Στην έκθεση του Κώστα Μπασάνου «The Middle of Nowhere» που εγκαινιάστηκε την προηγούμενη Παρασκευή στην Γκαλερί Έλικα περιλαμβανόταν μεταξύ άλλων και το έργο «Ιntermission», παραπομπή σε μια σκηνή του 2001, Οδύσσεια…

Το έργο, η μύχια ζωή

Στην έκθεση του Κώστα Μπασάνου «The Middle of Nowhere» που εγκαινιάστηκε την προηγούμενη Παρασκευή στην Γκαλερί Έλικα περιλαμβανόταν μεταξύ άλλων και το έργο «Ιntermission», παραπομπή σε μια σκηνή του 2001, Οδύσσεια του διαστήματος, ένα υποτιθέμενο διάλειμμα στην ταινία όπου η οθόνη μαυρίζει, για τρία λεπτά δεν φαίνεται τίποτε και ακούγεται μόνον η ανησυχητική μουσική του György Ligeti, σαν να βρίσκεται ο θεατής μέσα στον Μονόλιθο ή στα βάθη του σύμπαντος.

Το «Intermission» του Μπασάνου είναι μια μεγάλη επιφάνεια από απορροφητικό σφουγγάρι βαμμένο μαύρο και στο κέντρο της είναι γραμμένη με σινική μελάνη η λέξη Intermission, ανάποδα, σαν να την βλέπεις από καθρέφτη, σαν το Σύμπαν να είναι μια επιφάνεια την οποία έχεις διασχίσει και έχεις βρεθεί από την άλλη της πλευρά όπου τα πάντα έχουν αντιστραφεί, το Σύμπαν αλλά και το σύμπαν της γραφής, καθώς όλη η εξαιρετική έκθεση του Μπασάνου είναι για τη γραφή, τη δομή της γραφής και το χώρο που η γραφή καταλαμβάνει. Έκανα την εύκολη σκέψη πως αν φωτογραφήσουμε το έργο του Μπασάνου με την κάμερα των σέλφι του κινητού, η οποία φωτογραφίζει αντεστραμμένα, το κείμενο ξαναδιαβάζεται, σαν το προσωπικό μας αποτύπωμα να είναι αυτό που ξανακάνει κατανοητό το Σύμπαν (και το σύμπαν της γραφής).

 

Intermission

 

Στον πολιτιστικό χώρο Άτοπος CVC στον Κεραμεικό, την ίδια ημέρα με τα εγκαίνια του Μπασάνου, έγινε μια εκδήλωση αφιερωμένη στην Αλεξάνδρα Κατσιάνη και τον Θανάση Χονδρό, δύο καλλιτέχνες που ήδη από τη δεκαετία του εβδομήντα έχουν συγκροτήσει ένα ιδιότυπο έργο στο οποίο συνυπάρχουν ποίηση, παράσταση, μουσική, εγκαταστάσεις, ένα από τα πιο ολοκληρωμένα εγχειρήματα fluxus στην Ελλάδα. Οι Κατσιάνη και Χονδρός μεταπλάθουν μηχανικές κινήσεις, όπως το ράψιμο ενός κουμπιού, σε ποιητικά συμβάντα, χρησιμοποιούν τον κοινωνικό χώρο ως ready made αντικείμενο, παίζουν μουσική, ιδίως με το παλιό συγκρότημά τους «Δημοσιοϋπαλληλικό ρετιρέ», ανάγοντας τον ήχο σε πράξη, με έναν τρόπο που θυμίζει τους Red Crayola, μεταστρέφουν το πολιτικό ή επιστημονικό λεξιλόγιο με συνειρμικό τρόπο, δημιουργούν μια ποιητική της καθημερινότητας.

Την βραδιά είχε επιμεληθεί ο Φιλ Ιερόπουλος και μίλησαν η Αρετή Λεοπούλου και ο Κωστής Δρυγιαννάκης και δεν είναι καθόλου ανεξήγητο το από πρώτη άποψη παράδοξο γεγονός ότι αυτό το ζευγάρι αφοσιωμένων καλλιτεχνών από τη Θεσσαλονίκη έχει τόση απήχηση στην κουήρ καλλιτεχνική κοινότητα: δεν είναι τόσο η εκφραστική τόλμη, η υπέρβαση των ορίων και η διαρκής έκθεση του σώματος∙ είναι κυρίως η εισαγωγή του συν-αισθήματος, του affect, η χωρίς όρια απογύμνωση του καλλιτέχνη (μεταφράζω συν-αίσθημα το affect, ακολουθώντας την πρόταση της Ειρήνης Αβραμοπούλου στο πρόσφατο βιβλίο Το συν-αίσθημα στο πολιτικό, που επιμελήθηκε, αν και ομολογώ πως δεν πολυσυμφωνώ με τις παύλες).

 

Χονδρός Κατσιάνη, η Αλφάβητος στην Άτοπος CVC

 

Παρεμπιπτόντως, μέρες που είναι, πιστεύω πως αξίζει να δούμε τις συν-αισθηματικές διαστάσεις της εξέγερσης του Πολυτεχνείου και τον τρόπο που συναρθρώθηκαν με τον πολιτικό λόγο που άλλοτε προσπάθησε να τις αποσιωπήσει, άλλοτε να τις εξορθολογικεύσει, άλλοτε να τις οικειοποηθεί και να τις παραλλάξει. Σε αυτές τις συν-αισθηματικές διαστάσεις θεωρώ πως οφείλεται η αστείρευτη ακόμη και σήμερα δύναμη του συμβάντος του Πολυτεχνείου και όχι στις καθαυτό πολιτικές του διεκδικήσεις που ιστορικά είναι σχετικά ανεπίκαιρες, αν εξαιρέσει κανείς φυσικά την ανάγκη μαχητικής πολιτικής επιχειρηματολογίας απέναντι στον αναθεωρητισμό της νέας δεξιάς. Σε αυτές τις συν-αισθηματικές διαστάσεις οφείλεται εξάλλου σε μεγάλο βαθμό η σύνδεση που νιώθει το αντιεξουσιαστικό κίνημα (με όλες τις δικές του αρνήσεις ή χειραγωγήσεις του συν-αισθήματος) με την εξέγερση. Σε κάθε περίπτωση, θα έβλεπα την καλλιτεχνική τουλάχιστον κληρονομιά του Πολυτεχνείου να αποτυπώνεται προνομιακά σε εγχειρήματα όπως αυτό των Κατσιάνη και Χόνδρου, γιατί ενεργοποιούν το συν-αισθηματικό ως εννοιολογική ρήξη και ως φόρμα και όχι ως «πολιτικοποιημένο» περιεχόμενο.

Στον πυρήνα του έργου της Κατσιάνη και του Χονδρού βρίσκεται η προσωπική σχέση τους, δεν είναι ένα ζευγάρι που απλώς συνεργάζεται, είναι ένα ζευγάρι που κάνει τον δεσμό τους μέρος του έργου, που μιλά για τη μύχια ζωή τους ως απελευθερωτική καλλιτεχνική πράξη, που μιλά κυρίως χωρίς μεταξύ τους ιεραρχία. Στην εκδήλωση στην Άτοπος, παρουσίασαν οι ίδιοι το έργο τους ως ένα Αλφάβητο εννοιών και λέξεων, το οποίο διάβασαν με εναλλασσόμενες φωνές ως ένα ακόμη ποιητικό και παραστασιακό συμβάν. Στο λήμμα «Μαζί» από αυτό το αναστοχαστικό αλφαβητάρι είπαν μεταξύ άλλων.

 

Χονδρός-Κατσιάνη: Αγαπιόμαστε

 

Θανάσης Χονδρός: «Ασφυκτιούσα πάντα, ένοιωθα δεμένος κόμπος. Ώσπου, στο πανεπιστήμιο, γνωρίστηκα με την Αλεξάνδρα και λύθηκα».

Αλεξάνδρα Κατσιάνη: «Έβρισκα αντίβαρο και καταφυγή στη λογοτεχνία και τον κινηματογράφο που με βοηθούσαν να πλάθω φαντασιακούς κόσμους αρκετά συγκεχυμένους, που πήραν απτή μορφή όταν, στο πανεπιστήμιο, γνωρίστηκα με τον Θανάση».

Η εκδήλωση αγάπης, η χωρίς έμφυλη ιεράρχηση βεβαίωση του ζεύγους, η καλλιτεχνική έκθεση του συν-αισθήματος είναι μοναδική στην ελληνική καλλιτεχνική ιστορία, τόσο ως προς το βάθος όσο και ως προς τη διάρκειά της.

Καθώς το Τυχαίο είναι η ισχυρότερη δύναμη της παρανοϊκοκριτικής που αποκαλούμε καθημερινότητα, καθώς έφευγα από την Άτοπος και αναλογιζόμουν το «Μαζί» της Αλφαβήτου των Κατσιάνη και Χονδρού και την κρισιμότητά του στην εποχή που εμβληματικά εκπροσωπεί πιστεύω ο Ζακ Κωστόπουλος, μου τηλεφωνεί από το Λονδίνο η Ναταλία. Έχει μόλις πάει στο Barbican για να δει την έκθεση «Modern Couples. Art, Intimacy and the Avant Guard», μια έκθεση αφιερωμένη στα ζευγάρια που σημάδεψαν τον μοντερνισμό, από την Καμίλ Κλωντέλ και τον Αύγουστο Ροντέν, μέχρι τον Σαλβαντόρ Νταλί και τον Φρεντερίκο Γκαρθία Λόρκα, την Φρίντα Κάλο και τον Ντιέγκο Ριβέρα, την Κλωντ Καχούν και την Μαρσέλ Μουρ. Μιλάμε ενθουσιασμένοι για τη σύμπτωση, για την εποχή που επικεντρώνεται στο συν-αίσθημα, για την πολιτική του χρήση, την απελευθερωτική της δύναμη και τους κινδύνους της, για τη δύναμη της αγάπης και της ρήξης της, μιλώντας προφανώς για μας.

Θυμάμαι και πάλι την έκθεση του Μπασάνου. Τον τρόπο που έχει μεταγράψει γλυπτικά στίχους του Έλιοτ, του Ουίτμαν, δικούς του, σε κάθετη επιφάνεια σαν λεξικούς μύκητες που φυτρώνουν από τον τοίχο, στίχους που μιλούν για την αδυναμία του λόγου, την αδυναμία της άρθρωσης. Τον τρόπο που έχει ανοίξει βιβλία στον τοίχο, άδεια, χωρίς κείμενα κι αυτά. Πώς έχει συμπτύξει και μεγεθύνει τη φράση «The Middle of Nowhere» για να χωρέσει ακριβώς στον έναν τοίχο της γκαλερί.

 

Μπασάνος, Where Trees Never Grow

Σκέφτομαι πως εδώ και χρόνια, η Νίνα Παπακωνσταντίνου, η σύντροφος του Μπασάνου, ζωγραφικά εκείνη, καταγίνεται με την ίδια χειρονομία που σπάει τη γραφή και βυθίζεται στο διακείμενό της, μεταγράφοντας σε μια σελίδα Α4 ολόκληρους τόμους ή αποτυπώνοντας τα κενά ανάμεσα στα σημεία της γραφής. Λόγος, γραφή και μύχια ζωή γίνονται και εδώ, όπως στην Κατσιάνη και τον Χονδρό, ο πυρήνας ενός έργου που ενώνει τα δύο μέλη του ζευγαριού. Εκείνο που αποκαθιστά το αντεστραμμένο κείμενο του Intermission, που αποκαθιστά το σύμπαν της γραφής (και το Σύμπαν) δεν είναι η σέλφι. Είναι η αγάπη, ο πόνος, η πλήξη, η επιθυμία, ο φόβος, ο θυμός, το συν-αίσθημα της κοινής ζωής.