Τα παρακάτω βιβλία δεν έχουν φαινομενικά τίποτα κοινό μεταξύ τους, πέρα από το ότι εκδόθηκαν πρόσφατα και είναι όλα εξαιρετικά. Θα ταξιδέψουμε από την Ιρλανδία του σήμερα, στην Ήπειρο ανά…

Πέντε βιβλία που θα φέρουν την άνοιξη

Τα παρακάτω βιβλία δεν έχουν φαινομενικά τίποτα κοινό μεταξύ τους, πέρα από το ότι εκδόθηκαν πρόσφατα και είναι όλα εξαιρετικά. Θα ταξιδέψουμε από την Ιρλανδία του σήμερα, στην Ήπειρο ανά τους αιώνες, από την Καλιφόρνια των ’00s στον Μάη του ’68 κι από κει στους ινδιάνικους πολέμους του αμερικανικού νότου. Η άνοιξη ήρθε –κι αυτά τα αναγνώσματα υπόσχονται να την κάνουν πιο γεμάτη.

 

 

Κόκαλα από ήλιο, Mike McCormack, εκδόσεις Αντίποδες

Τριακόσιες είκοσι πέντε σελίδες, ένα κεφάλαιο, μία πρόταση, καμία τελεία. Ο Μάρκους Κόνγουεϊ, στην κουζίνα του σπιτιού του σε ένα χωριό της Ιρλανδίας, μέσα σε μία ώρα αναπολεί όλη του τη ζωή. Όπως ακριβώς παθαίνουμε όλοι μας όταν προσπαθούμε να σκεφτούμε κάτι, η σκέψη του ήρωα δεν ακολουθεί ευθεία πορεία.  Μπορεί να σκέφτεται τον πατέρα του, τη γυναίκα του, τα παιδιά του, τη δουλειά του ή την οικονομική κατάσταση της χώρας του και όλα αυτά προφανώς διαπλέκονται, τίποτα δεν είναι γραμμικό, όπως και στη ζωή. Αν και ξεκινάει κάπως πιο ποιητικά, δεν πρόκειται για πεζό ποίημα. Είναι κανονικό μυθιστόρημα με ένα τέλος που ίσως προοιωνίζεται, αλλά σε κάθε περίπτωση είναι ωραίο να το ανακαλύπτει ο αναγνώστης χωρίς να γνωρίζει τίποτα από πριν.

Ο Ιρλανδός Μάικ ΜακΚόρμακ, σε κάποια σημεία συγκινητικός και σε κάποια καταγγελτικός, ενώ φαινομενικά μιλάει για ασήμαντες καθημερινές στιγμές καταφέρνει να περιλάβει στην αφήγησή του όλες τις πτυχές της ανθρώπινης ζωής. Πολύ περισσότερο, καταφέρνει να γράψει ένα μυθιστόρημα με αριστουργηματικό ρυθμό και ιδιαίτερα περίπλοκη δομή, χωρίς να δυσκολεύει τον αναγνώστη με την τεχνική του. Πολύ δύσκολο έργο η μετάφραση αυτού του βιβλίου και ο Παναγιώτης Κεχαγιάς ήταν ίσως ο μόνος άνθρωπος που θα μπορούσε να κάνει να ρέει το κείμενο με τόσο μαγικό τρόπο, λες και γράφτηκε για πρώτη φορά στα ελληνικά.

το θέαμα αυτής της διαλυμένης μηχανής στο πάτωμα θα παρέμενε για μένα πάντοτε μια απόδειξη πως ο κόσμος ήταν πολύ λιγότερο σταθερός και ενιαίος από ό,τι τον έβλεπε η παιδική μου φαντασία, πως ο κόσμος ήταν πια ένα ξεχαρβαλωμένο πράγμα φτιαγμένο από τυχαία εξαρτήματα που κάποιος είχε βιδώσει μέσα στο σκοτάδι, ένα κατασκεύασμα πολύ πιο κοντά στην κατάρρευση από ό,τι είχα ποτέ υποψιαστεί, ένας παιδικός φόβος που καμιά φορά, ακόμα και σήμερα, με πιάνει και με οδηγεί πίσω σ’ εκείνο τον αχυρώνα, όπως μερικά χρόνια πριν τότε που/

 

 

Ηπειρώτικο Μοιρολόι, Christopher King, εκδόσεις Δώμα

Ομολογώ πως αυτό το βιβλίο μου τράβηξε αρχικά το ενδιαφέρον επειδή είμαι κι εγώ από τα Ζαγοροχώρια κι έχω μια ιδιαίτερη σύνδεση με την περιοχή και τη μουσική της. Δεν πίστευα ότι απευθύνεται σε ιδιαίτερα ευρύ κοινό και οπωσδήποτε δεν ήμουν προετοιμασμένη γι’ αυτό που θα ακολουθούσε. Ο Κρίστοφερ Κινγκ είναι Αμερικανός μουσικολόγος, διακεκριμένος στον χώρο του και δεν είχε καμία σχέση με την Ελλάδα γενικότερα και την Ήπειρο ειδικότερα. Στο βιβλίο του περιγράφει το οδοιπορικό του που ξεκινάει από την Κωνσταντινούπολη, όπου και βρίσκει κάποιους δίσκους με παλιά ηπειρώτικα τραγούδια σε ένα παλαιοπωλείο. Ως συλλέκτης ο ίδιος, αποφασίζει να μαζέψει όσο περισσότερους δίσκους και πληροφορίες μπορεί γι’ αυτό το μουσικό είδος. Ξεκινώντας από τα ηπειρώτικα μοιρολόγια, μελέτησε τη λειτουργία τους ως ενός είδους θεραπείας του πένθους, εξέτασε την ηπειρώτικη μουσική ως μια διαδικασία μέθεξης, όχι διασκέδασης, αλλά πιο πολύ «μεταρσιωμένης μελαγχολίας». Και μπαίνοντας σε αυτή τη διαδικασία, κυνηγώντας τις ρίζες μιας από τις πιο αρχαίες μουσικές παραδόσεις του κόσμου που σώζονται αναλλοίωτες στο σήμερα, κάνει ένα πέρασμα από όλη την ιστορία της Ηπείρου και –ίσως– των Βαλκανίων. Ο ρυθμός του βιβλίου είναι καταιγιστικός, μοιάζει περισσότερο με μυθιστόρημα, παρά με αυτοβιογραφία ή μελέτη πάνω στο δημοτικό τραγούδι. Ανήκει σε ένα μοναδικό είδος, όπως και η μουσική την οποία περιγράφει.

Τελειώσαμε το φαγητό μας και έριξα μια τελευταία ματιά στα παγωμένα νερά. Λέγεται ότι στις αρχές του 20ού αιώνα, Τσιγγάνοι μουσικοί που κατευθύνονταν βόρεια για να παίξουν στα πανηγύρια βούταγαν τα όργανά τους στην Παμβώτιδα για να ποτίσουν το παίξιμο και τα τραγούδια τους με τη θλίψη της λίμνης. Υπάρχει επίσης ο θρύλος πως όλα τα δάκρυα του κόσμου είναι συγκεντρωμένα σε τούτη τη λίμνη. Καθώς κοίταζα ένα μοναχικό πελαργό να πετά πάνω απ’ τη γαλήνια επιφάνεια των νερών, και οι δύο θρύλοι μου φαίνονταν αληθινοί

 

 

Οι μητέρες, Britt Bennett, εκδόσεις Πόλις

Η Μπριτ Μπένετ, πρωτοεμφανιζόμενη Αμερικανίδα συγγραφέας, εκδίδει στα 27 της το πρώτο της μυθιστόρημα. Η ιστορία εξελίσσεται σε μία επαρχιακή πόλη της Καλιφόρνιας. Επικεντρώνεται στην αφροαμερικανική κοινότητα της πόλης και παρακολουθεί τον πρώτο έρωτα της Νάντιας, μιας δεκαεπτάχρονης κοπέλας της οποίας η μητέρα αυτοκτόνησε πριν λίγο καιρό. Το βιβλίο μιλάει για την μητρότητα, όπως την αντιλαμβάνεται και το παιδί και η μητέρα, μιλάει για την ενηλικίωση και τις ερωτικές απογοητεύσεις, για τη γυναικεία φιλία, αλλά και για τη σημασία της κοινότητας και της εκκλησίας που ακόμα είναι ικανές να διαμορφώσουν τη ζωή των κοινωνών τους. Η αφήγηση θυμίζει τις Αυτόχειρες Παρθένους του Eugenides, μόνο που εδώ αντί για νεαρά αγόρια ο «χορός» είναι οι Μητέρες της κοινότητας, οι πιο μεγάλες σε ηλικία μαύρες γυναίκες που στην εκκλησία κατέχουν ξεχωριστή θέση, Διηγούνται την ιστορία σε πρώτο πληθυντικό, με ύφος πιο πολύ επικριτικό παρά συμπονετικό. Παρόλο που στο επίκεντρο του βιβλίου βρίσκεται μια έκτρωση και τα επακόλουθά της στις ζωές των εμπλεκόμενων, το βιβλίο δεν ασχολείται μόνο με αυτό το ζήτημα, αλλά και τη δυσκολία του να είσαι μαύρη γυναίκα στην Αμερική σήμερα, τις απαιτήσεις της κοινωνίας, την κατανόηση και ταυτόχρονα την αποδοκιμασία που κρύβουν όχι μόνον οι άλλοι αλλά και οι ίδιες για τους εαυτούς τους. Το βιβλίο αυτό δεν είναι σημαντικό μόνο γιατί ασχολείται με αυτά τα ζητήματα, αλλά κι επειδή η αφήγηση είναι τόσο συναρπαστική που δεν μπορείς να σταματήσεις την ανάγνωση, κι επειδή καθιερώνει μία από τις σημαντικές γυναικείες φωνές της σύγχρονης αμερικανικής λογοτεχνίας.

Ένα κορίτσι πρέπει να πλησιάσει πολύ τον άλλο για να καταλάβει αν είναι χαμένο κορμί και, μέχρι τότε, ίσως να ’ναι πολύ αργά πια. Ήμασταν κι εμείς νέες κάποτε. Είναι συναρπαστικό ν’ αγαπάς κάποιον που ποτέ δεν θα μπορέσει να σ’ αγαπήσει το ίδιο. Απελευθερωτικό, με τον τρόπο του. Δεν είναι ντροπή ν’ αγαπήσεις ένα χαμένο κορμί, φτάνει να τερματίσεις γρήγορα αυτή την ιστορία, κι οριστικά. Μια άτυχη γυναίκα θα γαντζωθεί πάνω στο χαμένο κορμί ή, ακόμα χειρότερα, θ’ αφήσει εκείνον να γαντζωθεί πάνω της. Θα την τραβολογάει μέχρι να τη βαρεθεί. Θα τον φορτωθεί στην πλάτη της, και το κορμί της θα λυγίσει κάτω απ’ το βάρος της αγάπης της για κείνον.

Ναι, γι’ αυτές ακριβώς τις γυναίκες ανησυχούμε

 

 

Λευκός Σκύλος, Romain Gary, εκδόσεις Οκτάνα

Ο Ρομαίν Γκαρύ ήταν μια πολύ ενδιαφέρουσα περίπτωση ανθρώπου. Συγγραφέας, διπλωμάτης, σκηνοθέτης, με γαλλοεβραϊκές ρίζες, παντρεμένος με την ηθοποιό Τζιν Σίμπεργκ. Είναι ο μόνος συγγραφές που έχει κερδίσει δύο φορές το βραβείο Γκονκούρ, ένα από τα σημαντικότερα βραβεία της γαλλικής λογοτεχνίας. Βαθιά πολιτικοποιημένος κι αιρετικός, γράφει τον Λευκό Σκύλο το 1970, ένα αυτοβιογραφικό πολιτικό μυθιστόρημα για την ταραγμένη χρονιά του 1968. Ο ίδιος μετακομίζει με τη γυναίκα του στο Λος Άντζελες λίγο μετά τη δολοφονία του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, εν μέσω της Άνοιξης της Πράγας και των κινημάτων του Μάη του ’68 στη Γαλλία. Υιοθετεί έναν αδέσποτο σκύλο και δεν αργεί να καταλάβει ότι ο σκύλος αυτός είναι «white dog», ένα σκυλί δηλαδή εκπαιδευμένο από την αστυνομία να επιτίθεται σε αφροαμερικάνους. Ο Γκαρύ συναντάει στο βιβλίο του πολλούς διαφορετικούς χαρακτήρες και με αφορμή αυτούς ξεδιπλώνει τις απόψεις του για την πολιτική της Αμερικής απέναντι στους αγώνες των αφροαμερικανών, για τους «Μαύρους Πανθήρες», για τη φιλανθρωπία της αμερικανικής ελίτ κι εν γένει για τα κινήματα της εποχής του στα οποία άμεσα ή έμμεσα εμπλεκόταν. Η προσπάθειά του να αλλάξει τον σκύλο του μπορεί να ιδωθεί σαν μια εκτεταμένη παρομοίωση για τις προσπάθειες αλλαγής ολόκληρης της συμπεριφοράς της κοινωνίας απέναντι στους μαύρους. Αν και οι απόψεις του είναι πολλές φορές διατυπωμένες με τρόπο προβοκατόρικο και ίσως μοιάζουν αρκετά μακρινές προς τη σημερινή εποχή, είναι δοσμένες με τέτοιο αριστοτεχνικό τρόπο που κάνουν το βιβλίο ένα από τα σημαντικότερα βιβλία για το 1968 –και γενικότερα για το φυλετικό ζήτημα στην Αμερική του περασμένου αιώνα.

Εννοώ ότι πρέπει να συνεχίσουμε να δείχνουμε εμπιστοσύνη στους ανθρώπους, επειδή έχει λιγότερη σημασία το να απογοητευτείς, να προδοθείς και να πιαστείς κορόιδο από αυτούς, από το να συνεχίσεις να πιστεύεις στους ανθρώπους και να τους δείχνεις εμπιστοσύνη. Είναι λιγότερο σημαντικό να αφήνεις για αιώνες φαρμακερά κτήνη να έρχονται και να ποτίζονται σε βάρος σου σε αυτήν την ιερή πηγή, παρά να τη βλέπεις να στερεύει. Είναι λιγότερο σοβαρό το να χάνεις από το να χάνεις τον εαυτό σου.

 

Μέρες δίχως τέλος, Sebastian Barry, εκδόσεις Ίκαρος [1]

Ο έρωτας την κοροϊδεύει πότε πότε την ιστορία

Κάπου διάβασα για τον Σεμπάστιαν Μπάρρυ ότι δεν είναι συγγραφέας, αλλά ένας μάγος που μπορεί να πάρει μια ιστορία γεμάτη μελαγχολία και καταστροφή και να τη μετατρέψει σε φωτεινή αχτίδα ελπίδας, ζωής και αγάπης. Δυστυχώς όλα του τα μεταφρασμένα στα ελληνικά βιβλία είναι εξαντλημένα, αλλά αρκεί το Μέρες δίχως τέλος που κυκλοφόρησε πέρυσι από τον Ίκαρο για να καταλάβει κανείς πόσο αληθής είναι η παραπάνω ρήση. Η ιστορία ακολουθεί δύο νέα ερωτευμένα αγόρια που, αφού εγκαταλείφθηκαν από τις οικογένειές του, κατατάσσονται στον στρατό λίγο πριν τον Αμερικάνικο Εμφύλιο, κατά τη διάρκεια των Ινδιάνικων Πολέμων. Αρχίζουν να διασχίζουν την Αμερική και, παρά την αδιανόητη βία με την οποία έρχονται αντιμέτωποι, καταφέρνουν να επιβιώσουν, να φροντίζουν ο ένας τον άλλον, να βρίσκουν την ομορφιά ακόμα και στην πιο σκοτεινή περίοδο της αμερικανικής ιστορίας. Πέρα από την υπέροχη οπτική του συγγραφέα για το τι σημαίνει συντροφικότητα, έρωτας και οικογένεια (δείχνοντας πως η οικογένεια δεν χρειάζεται καθόλου να βασίζεται σε δεσμούς αίματος), το βιβλίο έχει έναν υπέροχο λυρισμό, μια μαγική πρόζα που όμοιά της είναι δύσκολο να συναντήσεις. Ένα μεγάλο αμερικάνικο μυθιστόρημα γραμμένο από έναν Ιρλανδό συγγραφέα, ένας συγγραφέας αδιανόητος, ένα θέμα δύσκολο που καταλήγει ονειρικό.

Ο χρόνος ήταν για μας κάτι που δεν είχε τέλος, κάτι που θα συνέχιζε για πάντα – απλά είχε σταθεί λιγάκι απόψε, να ξεκουραστεί. Τι θέλω να πω μ’ αυτό, δύσκολο να το εξηγήσω. Γυρίζεις και θυμάσαι τ’ ατελείωτα χρόνια που ποτέ δεν το σκέφτηκες αυτό. Κι αυτό ακριβώς κάνω τώρα που γράφω αυτά τα λόγια εδώ στο Τενεσί. Σκέφτομαι τις μέρες χωρίς τέλος της ζωής μου. Πάνε αυτά τώρα. Αναρωτιέμαι τι λόγια απρόσεχτα είπαμε εκείνη τη νύχτα, τι φοβερές κουταμάρες ξεστομίσαμε, τι μεθυσμένες φωνές βγήκαν απ’ τα χείλια μας, τι χαζή χαρά νιώσαμε· και πόσο νέος ήταν ο Τζον Κόουλ τότε, πόσο νέος και πόσο όμορφος, ο πιο όμορφος άντρας που έζησε ποτέ σ’ ετούτο τον κόσμο. Νέος. Κι αυτό δεν θ’ άλλαζε ποτέ. Φούσκωνε η καρδιά κι η ψυχή τραγουδούσε. Ολοζώντανοι στην καρδιά της ζωής ήμασταν. Κι ευτυχισμένοι σαν τα χελιδόνια στις φωλιές τους, κάτω από τις μαρκίζες της σκεπής

 

 

[1] Αφορμή για να διαβάσω αυτό το βιβλίο στάθηκε ο τρόπος με τον οποίο μιλάει ο Μπάρρυ στο παρακάτω επεισόδιο από τη σπουδαία εκπομπή Οι κεραίες της εποχής μας, που προβαλλόταν στην ΕΡΤ. Σχεδόν εξίσου απολαυστικό με το να διαβάζεις τα βιβλία του.

  • Social Links: