Το παρόν άρθρο αποτελεί αναπτυγμένη εκδοχή της ομιλίας που εκφωνήθηκε από τον γράφοντα κατά τη συζήτηση «Revolution will be televised?», στο πλαίσιο του Smassfest 15/6 – 21/6  Από τον «Δεκέμβρη…

Will revolution be televised?: Η δολοφονία Floyd στην τρίτη δεκαετία του 21ου αιώνα

Το παρόν άρθρο αποτελεί αναπτυγμένη εκδοχή της ομιλίας που εκφωνήθηκε από τον γράφοντα κατά τη συζήτηση «Revolution will be televised?», στο πλαίσιο του Smassfest 15/6 – 21/6

 Από τον «Δεκέμβρη του 2008», στην «Αραβική άνοιξη» και από τους «Αγανακτισμένους» στα «Κίτρινα Γιλέκα», έως και τις πρόσφατες διαδηλώσεις στο Hong Kong και στην εμφάνιση του μηνύματος #blacklivesmatter το 2014, εξετάζοντας τις περιπτώσεις των εξεγέρσεων του 21ου αιώνα, έχει αναδειχθεί σε μεγάλο βαθμό ο ρόλος των social media, της τεχνολογίας εν γένει, στο οργανωτικό τους σκέλος. Τα social media σε αυτές τις περιπτώσεις, είτε εκσυγχρόνισαν τις ήδη υπάρχουσες είτε δημιούργησαν εκ νέου πρακτικές σύμφυτες με το περιεχόμενο της εποχής αλλά και το διακύβευμα που διαπραγματεύονται. Τέτοια παραδείγματα κινητοποιήσεων και εξεγέρσεων της τελευταίας δεκαετίας, μαζικοποιήθηκαν μέσα από τα social media και απέκτησαν μια βάση ανθρώπων με κοινή υφολογική συνισταμένη, η οποία πέραν της κοινής αλληλεπίδρασης με την τεχνολογία που ήταν και το μέσο της κινητοποίησης, αναπαρήγαγε και μια συνθήκη κοινοτικού «ανήκειν». Μάλιστα, αυτή η έννοια της κοινότητας έχει ανατρέψει σε βάθος χρόνου και  την ανάγκη παραδοσιακής ηγεσίας των εξεγέρσεων, συνιστώντας μια σημαντική αλλαγή παραδείγματος σε σχέση με το παρελθόν. Σε αυτές τις περιπτώσεις που προαναφέρθηκαν, τα social media, έγιναν οι αγγελιαφόροι· μετέφεραν το εξεγερσιακό μήνυμα και ανέδυσαν στην επιφάνεια μια ήδη εμπεδωμένη τάση και δυναμική, η οποία προϋπήρχε ανεξάρτητα του μέσου. Το μέσο εδώ είχε μια συμπληρωματική υφή, με την βάση των κινητοποιήσεων να συνιστά μια συνέχεια των πρακτικών του 20ου αιώνα.

Ας δούμε όμως την περίπτωση της δολοφονίας του George Floyd και της εξέγερσης που πυροδοτήθηκε εξαιτίας αυτής.  Μια τέτοια περίπτωση πρακτικά συμπυκνώνει το όλο ζήτημα του τεχνολογικού μετασχηματισμού και της επίδρασής του στον τρόπο με τον οποίο γίνονται οι κινητοποιήσεις. Ευρισκόμενοι πια σε ένα σύμπαν, αυτό του ύστερου καπιταλισμού, όπου υπάρχουν παντού κάμερες και όπου ο καθένας εν δυνάμει μπορεί να καταγράψει οποιοδήποτε περιστατικό και αυτό να αποκτήσει άμεση διάχυση, η δολοφονία του Floyd καταγράφεται στο κινητό μιας 17χρονης Αφροαμερικανής, η οποία την ώρα που καταγράφει το περιστατικό σε βίντεο, παίρνει τα στοιχεία του αστυνομικού οχήματος, ενώ ακούμε από την ίδια και τους παρισταμένους τις περιγραφές, του τι ακριβώς συμβαίνει. Μια διαδικασία σχεδόν βγαλμένη από εγχειρίδιο, γιατί ακριβώς χρειάζεται να έχεις ένα εγχειρίδιο αποτύπωσης και περιγραφής της κρατικής βίας ή αυθαιρεσίας,  όντας Αφροαμερικανός/η στην Αμερική, όταν ο λόγος σου πρακτικά έρχεται σε δεύτερη μοίρα απέναντι στον λόγο του ίδιου του λευκού κράτους.

Η κοπέλα αυτή, η Darnella Frazier, δημοσίευσε στο προσωπικό της προφίλ στο Facebook το βίντεο, το οποίο τράβηξε και αποτυπώνει τη δολοφονία του Floyd. Αυτό το βίντεο στην αρχή εμφάνιζε ως δράστη μόνο τον έναν αστυνομικό και ως συνεργό του έναν δεύτερο, ο οποίος στεκόταν δίπλα παρεμποδίζοντας τον κόσμο από το να επέμβει. Στην συνέχεια, όταν πια το βίντεο της κοπέλας είχε αρχίσει να κυκλοφορεί και να αποκτά μεγάλη διάδοση και ενώ ήδη συνέβαιναν οι πρώτες αυθόρμητες διαδηλώσεις, οι Νew York Times, πήραν το βίντεο συνενώνοντάς το μαζί με άλλα από παρακείμενες κάμερες ασφαλείας, δημιουργώντας το γνωστό βίντεο που καταδεικνύει ολόκληρο το περιστατικό, στο οποίο αποτυπώνονται και οι υπόλοιποι αστυνομικοί, οι οποίοι συμμετείχαν στη δολοφονία που είδαμε όλοι μας. Το γεγονός ότι ο αστυνομικός είχε οπτική επαφή με την κοπέλα που τραβούσε το βίντεο και ουσιαστικά είχε επίγνωση ότι οι πράξεις του καταγράφονται καθιστούν ακόμα πιο συγκλονιστική την όλη υπόθεση αποδίδοντας μια μορφή αυτοεκπληρούμενης  σκηνοθεσίας στο όλο έγκλημα.

Πρακτικά, το βίντεο ήταν αυτό που τα δημιούργησε όλα. Είναι σχεδόν δεδομένο ότι εάν δεν υπήρχε το βίντεο, τότε η υπόθεση θα συγκαταλεγόταν ως άλλη μια περίπτωση αντίστασης κατά της αρχής, πιθανής οπλοφορίας ή άλλα τέτοια αστυνομικά κατασκευάσματα, βγαλμένα από ένα εγχειρίδιο διαχείρισης κρίσεων, που ανερυθρίαστα αιτιολογούν δολοφονίες και βία, ιδιαίτερα των Αφροαμερικανών. Πιθανότατα, θα υπήρχαν διαδηλώσεις και συγκρούσεις όχι όμως τέτοιου βεληνεκούς και τέτοιας διάρκειας, δεδομένης και της συνθήκης του κορονοϊού. Με έναν τρόπο εδώ, το μέσο ήταν αυτό, το οποίο γέννησε και το εξεγερσιακό μήνυμα παγιώνοντας το παράλληλα ως την πίστη αποτύπωση του γεγονότος που δεν επιδεχόταν δεύτερη ανάγνωση. Καθώς μάλιστα, το βίντεο της κοπέλας ανέβηκε την αμέσως επόμενη ημέρα της δολοφονίας του Floyd, όταν ήδη είχαν αρχίσει να υπάρχουν αντιαφηγήματα που μιλούσαν για θάνατο -και όχι δολοφονία- Αφροαμερικανού άνδρα, ο οποίος αντιστάθηκε της σύλληψής του.

 

Έχω την εντύπωση ότι περιστατικά όπως αυτό, της εξέγερσης δηλαδή που προκλήθηκε από την δολοφονία του Floyd, συμπυκνώνουν και φέρνουν στην επιφάνεια μεταλλαγές και μετασχηματισμούς, οι οποίοι υπάρχουν ως θεωρητικές αναφορές εδώ και καιρό, όμως τώρα αποκτούν μια υλική διάσταση. Ένα τέτοιο πεδίο αποτελεί και το όλο ζήτημα του εκδημοκρατισμού των μέσων. Το βίντεο, όχι μόνο ως μέσο, αλλά και μέσω της διάχυσης του στα social media, αμφισβήτησε εκ θεμελίων την κυρίαρχη εξουσιαστική πρακτική της αστυνομίας να κλείνει τέτοιου είδους υποθέσεις. Ταυτόχρονα, μέσω της βαρύτητας και μαζικότητας που απέκτησε, ανάγκασε τη μεταφορά του μηνύματος στα mainstream μέσα, χωρίς αυτά να μπορούν το αμφισβητήσουν σημαντικά, τουλάχιστον σε πρώτη φάση, γιατί σε δεύτερη φάση θέλησαν να «δείξουν» στην μαύρη κοινότητα το πώς να διαδηλώνει, το πλαίσιο μέσα στο οποίο συγκροτήθηκε το μήνυμα· την αναγωγή του ρατσισμού σε ένα πλαίσιο θεσμικής ιδεολογίας. Σε οποιαδήποτε άλλη συνθήκη, θα ήταν η μαρτυρία μιας 17χρονης η οποία θα περνούσε σε τηλεόραση ή και δικαστήρια μέσα από διαδοχικά φίλτρα φυλετικού -αλλά και έμφυλου- ρατσισμού. Το μήνυμα θα ήταν εντελώς διαφορετικό. Να θυμηθούμε εδώ και το βίντεο – κατά βάση ηχητικό ντοκουμέντο- της δολοφονίας Γρηγορόπουλου και το πώς παραποιήθηκε αυτό από το Mega το 2008, ώστε να εμφανίζει ένα εντελώς διαφορετικό μήνυμα από το πραγματικό.

Αυτή η ορμή της μαζικότητας και η αδυναμία αμφισβήτησης του μηνύματος, λόγω του μέσου, ήταν αυτή που εξανάγκασε και τις μεγάλες εταιρίες, να κινηθούν σε ένα ιδιότυπο FOMO (Fear of Missing Out) στα social media, εκφράζοντας την άλλοτε συμβολική και άλλοτε έμπρακτη στήριξή τους στη μαύρη κοινότητα, μια στιγμή που η σιωπή των μεγάλων εταιριών θα είχε ένα πολύ συγκεκριμένο πολιτικό πρόσημο. Αυτό της αποδοχής του εγκλήματος. Βέβαια, η διάχυση του εξεγερσιακού μηνύματος μέσα από τα social media, δημιούργησε  και την ανάγκη περιφρούρησής του και ελέγχου του από την κοινότητα που το δημιούργησε. Το αποπροσανατολιστικής υφής και φυσικά πολιτικά και ιδεολογικά προσδιορισμένο «all lives matter», όπως διατυπώθηκε, αλλά και φαινομένων όπως η «κατάληψη» από λευκούς εξερευνητές, των hashtag, μέσω των  οποίων  γινόταν η διοργάνωση και η συνεννόηση, αλλά και η συζήτηση γύρω από το ποιος δικαιούται να μιλάει για αυτά τα ζητήματα, ήταν μόλις μερικά από τα θέματα που καθιστούσαν απαραίτητη μια κάποιας μορφής προσπάθεια ανακατάληψης του ψηφιακού χώρου από την κοινότητα.  Άλλωστε, τα social media αποτέλεσαν το κεντρικό, αν όχι το μόνο μέσο που αποτύπωσε τη φωνή των εξεγερμένων.

Παραμένει βέβαια αναγκαίο ένα ερώτημα της υφής ποια ήταν εντέλει η λειτουργία του μέσου και ποια τελικά η επίδραση που αφήνει στο ίδιο το μήνυμα.  Μοιραία, αυτή η σκέψη με πηγαίνει στον Benedict Anderson και στο κλασικό έργο του, τις «Φαντασιακές Κοινότητες». Σε αυτό, ο Anderson, μιλάει για την μετάβαση στον έντυπο καπιταλισμό και το πώς η τυπογραφία, κυρίως όμως η έντυπη γλώσσα, επέφερε μια σειρά μετασχηματισμών οι οποίοι συνοπτικά οδήγησαν στην αλλαγή παραδείγματος και στην κυριαρχία -έως και σήμερα- του έθνους κράτους μέσα από άλλοτε συγκρουσιακές και άλλοτε ομαλές μεταβάσεις. Μπορεί να δημιουργηθεί κάτι αντίστοιχο με την αποτύπωση μιας φυλετικά προσδιορισμένης δολοφονίας σε ζωντανή κάλυψη; Η σύγκριση φυσικά είναι αδύνατη, σε κάθε περίπτωση και ανιστορική. Όμως, μπορούμε να δούμε ήδη μικρές κατακτήσεις στο πεδίο των διεκδικήσεων. Μένει σίγουρα η τεχνογνωσία μιας εξέγερσης, ιδιαίτερα για την λεγόμενη Generation Z. Μένει αντίστοιχα, η επίγνωση της ευκολίας, αλλά και των μέσων  διάχυσης του εξεγερσιακού μηνύματος σε ένα ευρύ κοινό. Σε κάθε περίπτωση μένουν οι πρακτικές. Μειώνεται παράλληλα, το χάσμα μεταξύ ακτιβισμού των social media και του ακτιβισμού που εκφράζεται στο δρόμο. Μένει η απόρριψη της αυταπάτης.

Όλα αυτά εντέλει αλλάζουν την κατάσταση που πυροδότησε την εξέγερση; Παρότι είναι εξαιρετικά νωρίς για να εξαχθεί το οποιοδήποτε συμπέρασμα και συχνά τέτοια ερωτήματα είναι εξαρχής καταδικασμένα να αποτύχουν λόγω της διμέτωπης φύσης τους, μόνο και μόνο η αναγωγή της όλης συζήτησης στο πιο κεντρικό επίπεδο, αυτό των θεσμών, με την ταυτόχρονη διασπορά του μηνύματος και στον υπόλοιπο κόσμο, που έχει ακόμα ανοικτούς λογαριασμούς και τραύματα με αυτά τα ζητήματα, (τα αγάλματα είναι ένα τέτοιο παράδειγμα) αποτελούν από μόνα τους γεγονότα τεράστιας σημασίας από μόνα τους. Συνιστούν πραγματικές ρωγμές. Η εξέγερση, ακόμη και αν ιδωθεί στο στενό πλαίσιο του αστικού κράτους και των πρακτικών του, ουσιαστικά συγκροτεί μια παράλληλη δικαστική λειτουργία -μια διαρκή ανοικτή δικαστική μεταρρύθμιση του συστήματος-, η οποία εγγυάται τελικά την τιμωρία των δραστών, επιβάλλοντας το κοινό αίσθημα της δικαιοσύνης.