Οι περισσότεροι, λίγο-πολύ, έχουμε πληροφορηθεί πως οι καλλιτέχνες δεν εντάχθηκαν στους αρχικούς δικαιούχους του επιδόματος των οχτακοσίων ευρώ. Μία αξιέπαινη, δεδομένων των συνθηκών, αντίδραση των σωματείων τους και μία συγκέντρωση…

Το πολιτισμικό ερώτημα και ποιος θα το απαντήσει

Οι περισσότεροι, λίγο-πολύ, έχουμε πληροφορηθεί πως οι καλλιτέχνες δεν εντάχθηκαν στους αρχικούς δικαιούχους του επιδόματος των οχτακοσίων ευρώ. Μία αξιέπαινη, δεδομένων των συνθηκών, αντίδραση των σωματείων τους και μία συγκέντρωση διαμαρτυρίας έξω από το υπουργείο, μαζί με αρκετές ανεξάρτητες ή και ατομικές πρωτοβουλίες, κατόρθωσε να δοθεί ένα κουτσουρεμένο επίδομα σε ελάχιστους από αυτούς, πράγμα που περισσότερο μοιάζει με κοροϊδία από μεριάς της κυβέρνησης, παρά με κοινωνική πολιτική, την ώρα μάλιστα που γίνεται πλέον σαφές πώς συναυλίες, θεατρικές παραστάσεις, κινηματογραφικές προβολές, δύσκολα θα πραγματοποιηθούν, τουλάχιστον για τη θερινή σεζόν.

Οι περισσότεροι καλλιτέχνες δεν γνωρίζουν ούτε πότε, ούτε υπό ποιες προϋποθέσεις θα εργαστούν ξανά. Προκειμένου να επιβιώσουν ή να μπορέσουν να φτιάξουν τις συνθήκες για να δημιουργήσουν, στη μεγάλη πλειοψηφία τους βιοπορίζονται από άσχετες με το καλλιτεχνικό τους αντικείμενο εργασίες.
Σε αυτή τη διαμορφωμένη πραγματικότητα, δύο ειδήσεις κεντρίζουν το ενδιαφέρον: Η μία έπαιξε πάρα πολύ στα μέσα, η άλλη πέρασε κάπως στα ψιλά, αλλά και οι δύο, άρρηκτα συνδεδεμένες, συνθέτουν εικόνα από ένα υπό διαμόρφωση μέλλον. Η πρώτη, φυσικά, αφορά τη βλαχομπαρόκ περιφορά καλλιτέχνιδος, σε καρότσα τριαξονικού, μετά από πρωτοβουλία του δημάρχου Αθηναίων, για να τονώσει, όπως ο ίδιος είπε, το ηθικό των δημοτών του. Μία περιφορά που κατέληξε σε επικοινωνιακό πανηγυράκι έξω από το Μέγαρο Μαξίμου, όπου και δεν τηρήθηκε κανένα μέτρο κοινωνικής αποστασιοποίησης. Όμως, αυτές οι γραμμές δεν γράφονται για να επικεντρωθούν στο κομμάτι του παραδείγματος που θα έπρεπε να δίνουν για την ατομική και συλλογική υγεία οι κυβερνώντες τον τόπο. Το θέμα μας εδώ είναι ο εμπαιγμός που αντιμετωπίζουν οι καλλιτέχνες από την κυβέρνηση, την ίδια ώρα πού σκορπιούνται μεγάλα χρηματικά ποσά για την περιφορά της κυρίας Πρωτοψάλτη, η οποία πιθανολογώ πως δεν έχει και τόσο ανάγκη, όσο οι άσημοι και νεαρότεροι από αυτήν καλλιτέχνες, ούτε τα χρήματα ούτε την προβολή.

 

 

Για να μπω στη δεύτερη είδηση, θα ξεκινήσω από την αρχή της καραντίνας. Τον καιρό, λοιπόν, του κοινωνικού αποκλεισμού, διατίθενται απλόχερα από τα διάφορα ιδρύματα πολιτισμού, μαγνητοσκοπημένες παραστάσεις, ταινίες και οτιδήποτε άλλο υπάρχει στο αρχείο τους, και προσφέρεται ως επί το πλείστον δωρεάν σε όλους μας, με το πάτημα ενός κουμπιού. Ενδιαφέρον προξενεί η ανακοίνωση του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος – Κέντρο Πολιτισμού, πως σκοπεύει σύντομα να προχωρήσει στη μετάδοση μιας ζωντανής συναυλίας με γνωστούς καλλιτέχνες, χωρίς κοινό φυσικά, μιας και θα τηρούνται απόλυτα τα μέτρα ασφαλείας. Η συναυλία θα πραγματοποιηθεί στους χώρους του Ιδρύματος.

Η πρακτική των δωρεάν συναυλιών από τα ιδρύματα πολιτισμού, υπήρχε, φυσικά, και πριν τον covid-19. Μοιάζει περισσότερο με επίδειξη δύναμης των ιδιωτικών αυτών φορέων και λιγότερο με προσφορά πολιτισμού. Τη στιγμή, δηλαδή, που το κράτος λάμπει δια της απουσίας του, τόσο στην στήριξη των ανθρώπων που παράγουν τον πολιτισμό, όσο και στην παραγωγή πολιτισμού, αυτόν τον ζωτικό χώρο τον καταλαμβάνει η ιδιωτική πρωτοβουλία, που ανεμπόδιστη πια, χωρίς αντίπαλο στο γήπεδο, μπορεί να επιλέγει, τόσο τους καλλιτέχνες, όσο και το παραγόμενο καλλιτεχνικό προϊόν, παίρνοντας τη θέση του κράτους και προωθώντας τη δική της ατζέντα.

Κι αν αυτό για πολλούς μοιάζει επουσιώδες μπρος στο πρόβλημα της καθημερινής επιβίωσης, να αναφέρουμε πως τα συγκεκριμένα ιδρύματα χρηματοδοτούν παράλληλα την έρευνα για τον κορονοϊό, αλλά και διάφορες άλλες έρευνες στους τομείς της υγείας και των επιστημών.

Και ίσως τώρα να μοιάζει δυστοπία, αλλά μπορεί στο μέλλον να κληθούμε να επιλέγουμε, αντί για κυβερνήσεις, το ίδρυμα πολιτισμού το οποίο θα ορίζει τις ζωές μας.

ΥΓ: Στο εκπληκτικό ντοκιμαντέρ El pepe του Εμίρ Κουστουρίτσα, ο σοσιαλδημοκράτης Πρόεδρος της Ουρουγουάης, Πέπε Μουχίκα, πρώην αντάρτης και φυλακισμένος από την φυτευτή από τις ΗΠΑ δικτατορία, λέει στην κάμερα: “Για να έχεις μια καλύτερη ανθρωπότητα, το πολιτισμικό ερώτημα είναι το ίδιο σημαντικό, αν όχι περισσότερο, με το υλικό ερώτημα. Μπορείς να αλλάξεις την υλική πλευρά, αλλά αν δεν αλλάξει η κουλτούρα, η αλλαγή δεν υφίσταται. Γιατί η αληθινή αλλαγή συμβαίνει μέσα στο μυαλό μας”.

Ας μην αφήσουμε, λοιπόν, το πολιτισμικό ερώτημα να απαντηθεί από την ιδιωτική πρωτοβουλία.