«Η ευτυχία δεν είναι κάτι που βιώνεις, αλλά κάτι που θυμάσαι.»  Oscar Levant   Στο έμπειρο τηλεοπτικό μάτι, ήδη από την πρώτη εβδομάδα προβολής του σίριαλ ήταν φανερό πως θα…

Οι «Άγριες Μέλισσες» είναι η καλύτερη σειρά της ελληνικής TV. Και αυτό είναι πρόβλημα.

«Η ευτυχία δεν είναι κάτι που βιώνεις, αλλά κάτι που θυμάσαι.»  Oscar Levant

 

Στο έμπειρο τηλεοπτικό μάτι, ήδη από την πρώτη εβδομάδα προβολής του σίριαλ ήταν φανερό πως θα μιλούσαμε για μεγάλη επιτυχία. Ψέματα, για όσους μεγαλώσαμε με τα βασικά της εγχώριας τηλεόρασης το πράγμα ήταν προφανές από το τρέιλερ. Νέα πρόσωπα και παλιές καραβάνες, περιουσιακά συμφέροντα, πειστική αναπαράσταση εποχής σε σκηνικά και κοστούμια, ένας φόνος που παίζει σαν κεντρικό φόντο και ο Λεωνίδας Κακούρης να χτυπάει το χέρι στο τραπέζι για τα κτήματα είναι λόγοι που σε ψαρώνουν ως τηλεθεατή.

Προχωρώντας είδαμε το σίριαλ να ανταποκρίνεται στα κριτήρια της ελληνικής τηλεποιότητας. Αρχικά, σειρά εποχής με καλά κοστούμια.Check! Φυσιολογικοί διάλογοι (όχι σαν το γλυκανάλατο και δήθεν ύφος του «Η ζωή εν τάφω» της ΕΡΤ), βασικό προσόν. Check! Το πιο δυνατό, χαρακτηριστικούς και καλά μοιρασμένους ρόλους(ο αδίστακτος γαιοκτήμονας, η κακιά πεθερά, ο γοητευτικός τυχοδιώκτης), βασικό στον να ταυτιστεί ο θεατής με πρόσωπα που του θυμίζουν κάτι για τους άλλους ή τον ίδιο. Check!

Όμως, παρά τα θετικά της, η σειρά απέχει από να θεωρηθεί ξεχωριστή. Η καθημερινή προβολή αναγκάζει σε συμβάσεις. Πολλές φορές έχεις την αίσθηση πως στο τέλος της εβδομάδας δεν έχει συμβεί κάτι το ουσιαστικό, ακριβώς γιατί όλοι οι πρωταγωνιστές πρέπει να ζήσουν μέχρι το τέλος της. Η πλοκή όταν βρίσκει τοίχο αναζητά διέξοδο στο ρομάντσο ή ποντάρει στο ότι ΟΛΟ το χωριό κρυφακούει. Και όλοι-ναι ρε φίλε, όλοι-έχουν από ένα (καλά)κρυμμένο μυστικό που αν αποκαλυφθεί θα φέρει τον όλεθρο. Σχεδόν τίποτα δεν αποκλίνει από το στερεότυπο ενός καθημερινού ελληνικού σίριαλ με μυστικά, φόνους και ανεκπλήρωτους έρωτες. Ουσιαστικά οι εταιρίες και οι βίλες έχουν αντικατασταθεί με κτήματα και υποστατικά. Μοναδική διαφορά είναι πως εδώ το «παιχνίδι» είναι ανοικτό, δεν αφορά μόνο τον κόσμο των πλούσιων, αλλά και τους φτωχούς ως ρυθμιστές ή πρωταγωνιστές.

Προς τι λοιπόν η τεράστια τηλεοπτική επιτυχία(μια σειρά έχει να συζητηθεί τόσο από την εποχή του Παρα5) για μια δουλειά που είναι καλούτσικη αλλά δεν την λες και τομή για το τηλεοπτικό τοπίο; Για μένα το κομβικό στην απάντηση είναι εκτός της σειράς και όχι στο τι προσφέρει στο αμιγώς δημιουργικό κομμάτι. Το «κλειδί» της επιτυχίας εντοπίζεται στο ότι οι άνθρωποι που κάνουν τηλεόραση ξέρουν πολύ καλά την εποχή και τον κόσμο που απευθύνονται. Είναι έτσι αδύνατον να δεις την επιτυχία του εγχειρήματος αν δεν το εντάξεις στον τρέχοντα κοινωνικό χρόνο. Γιατί και άλλες καλούτσικες σειρές με τα ίδια γνωρίσματα παλαιότερα διέθεταν τα φόντα για να γίνουν το ίδιο δημοφιλείς(από την Πρόβα Νυφικού ως τους Ασθενείς και Οδοιπόρους) όμως αδικήθηκαν από την εποχή τους. Μια εποχή υπερπαραγωγής τηλεοπτικών προϊόντων και διάθεσης από πλευράς κοινού και σταθμών για επένδυση στο αμιγώς διασκεδαστικό-λέμε τώρα-σκέλος της τηλεόρασης.

Σε αντίθεση με την φόρα του lifestyle που κάλυπτε τα πάντα σε μια εποχή αισιοδοξίας και κορύφωσης των καταναλωτικών προσδοκιών, οι Άγριες Μέλισσες έρχονται σε μια περίοδο που η νοσταλγία έχει μετατραπεί σε βιομηχανικό προϊόν εν τω μέσω οικονομικής δυσπραγίας. Δεν έχετε παρά να δείτε τα party 80s-90s που πλημμυρίζουν κάθε γωνιά της χώρας και τις πολλαπλές αναφορές, από τον κινηματογράφο έως τον χώρο του βιβλίου και το θέατρο, στις περασμένες «ένδοξες» εποχές. Και αυτό σε μια κοινωνία που προσπαθεί σε κάθε επίπεδο να βρεί τον εαυτό της, όχι φυσικά ενιαία ή με τον ίδιο τρόπο, αλλά προσπαθεί. Υπό αυτή την έννοια το σίριαλ υπερβαίνει το καλλιτεχνικό-δημιουργικό σκέλος, εξελίσσεται σε trend σε μεγάλο βαθμό ακριβώς γιατί βάζει μια ιστορία που αξίζει να αφηγηθεί σε μια άλλη, μακρινή εποχή που «τα πράγματα ήταν απλούστερα» ή «και τότε συνέβαιναν αυτά».

Και παρά τις μικρές εκπλήξεις, όπως ας πούμε οι δυνατοί γυναικείοι ρόλοι που βγαίνουν μερικές φορές και εκτός της εποχής τους-αλήθεια, τι φτηνή δικαιολογία το  «έτσι ήταν τότε» -το σύνολο του σεναρίου μένει πιστό στην ιδέα της κοινότητας. Η αντιπαράθεση του αριστερού κουρέα με τον φιλοβασιλικό καφετζή ή του δασκάλου με τον κοινοτάρχη έχουν όρια και ημερομηνία λήξης. Κάποια στιγμή ξέρεις πως όλα τα λήξουν με αφορμή ένα έκτακτο γεγονός και δίνοντας τα χέρια στο καφενείο, που λειτουργεί ως κύτταρο του χωριού. Υπό αυτή την έννοια η σειρά παίζει στο δίπολο σύγκρουση-εκτόνωση με αρκετή δεξιοτεχνία, δίχως όμως να τραυματίζει ή εξοντώνει(σωματικά)κάποιον από τους κύριους ρόλους. Το ρίσκο της απώλειας είναι μεγάλο για τα κανάλια και τους σεναριογράφους. Κάθε κίνδυνος «στρογγυλεύει» μπροστά στον φόβο της τηλεθέασης και την ομορφιά της κοινοτικής ομόνοιας.

Με τις συνδρομητικές πλατφόρμες να καλύπτουν ευρεία γκάμα για κάθε γούστο τα σίριαλ σαν τις ΑΜ ή το «Κόκκινο Ποτάμι» έρχονται να αναδείξουν ένα δομικό κενό της ελληνικής TV. Και αυτό είναι το βόλεμα στην εξυπηρέτηση ενός συγκεκριμένου κοινού, που μπορεί να δεί διαφορετικά πράγματα στη συνδρομητική ή το online streaming, αλλά δεν έχει τίποτα διαφορετικό να περιμένει από την ελληνική τηλεόραση από τις απαραίτητες δόσεις οικογενειακού δράματος σε νοσταλγικό φόντο. Όσοι βλέπουν ελληνικά προγράμματα έχουν συμβιβαστεί με το τι μπορούν αυτά να τους προσφέρουν. Και είναι λάθος να προσεγγιστεί αυτό το κοινό μόνο με ηλικιακά κριτήρια(αν και θα ήταν καλοδεχούμενη μια έρευνα τι παρακολουθεί κάθε ηλικιακή κατηγορία). Να το κάνουμε λιανά. Οι ελληνικές τηλεοπτικές σειρές δεν χρειάζεται να είναι σήμερα καλύτερες από αυτό που προσφέρουν. Και έχουν να προσφέρουν στην καλύτερη κάτι «για να περάσει η ώρα». Δεν υπάρχει κανένα κίνητρο για κάτι ριζοσπαστικό ή καινοτόμο, μια σειρά που θα πρωταγωνιστούν μικρομεσαίοι κι άνεργοι με προβλήματα πέραν της φάρσας ή μια πολιτική σάτιρα. Οι ουσιαστικές ανατροπές, η εμβάθυνση στους χαρακτήρες, το ζουμ σε καταστάσεις και γεγονότα δεν ανταμείβονται. Το ρίσκο παραμένει αρνητική έννοια.

Με την παράλληλη στήριξη του μιντιακού(η Σκορδά έχει λιώσει να παίρνει συνεντεύξεις από κάθε δευτεραγωνιστή) και σοσιαλμιντιακού μικρόκοσμου συντηρείτε ένας θόρυβος που σπρώχνει το υλικό. Το κοινό αυτής της ελληνικής τηλεόρασης, που έχει εκπαιδευτεί τις τελευταίες δεκαετίες σε συγκεκριμένες νόρμες, βλέπει την Ελένη Σταμίρη να χτυπάει γροθιά στο μαχαίρι και το ευχαριστιέται, γνωρίζοντας πως σε βάθος χρόνου οι εντάσεις θα αμβλυνθούν, οι άνθρωποι του χωριού θα δώσουν τα χέρια, ο μεγάλος έρωτας θα νικήσει τις δυσκολίες. Η εξέλιξη είναι δεδομένη και προβλέψιμη(οκ, θα γίνουν άλλοι 2 φόνοι για να σπάσει η ρουτίνα, αλλά όχι από τον στενό πρωταγωνιστικό πυρήνα)και εμείς μένουμε να αναρωτιόμαστε αν θα βρεθεί ένα σίριαλ που δεν θα είναι μόνο «για να περνάει η ώρα» ή θα γλυκαίνεται από τις επίχρυσες αναμνήσεις περασμένων καιρών.