, είτε υπό το πρίσμα του André Gide, στους Κιβδηλοποιούς, που γράφει ημερολογιακά αλλά τακτικά μέσα στην όλη πολλαπλότητα των γεγονότων.

Εδώ έχουμε να κάνουμε με το καθεστώς ενός λόγου που τρέχει διαρκώς χωρίς να έχει ένα σχέδιο. Ενός λόγου που αφενός μας παρουσιάζεται παραληρηματικός, όταν μιλά για τους ανθρώπους ως διπλωματούχος, για διπλωματούχους που ανταλλάζουν επικοινωνία και όχι για ανθρώπους που συναντούνται πραγματικά. Αφετέρου, και συγκεκριμένα στο βιβλίο του Μπετόν, το ύφος και ο τόνος αλλάζουν. Θα λέγαμε πως είναι περισσότερο εξομολογητικός για τον τρόπο που νιώθει εκείνος την πορεία του κόσμου. Άλλες φορές και ψυχαναγκαστικός, μέσα στα κόμματα που δεν δίνουν περιθώριο για τελεία, όπως στο έργο του Διόρθωση. Ναι, αυτός ο τρόπος γραφής δεν έχει ανάγκη από εξπρεσιονιστικά στοιχεία, με τη μορφή που τα συναντάμε στα θεατρικά του Strindberg.

Η θεματολογία, που ανταποκρίνεται απόλυτα σε μια τέτοια ιδιοσυγκρασία και γραφή, έχει να κάνει με τις εμμονές, τη μεγαλομανία, τον ψυχαναγκασμό, την απελπισία και την γελοιότητα φυσικών επιστημόνων, καλλιτεχνών και μουσικών. Μιλάει ακόμη για το θάνατο καθώς και για την πολιτική και κοινωνική κατάσταση της Αυστρίας και της Βιέννης, που δεν μπορεί παρά να λάβει γκροτέσκα διάσταση στο μελάνι του.

Ο Bernhard είναι ένας τελευταίος άνθρωπος για όλους αυτούς τους λόγους. Βαριά άρρωστος ο ίδιος από φυματίωση από την οποία και πεθαίνει, δεν μπορεί παρά να χλευάσει τον κόσμο και τη ζωή, για να ζήσει πιο αυθεντικά, πιο φυσικά. Πρόκειται για έναν συγγραφέα που, κάτω από τις γραμμές, υμνεί τη ζωή. Ακόμη ηχούν τα λόγια ενός από τους μεγαλύτερους Γερμανούς φιλοσόφους που, στο βιβλίο Η Θέληση για Δύναμη μας λέει: «Τα ένστικτα του ξεπεσμού έχουν γίνει κύριοι σε βάρος των ενστίκτων της ανόδου… Η θέληση για μηδέν έχει γίνει κύριος σε βάρος της θέλησης για ζωή!».