Η δημοσίευση ενός τέτοιου κειμένου ως προοριζόμενου για κάποιο από τα πολλά έγκριτα ελληνικά επιστημονικά περιοδικά ιστορίας θα ήταν κάτι σίγουρα πιο ορθόδοξο. Θα περιλάμβανε πολλές αναφορές σε γίγαντες του…

Προοικονομώντας την κλιματική καταστροφή: σε τι να χρησιμεύει άραγε η Περιβαλλοντική Ιστορία;

Η δημοσίευση ενός τέτοιου κειμένου ως προοριζόμενου για κάποιο από τα πολλά έγκριτα ελληνικά επιστημονικά περιοδικά ιστορίας θα ήταν κάτι σίγουρα πιο ορθόδοξο. Θα περιλάμβανε πολλές αναφορές σε γίγαντες του κλάδου και θα υπερασπιζόταν την αναγκαιότητα της ύπαρξης της Περιβαλλοντικής Ιστορίας τόσο στα πανεπιστημιακά αμφιθέατρα όσο και –θραύσματά της– στις σχολικές αίθουσες, στο πλαίσιο της περιβαλλοντικής αφύπνισης του φοιτητικού και μαθητικού κοινού. Θα είχε ένα νόημα να το επιχειρήσω. Στο κάτω κάτω θα προσέθετα άλλη μια γραμμή στο (πάντα ελλιπές) βιογραφικό μου. Μετά σκέφτηκα βέβαια ότι μικρή σημασία θα είχε να προσπαθήσω τόσο για κάτι που θα διαβαστεί από –το πολύ– δέκα (10) ακαδημαϊκούς και ερευνητές, που θα πατούσαν πάνω του σχεδόν καταλάθος επειδή ξόδεψα λίγα λεπτά φαιάς ουσίας μέχρι να βρω έναν καλό clickbait τίτλο. Αντιθέτως, αποφάσισα να το γράψω για να γίνει ορατό από μια -όσο το δυνατόν ευρύτερη– βάση αναγνωστών. Και αυτό γιατί τόσο η περιβαλλοντική ιστορία όσο και οι άλλες περιβαλλοντικές αδελφές της (Κοινωνική και Πολιτική Οικολογία, Περιβαλλοντική Εκπαίδευση και Πολιτισμική Γεωγραφία, για να αναφέρω μόνο κάποιες από τις βασικές) μάλλον θα μας φανούν αναγκαίες στις επερχόμενες μαύρες καλένδες της κλιματικής αλλαγής – όχι ως όργανα επιβίωσης από τις επιπτώσεις της, αλλά ως οδικός χάρτης που θα μας υποδείξει ποιον πρέπει να κατηγορήσουμε για την ύπαρξή της.

Τι είναι όμως η Περιβαλλοντική Ιστορία; Αρχικά μοιάζει με όρος ο οποίος εφευρέθηκε από κάποιον ιστορικό που προσπαθεί στεφανωθεί δάφνες καινοτομίας και που, βαριεστημένος από τις συνεχείς επισκέψεις σε αρχεία και βουτηγμένος στη σκόνη τους και στον μοναστικό τους ησυχασμό, αποφάσισε να περάσει μέσα από βάτα και τσουκνίδες για να γράψει την ιστορία των δασών, των ποταμών και των βουνών που είδε μπροστά του. Η Περιβαλλοντική Ιστορία δεν είναι αυτό όμως. Ή μάλλον δεν είναι μόνο αυτό. Μια τέτοια τάση υπάρχει στον κλάδο, αναμφίβολα, και εύκολα θα βρει κανείς περιγραφικές ιστορίες οικοσυστημάτων που μοναχά ψηλαφούν και καταγράφουν τις αλλαγές στο περιβάλλον που συντελέστηκαν μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο πάνω σε κάποια χωρική μονάδα. Εξάλλου, εάν θέλαμε μια στεγνή χαρτογράφηση των νέων πεδίων που καλύπτει η Περιβαλλοντική Ιστορία σε σχέση με άλλες σχολές ιστορίας, θα βλέπαμε ότι κινείται ανάμεσα στα κενά που αφήνουν ανεξερεύνητα κυρίως η Κοινωνική και η Αγροτική ιστορία. Αποξηράνσεις ελών και λιμνών, αλλαγές στις χρήσεις γης, εκτροπές ποταμών και αποψιλώσεις δασών αλλά και σχέσεις ανθρώπων/ζώων, όλα συνθέτουν περιβαλλοντικές ιστορίες που πολύ συχνά αγνοούνται από τα πιο δημοφιλή ιστορικά πεδία. Παρ’ όλα αυτά, ο ρόλος της Περιβαλλοντικής Ιστορίας μάλλον δεν είναι τόσο επιφανειακός ώστε να τον αποδώσουμε απλά σε νεόφυτη περιέργεια.

Η οργανική ανάγκη που γέννησε την Περιβαλλοντική Ιστορία ως ξεχωριστή σχολή ιστοριογραφίας πηγάζει από αλλού – και συγκεκριμένα από την ανάγκη του ανθρώπου, όχι μοναχά του ακδημαϊκού, να μιλήσει για τις μεταβολές που παρατηρεί στο βάθος των γενεών που βιώνει στη ζωή του στη σχέση τους με το φυσικό του περιβάλλον. Ο αγρότης για τα χωράφια του παππού του, που για κάποιο λόγο πλέον αποδίδουν πολλαπλάσιο καρπό απ’ ό,τι τότε (δεν πολυλέμε το γιατί, όμως, γιατί αλλιώς θα φτάσουμε να λέμε και για τα ευτροφικά ποτάμια δίπλα στο χωριό). Ο τσοπάνης για τα ζωντανά που έβοσκαν σε πλαγιές δοσμένες πια για βωξίτη. Ο κάτοικος που είδε το δάσος του χωριού του να «φιλοξενεί» ανεμογεννήτριες στο όνομα της οικολογίας και της αειφόρου ανάπτυξης. Ο καϊκάς που είδε την κάρπωσή του να μειώνεται από τις μηχανότρατες και την τιμή του εμπορεύματός του να πέφτει ελέω ιχθυοκαλλιεργειών. Τελικά η Περιβαλλοντική Ιστορία δεν είναι μια ιστορία για το περιβάλλον. Είναι μια ιστορία για τον άνθρωπο και τους τρόπους με τους οποίους αυτός άλλαξε και αλλάζει το περιβάλλον του. Ίσως, λίγο καλύτερα, είναι μια ιστορία για τον άνθρωπο η οποία ξεκινά στο περιβάλλον και καταλήγει να λέει πιο πολλά για εμάς και για τη στάση μας απέναντι στα οικοσυστήματά μας, παρά για το ίδιο το περιβάλλον. Ο ιστορικός έρχεται απλά στο τέλος για να βάλει τις αφηγήσεις αυτές στη σειρά, να τις επεκτείνει στο παρελθόν και τελικά να συνθέσει μια ιστορία στην οποία, με λίγη τύχη, θα φανεί ποιος είναι ο κινητήριος μοχλός των αλλαγών αυτών.

 

Τμήμα χάρτη που προμηνύει τα υδραυλικά έργα στην περιβόητη Λίμνη των Γιαννιτσών, πιο γνωστή σε όλους μας από τα Μυστικά του Βάλτου της Πηνελόπης Δέλτα. Η αποξήρανσή της ξεκίνησε τη δεκαετία του 1920 και ολοκληρώθηκε στα μέσα του 1930. Βασικός της σκοπός ήταν η «εφεύρεση» νέων γαιών για την εγκατάσταση των προσφύγων από τον Πόντο, τη Μικρά Ασία και την Ανατολική Θράκη.

 

Γι’ αυτό και τα παραπάνω παραδείγματα είναι απλοϊκά. Όσο επιφανειακά και να ασχοληθεί κανείς με την Περιβαλλοντική Ιστορία (και την ιστορία γενικότερα for that matter), κάποια στιγμή θα πέσει πάνω στην αναπόδραστη πολιτικοποίησή της. Το θέμα είναι αν θα επιλέξει να αναγνωρίσει και να επισημάνει αυτή την πολιτική της διάσταση ή θα την παρακάμψει ώστε να γράψει μια ιστορία αβασάνιστη, όπως ίσως θα έκανε ο φυσιολάτρης ιστορικός τής προηγούμενης παραγράφου. Εάν επιλέξει το πρώτο, θα δει ότι οι αλλάγες που παρατήρησε δεν συνέβησαν απλά, αλλά υπήρξαν ιστορικό απότοκο των οικονομικών συστημάτων μας, όπως αυτά αναπτύχθηκαν στη μακρά διάρκεια της νεωτερικότητας, χονδρικά δηλαδή μετά τις βιομηχανικές επαναστάσεις του 18ου και 19ου αιώνα, και όπως αυτά εντάθηκαν τρομακτικά την εποχή της «Μεγάλης Επιτάχυνσης» (στη βιβλιογραφία ως «The Great Acceleration») μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Βάσει των λεγομένων αυτών υπονοούνται δύο τέτοια οικονομικά συστήματα ή/και συστήματα παραγωγής: το καπιταλιστικό του δυτικού κόσμου και η εξάπλωσή του που επέσυρε και τις απαραίτητες διαθλάσεις του στο μεγαλύτερο κομμάτι του κόσμου, και το κομμουνιστικό όπως αυτό κυριάρχησε σε μεγάλο μέρος της Ευρώπης και της Ασίας. Το κρίμα δεν τα βαραίνει το ίδιο βέβαια. Αν και θα ήταν ένα μεθοδολογικό ολίσθημα να μη βρίσκονται αμφότερα στην ίδια λίστα, η εξίσωσή τους ως προς τη στοχευμένη εξάλειψη των πόρων της Γης θα ήταν απλά λανθασμένη. Κι αυτό γιατί μόνο ο εγγενής ανταγωνισμός του καπιταλισμού –στοιχείο που θεωρείται ευλογία από τους απολογητές του– προέτρεψε άτομα, κοινότητες, εταιρείες και κράτη να κακοποιήσουν τη Γη τους με στόχο τη μεγιστοποίηση του κέρδους τους.

 

Μια κλασική περίπτωση μελέτης πεδίου Περιβαλλοντικής Ιστορίας: η εσκεμμένη εξάλειψη των βισόνων των μεσοδυτικών πολιτειών των ΗΠΑ, τα κρανία των οποίων βλέπουμε εδώ στοιβαγμένα κατά δεκάδες χιλιάδες, που είχε ως σκοπό την εκδίωξη των ιθαγενών Αμερικανών από τις αχανείς και επίπεδες γαίες, οι οποίοι χρησιμοποιούσαν τα ζώα αυτά ως πόρο βασικό για την επιβίωσή τους. Τα ίδια απαλλαγμένα πλέον εδάφη, τόσο από ιθαγενείς όσο και από βίσονες, δόθηκαν ή πωλήθηκαν αργότερα σε αμερικανούς εποίκους, οι οποίοι μετέτρεψαν τις μεσοδυτικές πολιτείες σε σιτοβολώνα των ΗΠΑ.

 

Η προσήλωση της Περιβαλλοντικής Ιστορίας να επισημαίνει και να προπαγανδίζει την συντελούμενη επερχόμενη κλιματική καταστροφή μας εμπεριέχει –αναμφίβολα– κάτι το κασσάνδρειο. Δεν είναι όμως τόσο μια προσωπική άποψη, αλλά το συναίσθημα που κανείς αποκομίζει εάν παραβρεθεί σε συναντήσεις περιβαλλοντικών ανθρωπιστικών επιστημών και ακούσει τους ομιλητές τους, ακόμα και τους μη στρατευμένους. Σε αυτό, οι περιβαλλοντικοί ιστορικοί συνεισφέρουμε με το να δείχνουμε και να ξαναδείχνουμε ότι το κακό δεν ξεκίνησε τώρα. Αν και δεν είμαστε σε καμία περίπτωση φυσικοί, βιολόγοι ή γεωπόνοι ικανοί να περιγράψουμε αναλυτικά τα επιμέρους στοιχεία που συνθέτουν την κλιματική επιδείνωση που βιώνουμε, έρευνα με την έρευνα ανακαλύπτουμε ότι ο σπόρος του κακού σπάρθηκε με την εμπορευματοποίηση των προϊόντων της γης, ρίζωσε με την ευρωπαϊκή αποικιοκρατία, που στη πραγματικότητα δεν έκανε τίποτα άλλο από το να «ταΐσει» την αναδυόμενη βιομηχανία της Γηραιάς Ηπείρου, και φούντωσε με τα τεχνολογικά άλματα της πολύ πιο σύγχρονης ιστορίας μας που αλλάζουν με εκθετικούς δρασκελισμούς κάθε πτυχή της ανθρώπινης δραστηριότητας πάνω στη Γη. Με άλλα λόγια, στοιχειοθετούμε σταδιακά ότι το «zeitgeist» της κλιματικής μας καταστροφής συντελείται στο όνομα της αέναης ανάπτυξης, μια έννοια που πάντοτε μέχρι σήμερα ήταν άρρηκτα συνδεδεμένη με την πρόοδο της ανθρωπότητας και την οποία ακόμα υπερασπιζόμαστε σθεναρά σαν κάτι εκ των προτέρων ζωτικό.

Ίσως δεν θα έπρεπε πλέον. Ας θυμόμαστε επίσης ότι η Κασσάνδρα δεν έδινε απλά δυσάρεστες συμβουλές αλλά προοικονομούσε τι θα συμβεί. Εδώ και εδώ ίσως να παίρνουμε μια γεύση από αυτό το μέλλον, το οποίο θα μπορούσε να υφίσταται χωρίς εμάς έως ότου κάποιος εξωγήινος πολιτισμός βρει τα λείψανά μας και γράψει την περιβαλλοντική ιστορία της εξάλειψής μας.

Μέχρι τότε, learn to swim.