Όσο γράφονται αυτές οι γραμμές, οι δρόμοι του Παρισιού εξακολουθούν να είναι γεμάτοι από ένα ετερόκλητο πλήθος, πλήρες ονείρων για έναν καλύτερο κόσμο. Καμία όμως πίστη και κανένα όνειρο ποτέ…

Το κίτρινο δεν είναι το χρώμα της άνοιξης

Όσο γράφονται αυτές οι γραμμές, οι δρόμοι του Παρισιού εξακολουθούν να είναι γεμάτοι από ένα ετερόκλητο πλήθος, πλήρες ονείρων για έναν καλύτερο κόσμο. Καμία όμως πίστη και κανένα όνειρο ποτέ δεν έφερε τον παράδεισο στη Γη μονομιάς γιατί ένας καλύτερος κόσμος δεν προϋποθέτει απλά την ικανοποίηση ενός προϋπάρχοντος αιτήματος, αλλά τη ριζική αλλαγή του πώς οι άνθρωποι σχετίζονται μεταξύ τους. Επανάσταση σημαίνει μεταβολή των κοινωνικών σχέσεων ποιοτικά, όχι ποσοτικά. Καμία επανάσταση δεν είναι πολιτική με την πεζή έννοια. Τι μπορεί να ειπωθεί συνεπώς για τα κίτρινα γιλέκα;

#1

Τα κίτρινα γιλέκα ως γνωστόν είναι ένα κίνημα που ξεκίνησε με αφορμή την αύξηση φόρου στα καύσιμα, με άμεσες επιπτώσεις στις ζωές μεγάλου μέρους των κατοίκων της Γαλλίας. Η αύξηση της τιμής των καυσίμων είναι φαινόμενο που μετακυλά το κόστος αναπαραγωγής όλο και περισσότερο στον καταναλωτή του εμπορεύματος των καυσίμων. Από μια τέτοια αύξηση επηρεάζεται σαφώς μεγάλο –αν όχι όλο– το κομμάτι της εργατικής τάξης, καθώς αυτή η μετακύλιση ουσιαστικά σημαίνει έμμεση μείωση του πραγματικού μισθού. Το πρόβλημα όμως είναι ότι τα ακριβά καύσιμα αποτελούν μεν μείωση του μισθού, ειδικά για την εργατική τάξη, αλλά αποτελούν μείωση της καταναλωτικής δύναμης για όλους γενικά, πέραν της εργατικής τάξης[1]. Έτσι αποτελούν ζήτημα το οποίο προσφέρεται καλύτερα για μετωπικές, διαταξικές και αντικυβερνητικές συμμαχίες, παρά για μια καθαρή ταξική σύγκρουση, Ειδικά αφού ο φόρος εκκινείται από την κυβέρνηση και τις ανάγκες της να καλύψει αστάθειες στον προϋπολογισμό, οι συνθήκες δείχνουν ότι η σύγκρουση ήταν και θα συνεχίσει να είναι διαταξική ενάντια σε μια κυβέρνηση που «δεν εκπροσωπεί τον λαό», δηλαδή δεν ακούει τις ανάγκες του. Αυτό φάνηκε εξ αρχής, καθώς ο κόσμος δεν στράφηκε στις ήδη υπάρχουσες εργατικές οργανώσεις, καθώς δεν θεωρούσε ότι το όλο ζήτημα είναι ζήτημα κάποιας σύγκρουσης με κάποια εργοδοσία.

#2

Οι αντικυβερνητικοί αγώνες είναι αγώνες εθνικοί. Με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, εγκαλούν το κράτος για τη ματαίωση της υπόσχεσής του. Ειδικά στη Γαλλία, αυτό γίνεται ρητό από το γεγονός ότι ενώ το κράτος χρόνια προμοτάρει τα diesel καύσιμα ξαφνικά –επί Μακρόν– αυξάνει την τιμή τους. Η αλλαγή κυβέρνησης είναι ο στόχος του κινήματος, παρά την ετερότητά του. Οι περισσότερες αφορμές αλλά και τα περισσότερα αιτήματα του κινήματος είναι οικονομικά και πάνε πολύ πιο πέρα από την αύξηση φόρου. Αφορούν χρόνια οικονομικά προβλήματα τα οποία βράζουν στη γαλλική κοινωνία και ταλαιπωρούν τους γάλλους πολίτες. Ως γάλλοι πολίτες θεωρούν ότι καμία κυβέρνηση δεν τους αναγνωρίζει υλικά αυτό που τους έχει αναγνωριστεί τυπικά: ότι ως πολίτες σε αυτή τη χώρα έχουν μέλλον, έχουν μια ευκαιρία να ζήσουν. Αυτό που πρέπει να καταλάβουμε –και να αφήσουμε πίσω μας το βάρος ενός παλαιωμένου και οικονομοκεντρικού μαρξισμού– είναι ότι οικονομικά αίτια και οικονομικά αιτήματα δεν συνεπάγονται απαραίτητα επαναστατική ταξική πάλη. Δεν συνεπάγονται καν τάξεις. Η ταξική πάλη μπορεί να διεξάγεται μεταξύ θραυσμάτων και μπορεί να έχει βαθιά αντιδραστικό χαρακτήρα, ειδικά όταν περιορίζεται στην ικανοποίηση αναγκών από κάτι έξω από αυτήν. Γιατί τότε προκαθορίζει τη στράτευσή της με αυτόν που θα ικανοποιήσει το αίτημα. Σε μια εποχή όπου ολόκληρες κοινωνίες, πέρα από ταξικά όρια, φαίνεται να πλήττονται από κρατικά ελλείμματα, νομισματικές υποτιμήσεις και χρέη, τα οικονομικά προβλήματα εμφανίζονται ως άμεσα συνδεδεμένα με το κράτος. Καθώς αυτό που διακυβεύεται είναι το γενικότερο πλαίσιο της αστικής κοινωνίας, ο γενικότερος τρόπος λειτουργίας της, παρατηρείται μια αλλαγή σε σχέση με παλαιότερα. Η ταξική διαφορά μετατρέπεται σε εισοδηματικό ανταγωνισμό, σε αιτήματα περί του εισοδήματος και αλλαγής της εισοδηματικής πολιτικής του κράτους. Αφού το κράτος είναι γενικός ρυθμιστής εισοδηματικών και οικονομικών πολιτικών, και ειδικά αφού οι εκάστοτε κυβερνήσεις του προσπαθούν έκαστη να «μπαλώσει» προβλήματα που εμφανίζονται με έκτακτα μέτρα και νομοσχέδια (το φαινόμενο των διαταγμάτων ή των ειδικών νόμων έχει αυξηθεί σχεδόν σε όλη την Ευρώπη) [2] τότε ενισχύεται η αντίληψη ότι το πρόβλημα της υποτίμησης της αγοραστικής δύναμης εντοπίζεται στην έλλειψη δημοκρατίας και στην κυβέρνηση. Το νέο «εισοδηματικό» discourse που αναδύεται συνενώνει, όπως είναι λογικό, άτομα από όλες τις τάξεις, που βλέπουν ακριβώς την πιθανότητα αναστολής των μέτρων στη διαταξική συμμαχία και στην αναδιανομή. Αυτές οι συμμαχίες είναι ήδη ένα εμπειρικά έτοιμο έδαφος για τον θρίαμβο της εθνικής ιδεολογίας.

#3

Η μετατροπή των αγώνων σε ζήτημα εισοδηματικών ανταγωνισμών μετακυλά το κέντρο βάρους και τη στόχευση των κινημάτων στις ακραίες εισοδηματικές διαφορές που θεωρείται ότι «πλήττουν» την εύρυθμη λειτουργία της αγοράς ή του κράτους: στόχος γίνονται οι «ελίτ».[3] Με αυτό το σημαίνον συνήθως εννοείται ένα εύπορο κομμάτι της αστικής τάξης, το οποίο εξαγοράζει πολιτικούς, έχει αδικαιολόγητα μεγάλα κεφάλαια, μονοπωλεί τις αγορές, και χρησιμοποιεί «δόλια» σχέδια για να εξυπηρετήσει τα συμφέροντά της. Επίσης αυτή η ελίτ είναι διεθνής, μια αστική τάξη χωρίς πατρίδα, απροσδιόριστη, που καταστρέφει όχι μόνο τη Γαλλία αλλά πολλές χώρες. Πάνω σε αυτή την υπόθεση, η οποία πηγάζει ακριβώς από την εισοδηματική φύση του ανταγωνισμού, συγχέονται με όρους εκλεκτικής συγγένειας πολλές διαφορετικές πολιτικές ατζέντες. Παραδοσιακοί λενινιστές συμφωνούν με κάθε λογής συνωμοσιολόγους και αντισημίτες, καθώς οι θεωρίες τους συγκλίνουν πάνω στον «κρυφό χαρακτήρα της ελίτ που διαλύει τη πολιτική σκηνή και την αγορά». Στην αφήγηση περί αδικαιολόγητου πλούτου της ελίτ και των μονοπωλίων συγκλίνουν οι αναρχικές υπεραπλουστεύσεις για την οικονομία με κάθε λογής κεϋνσιανούς που μιλούν για σωστή αναδιανομή, επιστροφή στο έθνος-κράτος της εθνικής οικονομίας. Στον υπερεθνικό χαρακτήρα της ελίτ, οι κεϋνσιανοί, οι εθνικιστές, οι λενινιστές και η αναρχική θεωρία της «τοπικότητας» δημιουργούν μια πολύχρωμη πλατφόρμα εθνικών αφηγήσεων: η μέση δεσπόζουσα που βγαίνει από αυτό δεν είναι μια εναντίωση στο κεφάλαιο αλλά μια από κοινού επιθυμία για τοπικοποίηση. Αυτό είναι που επιτρέπει και την παραδοξότητα το κίνημα των κίτρινων γιλέκων να εξαπλωθεί σε πολλές χώρες, να πάρει δηλαδή «διεθνή» χαρακτήρα χωρίς να εκφράζει κάποιου είδους διεθνισμό[4]. Αποτελεί μάλλον την από κοινού τάση των εθνικοποιημένων εργατικών τάξεων σε συμμαχία με το μικρό κεφάλαιο, τους αυτοαπασχολούμενους και τους κρατικούς υπαλλήλους να εκφράζουν ένα αίτημα για εθνική οικονομία. Τα πολύ προχωρημένα οικονομικά αιτήματα των γάλλων διαδηλωτών ίσως και να μην είναι ένδειξη ανασύνθεσης μιας μαχητικής εργατικής τάξης αλλά της ριζοσπαστικοποίησης –ως προς τα μέσα διεκδίκησης– των διαταξικών μορφωμάτων και ενσωμάτωσης της ταξικής ατζέντας σε ευρύτερες κοινωνικές συμμαχίες.

#4

Αφού οι ανταγωνισμοί παίρνουν εισοδηματικό χαρακτήρα, όπως έχουν έναν εχθρό στο «ανώτερο εισόδημα», έτσι έχουν και στο κατώτατο. Καθώς το αίτημα είναι να αποτυπωθεί με υλικούς, μισθολογικούς όρους η υπόσχεση της πολιτικής (civil) ταυτότητας, αυτός που δεν έχει δικαίωμα να ζει εδώ, δεν έχει και «μερίδιο στην πίτα». Οι πορείες, κατά κοινή ομολογία, πέρα από ελάχιστες και πολιτικοποιημένες εξαιρέσεις, είναι εχθρικές προς τους μετανάστες. Οι μετανάστες, ανεξάρτητα από τον αριθμό τους, θεωρούνται βάρος στο κράτος και στους φορολογούμενους. Οι μόνοι μετανάστες που χωράνε είναι όσοι «εκ-γαλλιστούν» και αποκτήσουν το δικαίωμα να ζουν στη Γαλλία, ένα δικαίωμα σαφώς κρατικό. Αν και το κίνημα των κίτρινων γιλέκων δύσκολα μπορεί να κατηγορηθεί για εκτεταμένο φυλετικό ρατσισμό, βασίζεται σε κάτι εξίσου επικίνδυνο: τον κρατικό διαχωρισμό λαθραίων και μη, χρήσιμων και μη, υποτιμημένων και μη αναγκαίων. Αυτή η ρητορική είναι πέρα για πέρα αντιδραστική και είναι αυτή που τραβάει τις διαχωριστικές πολιτικές γραμμές μεταξύ «προοδευτικών και μη» στοιχείων σε όλη την Ευρώπη. Τα οικονομικά αιτήματα, ακριβώς επειδή είναι οικονομικά σε μια εποχή όπου το όραμα του κομμουνισμού έχει χαθεί από το συλλογικό ασυνείδητο, έχουν καθαρά αμυντικό χαρακτήρα, ορίζονται την οικονομική πολιτική του κράτους, που αν είναι να τα ικανοποιήσει, πρέπει πάνω απ΄ όλα να υπάρχει.[5] Οι αγώνες του Κιέβου, των πλατειών και της Γαλλίας των γιλέκων δείχνουν την αθλιότητα της  εθνικοποιημένης εργατικής τάξης μέσα σε ένα κόσμο εξίσου άθλιων τάξεων. Όχι το μεγαλείο της. Οι εποχές όπου η εξέγερση ως πρακτική ήταν αποκλειστικό πεδίο της κομμουνιστικής πρακτικής έχουν παρέλθει.

#5

Οι βίαιες συγκρούσεις στον δρόμο δεν είναι απόδειξη ριζοσπαστικότητας. Επανάσταση ή εξέγερση σημαίνει μια ριζική μεταβολή των τρόπων κοινωνικού αλληλοσυσχετισμού. Όσο και αν μας θαμπώνουν οι καπνοί, και όσο και αν ταυτιζόμαστε με την εικόνα ενός διαδηλωτή σε μάσκα που χτυπιέται από τις ομάδες ασφαλείας και τάξης, οι ταυτίσεις είναι πάντα εικονικές και ψευδεπίγραφες. Εμείς προβάλλουμε αυτό που ξέρουμε στη δική μας κοινωνία ότι σημαίνουν τα σύμβολα «μάσκα, σπάσιμο, μπλοκάρισμα δρόμου» –και όμως, τα κίνητρα αλλά και τα αποτελέσματα αυτών των κινήτρων σε μια άλλη κοινωνία είναι πολύ διαφορετικά από την Ελλάδα. Πίσω από τη μάσκα μπορεί να κρύβεται ο χειρότερος φασίστας, που μισεί το «κράτος των προδοτών του έθνους». Γνωρίζουμε ήδη από το θλιβερό παράδειγμα του Κιέβου ότι περισσότερο νόημα δεν έχουν οι συγκρούσεις, όσο η κοινή εμπειρία αυτών των συγκρούσεων μεταξύ των υποκειμένων. Σε ένα γεγονός όπου εθνικιστές, μικροαστοί, αυτεπάγγελτοι και αναρχικοί πολεμούν από κοινού την αστυνομία, αυτό που νικάει είναι η εθνική ιδεολογία, όχι αναγκαία ως ιδεολογική ηγεμονία αλά Gramsci, αλλά με όρους λειτουργίας, με όρους εμπειρίας: εθνικισμός είναι η ενότητα και η μνήμη αυτής της ενότητας από ετερόκλητα αστικά υποκείμενα. Ο εθνικισμός βασίζεται στην πάντα οριακή και εύθραυστη ανοχή μεταξύ συγκρουσιακών κατηγοριών. Και όσο αυτή η ενότητα κρατιέται λειτουργική, η εσωτερική της ένταση διοχετεύεται σε έναν έτερο Άλλο: στις Ελίτ και τους μετανάστες. Εθνικισμός, ως λειτουργία, είναι η συνύπαρξη, μέσα σε μια πλατεία ή έναν δρόμο, όλων των αστικών ταυτοτήτων ως αυτό που είναι. Οι από κοινού επιθέσεις σε αστυνομικούς από αναρχικούς, εθνικιστές, μικροαστούς και εργάτες δείχνουν προς αυτή την κατεύθυνση.[6]

#6

Η επανάσταση ελλοχεύει μέσα στην ήττα της εισοδηματικής εξέγερσης. Οι εκτεταμένες καταστροφές ως αξία ή το μπλοκάρισμα των δρόμων δεν πρέπει να υποτιμούνται για το ότι ίσως πυροδοτήσουν εξελίξεις που δεν είναι ορατές. Επίσης, η ευκαιρία για απαλλοτριώσεις, αν και έχει πολύ μικρό ορίζονται, σίγουρα είναι θετικό φαινόμενο.[7] Όμως, με βάση όσα φαίνονται τώρα μπορούμε να πούμε τα εξής: Αν τα κίτρινα γιλέκα ηττηθούν, υπό την έννοια ότι κάποια αιτήματα ικανοποιηθούν ενώ άλλα μείνουν ανικανοποίητα, είναι πιο πιθανό να πάρουν οι πορείες έναν ταξικό επαναστατικό χαρακτήρα. Για παράδειγμα, τα αιτήματα για υψηλούς μισθούς είναι περισσότερο βερμπαλισμός πάνω στην ορμή των γεγονότων παρά κάτι που διεκδικείται ουσιαστικά. Παρ’ όλα αυτά, στην περίπτωση όπου όντως αυτό το αίτημα παραμείνει, σίγουρα θα αντιμετωπίσει εχθρότητα ακόμα και από το μικρό κεφάλαιο. Ακόμα και τότε όμως θα έχουν να αντιμετωπίσουν ένα μεγάλο πρόβλημα: αφενός την απομαζικοποίηση, καθώς μεγάλο κομμάτι του κόσμου θα φύγει από το μετωπικό σχήμα που υπάρχει τώρα και τους δίνει ορμή, αφετέρου τη φοβερά δύσκολη συνάντηση με πραγματικά υλικούς όρους με τους μετανάστες, οι οποίοι σε κάθε περίπτωση φαίνεται να περισσεύουν από τα διακυβεύματα.

#7

Το κράτος, η αντιεξέγερση και ο καπιταλισμός υπερτερούν σε σχέση με τις ταξικές και ριζοσπαστικές αναλύσεις σε ένα πράγμα και ο Μακρόν φαίνεται να το ξέρει: σε αντίθεση με τους ριζοσπάστες που προσπαθούν να βρουν την κίνηση της ιστορίας σε κάποιο καλά κρυμμένο αίτιο, το οποίο αποτελεί τη βαθύτερη αλήθεια του κοινωνικού μηχανισμού, ο καπιταλισμός λαμβάνει υπ’ όψη του την κόπωση, την απογοήτευση, την ελπίδα, τον φόβο και την παροδικότητα της ζωής. Ξέρει ότι οι μερικές υποσχέσεις, οι μισές παραχωρήσεις, το πολύ ξύλο και τα για μέρες χαμένα μεροκάματα βαραίνουν στην πλάτη ακόμα και της πιο ζωογόνας ελπίδας. Αυτό που βγάζει τους ανθρώπους στον δρόμο, ο πόνος και ο φόβος, αυτό μπορεί να τους ξαναγυρίσει μέσα· το επαναστατικό στοίχημα είναι ακριβώς τούτη η αβέβαιη παλίρροια. Το στοίχημα στην καρδιά του είναι ένα: ποιος πόνος είναι μεγαλύτερος, του παρόντος ή του μέλλοντος;  Τις περισσότερες φορές καλύτερα να ζεις λίγο, από το μην ζεις καθόλου. Αυτοί που ήδη δεν ζουν καθόλου, για τους οποίους δεν υπάρχει τίποτα να χαθεί παρά «οι αλυσίδες τους», σε αυτή την εξέγερση δεν ακούστηκαν καθόλου. Μέχρι στιγμής.

Σημειώσεις
[1] Brian Kahn, «France’s Gas Tax Disaster Shows We Can’t Save Earth by Screwing Over Poor People», Earther, 5.12.2018
Το νομοσχέδιο προτάθηκε με βάση τη στροφή στην «πράσινη ενέργεια», αν και είχε προφανώς άλλα κίνητρα, και μάλλον κανένα περιβαλλοντικό όφελος. Αυτό όμως δεν είναι άμεσα κατανοητό στο κομμάτι εκείνο των εργαζομένων που εργάζονται με diesel και θέλουν να συνεχίσουν λόγω χαμηλού κόστους, οι οποίοι αντέδρασαν στην αύξηση υπερασπιζόμενοι τις ζωές τους χωρίς να πολυνοιάζονται όπως είναι λογικό για το περιβαλλοντικό ή όχι όφελος. Αναδύεται έτσι και ένα άλλο πρόβλημα: εντός του καπιταλισμού η μη υποτίμηση της εργατικής τάξης ίσως είναι ασύμβατη με περιβαλλοντικά ζητήματα. Αυτό αφενός καταδεικνύει ότι η λύση του περιβαλλοντικού είναι και η λύση του καπιταλισμού συνολικά, αλλά μέχρι να γίνει αυτό ίσως προκαλεί ζήτημα προτεραιοτήτων στους αγώνες, με την εργατική τάξη να εμφανίζεται εδώ περισσότερο συντηρητική παρά προοδευτική.
[2] Pablo Palazzi, «2018 Global Legislative Predictions», iapp, 8.1.2018
[3] «Europe is on the Brink of a Working Class Revolution against Globalist Governments», Voice of Europe, 1.12.2018
[4] «Revolutionary Scenes as Yellow Vests Movements Spreads over Europe», Voice of Europe, 2.12.2018
[5] «Τα 42 αιτήματα από τα Κίτρινα Γιλέκα», DocTv Mag, 5.12.2018. Αξίζει βέβαια να σημειωθεί εδώ ότι δεν ξέρουμε πόσα και ποιοι ακριβώς διατυπώνουν αιτήματα στην παρούσα φάση. Παρ’ όλα αυτά, η προσπάθεια στη λίστα να εκπροσωπηθούν όλοι είναι ενδεικτική ενός σοβινιστικού κλίματος. Τόσο μερικά αιτήματα είναι καθαρά εθνικιστικά. Αφετέρου τα οικονομικά αιτήματα θα μπορούσαν να είναι άνετα μια λίστα μιας στρασσερικής ή λαϊκής δεξιάς.
[6] «Gilets Jaunes: Ni Macron, ni Fachos», La Horde. Méchamment antifasciste, 24.11.2018·  Julius Gavroche, «The Uncertain Tides of Insurrection: The Yellow Vests Protests of France», Autonomies, 2.12.2018· «“Most cops support Yellow Vest protesters over Macron” – France Police Union Chief to RT», RT, 1.12.2018. Για ένα παράδειγμα ανάλυσης που ψάχνει να στηριχθεί σε μια κλασική ταξική-αιτηματική ανάλυση βλ. ενδεικτικά Cole Stangler, «“Yellow Vests” Against the “President of the Rich”», Jacobin, 21.11.2018.
[7] Για πολύ γενική εικόνα βλ. Claude Poissenot, «Opinion: Why France’s “Yellow Vest” Protesters Are so Angry», The Local (fr), 4.12.2018

 

Το κείμενο δημοσιεύθηκε αρχικά εδώ.

  • Social Links: