«Κι αν πάθω black out μπροστά του;» Ο Λουκάς δε μπορούσε να σταματήσει να διατυπώνει υποθέσεις. «Το να βασίζεσαι σε σενάρια είναι χάσιμο χρόνου» του είπα. «Είσαι καλύτερος άνθρωπος», του…

No, Honey: 2.11 Η Επιστροφή

«Κι αν πάθω black out μπροστά του;»

Ο Λουκάς δε μπορούσε να σταματήσει να διατυπώνει υποθέσεις.

«Το να βασίζεσαι σε σενάρια είναι χάσιμο χρόνου» του είπα.

«Είσαι καλύτερος άνθρωπος», του θύμισε η Βίκυ.

Είχαμε φθάσει στο πάρτι. Είχε γενέθλια η αδελφή αυτού του πρώην του Λουκά. Έτσι, ένιωθα την ωρολογιακή βόμβα να χτυπάει όταν βρήκαμε την οικοδέσποινα. Εκείνος ήταν αποσυντονισμένος –σκεφτόταν όλα τα άσχημα σενάρια. Η Πηνελόπη δεν μιλούσε –ήταν ανησυχητικά ήσυχη όλη μέρα. Εγώ κι η Βίκυ προσπαθούσαμε να συγκροτήσουμε τον Λουκά και ένιωθα άσχημα που δεν μπορούσα να ασχοληθώ πολύ μαζί της. Έδειχνε τόσο μπερδεμένος που τον λυπόμουν.

Ο πρώην του δεν ήταν στην ώρα του. Ποτέ δεν ήταν. Έσκασε αργά στο πάρτι κι αυτό με έκανε νευρική –ήθελα αυτό το closure κι είχε αργήσει. Εκείνη τη στιγμή ο Λουκάς γούρλωσε τα μάτια του. Η καρδιά μου χτύπησε –κι ήξερα ότι δεν ήταν ακριβώς ενσυναίσθηση. Κι όλα έγιναν πολύ γρήγορα –δεν είχα προβλέψει ότι ο Λουκάς θα έλεγε στον εαυτό του «γάμα τα όλα, πάω να του μιλήσω». Εγώ, η Βίκυ κι η Πηνελόπη παρακολουθούσαμε αυτή την ανατροπή και προσπαθούσαμε να ζήσουμε το χολιγουντιανό της. Τον βλέπαμε να πάει να του μιλήσει, ακούσαμε όλες τις τυπικές κουβέντες που αντάλλαξαν και απλά περιμέναμε για άλλη μια ανατροπή. Τη μεγάλη ανατροπή.

«Αρκετά με τις τυπικές κουβέντες», του είπε ο Λουκάς. «Έκανα ένα μεγάλο λάθος και ξέρω τις συνέπειες του. Συγνώμη. Χίλια συγνώμη. Μεγάλο συγγνώμη. 100 emoji που γράφουν συγνώμη. Ήμουν μαλάκας».

Ήταν υπέροχο. Ήταν απλά υπέροχο.

«Πάμε ρε Λουκά!», πήγα να φωνάξω μα η Πηνελόπη με σκούντηξε.

Στράφηκα στη Βίκυ.

«Καλό timing, δεν νομίζεις;», της είπα.

Μου έκλεισε το μάτι.

«Θα σου πω τα πάντα», έκανε.

Απομακρυνθήκαμε για λίγο από τον Λουκά και τον πρώην του. Παρά το γεγονός ότι είχε κρύο, είπαμε να πάμε στον εξωτερικό χώρο, στα σκαλιά της πολυκατοικίας που έμενε η κοπέλα. Δεν θέλαμε να παρεμβάλλεται θόρυβος.

«Παραδέχομαι πως ήμουν επικριτική μαζί σου», έκανε. «Είχα πολλά μπερδεμένα συναισθήματα και ξεσπούσα πάνω σου. Ωστόσο η φάση με τον Ραφαήλ με ανησυχούσε. Είχα κι εγώ παρόμοιες εμπειρίες κι όλο αυτό μου έκανε trigger».

Η φωνή της έσπαγε.

«Ακόμα και τώρα υπάρχουν βράδια που δεν μπορώ να κοιμηθώ γιατί σκέφτομαι ότι θα μπορούσα να σε είχα προστατεύσει», συνέχισε και διέκρινα τα δάκρυά της. «Και μόνο σκληρά σου φέρθηκα γιατί τελικά είχα τον λάθος τρόπο. Ελπίζω να με καταλαβαίνεις, δεν ήθελα να κάνω κακό πουθενά, δεν ήθελα να σου προβάλω τις δικές μου εμπειρίες».

Της χάιδεψα το χέρι.

«Περασμένα ξεχασμένα», έκανα.

Άλλαξα θέμα.

«Βγαίνεις με τον Φώτη τώρα;», τη ρώτησα.

«Ναι», αποκρίθηκε εκείνη. «Δεν είναι ό,τι καλύτερο, αλλά εγώ δεν θέλω να έχω προσδοκίες από τις ερωτικές σχέσεις σε αυτή τη φάση της ζωής μου».

Χαμογέλασα.

«Σε νιώθω», της είπα. «Κι εγώ πηδιέμαι με έναν τύπο μα τίποτα το σοβαρό. Θα τελειώσει κάποτε».

«Ξεκινήσαμε να μιλάμε σοβαρά και μιλάμε για γκόμενους τώρα!», γέλασε η Βίκυ. «Γαμημένη πατριαρχία!»

«Θα μπορούσε να μας είχε κολλήσει ένα κομμάτι του Post Malone», της είπα.

«Ναι, αυτό θα ήταν ντροπιαστικό».

Λένε ότι υπάρχουν σχέσεις που μοιάζουν σαν να μην έχουν τελειώσει ποτέ, άσχετα με το τι έχει παρεμβληθεί ή τον χρόνο που έχει περάσει. Αυτό το είχαμε με τη Βίκυ. Είχαμε αυτό το παράδοξο, το ότι ίσως να μη γνωριζόμασταν για πολύ καιρό μα το νιώθαμε, νιώθαμε αυτή την αγάπη που αρνιόταν πεισματικά να σβήσει. Δεν βγάζεις άκρη με τις σχέσεις. Ποτέ κανείς δεν θα βγάλει άκρη με τις σχέσεις –γι’ αυτό είναι τόσο λάθος να τις ακαδημαϊκοποιούμε. Μα τα πράγματα είναι ένα κλικ πιο απλά όταν αφήνεις τα συναισθήματά σου να μιλήσουν.

Ήμουν τόσο χαρούμενη γι’ αυτό που δεν ήθελα να κοιμηθώ το βράδυ. Είχα πάθει υπερένταση. Δεν έδινα σημασία στο θλιμμένο κομμάτι που έπαιζε στο αμάξι μου. Ζούσα σε ένα άλλο σύμπαν, όπου όλη την ώρα ακούγονταν πυροτεχνήματα κι εγώ αγκάλιαζα τη Βίκυ.

«Είσαι στον κόσμο σου κι οδηγείς σχετικά καλά», παρατήρησε η Πηνελόπη.

«Έχω υπερδυνάμεις», της απάντησα.

Πάρκαρα. Είχα όντως υπερδυνάμεις.

«Να προσγειωθείς λίγο στη Γη», μου έκανε η Πηνελόπη. «Η υπερένταση είναι πάντα κακό πράγμα, είτε από χαρά είτε από λύπη. Οδηγεί σε στομαχόπονο».

Έκανα πως δεν την άκουσα. Μα εκείνη το συνέχισε. Συνήθως δεν το συνέχιζε. Μα όταν πίστευε κάτι πολύ επίμονα, όταν υποψιαζόταν κάτι και δεν της έφευγε από το μυαλό, επέμενε σε αυτό. Θα ξεκινούσε από τις πιο απλές διαδικασίες και θα εκδήλωνε την ανησυχία της μέσω αυτών. Για παράδειγμα, συνήθως ξεβαφόταν γρήγορα γιατί έκανε πάντα γρήγορες, νευρωτικές κινήσεις. Εκείνη τη φορά είχε μείνει πολλή ώρα μες στο μπάνιο. Είχα αρχίσει να έχω ένα πολύ κακό προαίσθημα. Και δικαιώθηκα: όταν βγήκε από το μπάνιο μπορούσα να δω ότι κρατούσε μερικά χαρτάκια που είχα γράψει.

«Δεν μου είχες πει τίποτα!», φώναξε.

Κρατούσε το χαρτάκι που έγραφα «με εκβίασε».

«Τι μαλάκας που είναι!», φώναξε ξανά.

Έκανε ένα βήμα πίσω.

«Συγνώμη», απολογήθηκε. «Απλά έπρεπε να μου το πεις»

«Ξέρω», έκανα.

«Έχεις πάρει πολλές ευθύνες πάνω σου».

Δεν πίστευε σε αυτό που έλεγε. Το έλεγε άτονα, σχεδόν υποκριτικά. Ακουγόταν σαν εταιρική γραμματέας που ήθελε να ξεπετάξει στο τηλέφωνο έναν πελάτη γιατί, βασικά, βαριόταν να δουλέψει. Ένιωθα την ενοχή να με τσιμπάει. Εγώ τον είχα κράξει ανοιχτά κι είχα ξεκινήσει τον κύκλο.

Μη σκέφτεσαι αυτά τα πράγματα, μου έλεγε μια φωνή. Γύρισα πίσω στην επανασύνδεσή μου με τη Βίκυ, όταν κι οι δυο είχαμε χαλαρώσει από ποτό. Μου είχε πει κάτι πολύ ταιριαστό για την ώρα εκείνη.

«Και να σου πω κάτι;», μου είχε πει. «Όλα αλλάζουν. Δεν μπορείς να είσαι ποτέ σίγουρη για τίποτα, κυρίως γιατί οι άνθρωποι είμαστε εξ ορισμού χαοτικοί. Είμαστε τα μπλεγμένα καλώδια που μας ενοχλούν. Κάνουμε σκέψεις που δεν μας αντανακλούν πάντα και γεμίζουμε με παράνοιες κι αρνητικές αποχρώσεις και δεν ξέρω ’γω άλλο τι. Μα μπορούμε να πατήσουμε πόδι σε αυτές και να πούμε πως, όχι, δεν θα μας χαλάσουν τη μέρα».

«But is it ever really over?».