της Δώρας Κουντουρά   -Δεν ξέρω να στρίβω. -Θα μάθεις. Θα σου μάθω εγώ. Πάρε μια τούφα καπνό, όχι τόσο μεγάλη, μικρότερη! Τώρα άπλωσέ την καλά κατά μήκος. Εντάξει… Τώρα…

Late Night Zone 11: Rolling Smoke


της Δώρας Κουντουρά

 

-Δεν ξέρω να στρίβω.

-Θα μάθεις. Θα σου μάθω εγώ. Πάρε μια τούφα καπνό, όχι τόσο μεγάλη, μικρότερη! Τώρα άπλωσέ την καλά κατά μήκος. Εντάξει… Τώρα άρχισε να ρολάρεις τον καπνό μέσα στο χαρτάκι. Όχι, όχι τόσο δυνατά, μην τον πιέζεις! Πιο μαλακά… Έτσι. Τέλος πάντων…Τώρα γύρνα το χαρτάκι προς τα μέσα και άρχισε να ξαναρολάρεις, όχι, όχι μ΄αυτό το δάχτυλο, μ΄αυτό! Ποοο! Έστω. Βάλε το φιλτράκι στην άκρη και συνέχισε να ρολάρεις. Και τώρα σάλιωσε το χαρτάκι και άρχισε να το κολλάς. Έλα, ρε, από τη μέση δεν είπαμε να ξεκινάς;

-Καλά, να σου πω, θα μου στρίψεις τώρα ένα, να τελειώνουμε;

Κάποιες φορές τού στρίβουν. Άλλες πάλι όχι. Πάντως, αυτός να στρίβει δεν έχει μάθει. Τουλάχιστον όχι όπως το θέλουν εκείνοι. Έχει, βέβαια, σημειώσει σημαντική πρόοδο. Τώρα το φιλτράκι δε χάσκει μέσα στο τυλιγμένο χαρτί –τέλεια αποτυχία, καπνίζεις αέρα κοπανιστό. Ούτε είναι στραβοκολλημένο, ώστε να κιτρινίζουν τα δάχτυλα. Ούτε είναι σαν μπουρί, να σιχαίνεσαι να το βλέπεις. Αλλά τα τσιγάρα που στρίβει δεν είναι αυτοί οι καλοτυλιγμένοι κύλινδροι που φτιάχνουν με δεξιοτεχνία οι άλλοι. Σε ένα βαθμό, είναι δικό τους το φταίξιμο. Των δύο πολύ κακών δασκάλων, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τον συγκεκριμένο μαθητή. Απαιτητικοί. Βιαστικοί. Τελειομανείς. Και μεγαλεπήβολοι στις προσδοκίες τους, για έναν, τέλος πάντων, νέο και ανίδεο μαθητευόμενο. Από την άλλη, κι αυτός δεν είναι υπόδειγμα δεκτικότητας. Δε θέλει να μάθει να στρίβει. Πάσχει από φιλομαθή άρνηση. Το γιατί παραμένει αδιευκρίνιστο. Ίσως να ελπίζει, ακόμα και να σχεδιάζει, ότι σύντομα θα το ξανακόψει. Το ΄χει πετύχει αρκετές φορές ως τώρα. Μία από τις περιόδους διακοπής, μάλιστα, κράτησε αρκετά χρόνια. Την τελευταία φορά που το επιχείρησε, ωστόσο, αποδείχτηκε εξαιρετικά δύσκολο. Χρειάστηκε να καταφύγει σε έναν τρίτο φίλο, βελονιστή, που τελικά τον βοήθησε. Δεν είναι σίγουρος αν τον σημαντικότερο ρόλο σ΄αυτή τη διακοπή τον έπαιξαν οι βελόνες ή η απολλώνεια ηρεμία του βελονιστή ή η ανασφάλεια του βελονιζόμενου, που σπανίως επιτρέπει στον εαυτό του την ντροπή της αποτυχίας. Εν πάση περιπτώσει, κι αυτή την τελευταία φορά κατάφερε να το κόψει. Αλλά λίγους μήνες μετά ξανάρχισε να καπνίζει. Θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι γι΄αυτό ευθύνεται ο ένας από τους δύο δασκάλους του στριψίματος. Ότι τον παρέσυρε ή, έστω, δεν τον απέτρεψε αρκετά από το να το ξαναρχίσει. Ο χαρακτήρας, όμως, αυτού του ανθρώπου δεν του επιτρέπει να μην αναλαμβάνει τις ευθύνες των πράξεών του, καμιά φορά και των πράξεων των άλλων. Δεν έκανε, λοιπόν, κανέναν τέτοιο ισχυρισμό. Έτσι ή αλλιώς, η ιστορία τού ήταν γνωστή, και το κάπνισμα το ξανάρχισε. Αυτή τη φορά, όμως, υπήρχε κάτι πρωτόγνωρο. Μπορούσε πια να καπνίσει μόνο στριφτά. Ως τότε, κάπνιζε Marlboro gold pocket μαλακό. Η γεύση τού ήταν στην αρχή σχεδόν αδιάφορη. Τα διάλεξε, γιατί αυτά κάπνιζε μια φίλη του απ’το σχολείο. Κόλλησε με την φίλη, κόλλησε και με τα Marlboro. Έπρεπε, όμως, να βγαίνουν οπωσδήποτε από εκείνο το μικρό, το μαλακό κοντό πακετάκι. Για αδιευκρίνιστους, και πάλι, λόγους τον απωθούσαν τα «μεγάλα», τα κανονικού μεγέθους, τσιγάρα και, ακόμα περισσότερο, τα πολύ λεπτά και ολόασπρα, που για κάποιο λόγο τον παρέπεμπαν σε κάτι φτηνά και στεγνά γυναικείο, όπως η «γυμναστική για κυρίες» και «οι δύσκολες μέρες του μήνα». Στην πραγματικότητα το κάπνισμα ήταν γι’αυτόν αισθητικό. Θα τολμούσε να πει κανείς ότι σχεδόν κάπνιζε για την κίνηση του χεριού και του κεφαλιού, για το ψάξιμο ενός εύθραυστου μαλακού πακέτου (που μαγικά δεν στραπατσαριζόταν ποτέ) μέσα στην αχανή του τσάντα, για την συγγένεια της επίγευσης του καπνού με αυτή που έχουν τα ακριβά κρασιά, τα αληθινά αρώματα και η κατάμαυρη σοκολάτα, για την μία κάθετη ρυτίδα δίπλα από τα χείλια, για το γεγονός ότι όλοι σχεδόν οι άνθρωποι που με κάποιον τρόπο τον είχαν συγκινήσει ήταν –συμπτωματικά ή όχι- καπνιστές. (Δι)αισθητικά στράφηκε και στα στριφτά. Τον συγκινούσε η χρονοβόρα διαδικασία του συνδυασμού των τριών διαφορετικών πραγμάτων, σε τέτοιο βαθμό, που υποψιαζόταν ότι η άρνησή του να στρίψει ένα σωστό τσιγάρο θα μπορούσε να υπαγορεύεται από τον φόβο ότι ένας φυσιολογικός ρυθμός στριψίματος θα επιτάχυνε απελπιστικά την τελετουργία. Αλλά μπορεί και όχι. Πάντως, αρνούνταν πεισματικά να μάθει να στρίβει. Στο παρελθόν, είχε κι άλλες φορές αρνηθεί πεισματικά την μάθηση.

Στο πανεπιστήμιο είχε αρνηθεί να μάθει τις δασυνόμενες λέξεις και τον τονισμό των διχρόνων, αρνήθηκε να απομνημονεύσει από το συντακτικό την θεωρία των δευτερευουσών προτάσεων. Ενώ είχε μια ιδιαίτερη ικανότητα να προβλέπει το δύσκολο θέμα που θα έβαζε ο καθηγητής στις εξετάσεις, αρνούνταν να το διαβάσει, αν δεν ήθελε να το διαβάσει. Όχι ότι αναζητούσε πάντα τη χρησιμότητα ή την ουσία ή τη συγκίνηση. Απλώς τον απωθούσε αυτό που προκαλεί το αντίθετο της συγκίνησης. Όπως το τέλειο στρίψιμο. Η τελειότητά του τον έκανε να ανατριχιάζει. Τέλεια κυλινδρικό. Τέλεια λείο. Τέλεια σφιχτό, τόσο που να αναγκάζει τις φλέβες γύρω από την καρωτίδα να τεντώνονται σε κάθε ρουφηξιά. Έτσι ήταν όλα τα τέλεια τσιγάρα. Αυτά δηλαδή που έτυχε να τα στρίψει τέλεια. Όταν του τα πρόσφεραν, τα θαύμαζε, τα φχαριστιόταν. Αλλά τα δικά του, αυτά που έφτιαχνε εκείνος, τα ήθελε ατελή. Ανάγλυφα. Λειψά. Και να του λένε οι φίλοι του «Πότε θα μάθεις επιτέλους να στρίβεις;». Κάθε φορά που κάπνιζε με ανθρώπους που δεν τον γνώριζαν καλά η αμηχανία του ήταν τρομακτική. Σχεδόν αισθανόταν ντροπή. Στα μάτια των αγνώστων η στάση του μετατρεπόταν αυτομάτως σε ανικανότητα. Πώς ήταν δυνατόν να εξηγήσει σε έναν άγνωστο την επιλογή του να μην έχει μάθει να στρίβει; Και ήταν εκείνη ακριβώς την στιγμή που αμφέβαλλε για το αν πράγματι επρόκειτο για επιλογή και όχι για ανικανότητα. Και, για να απαλλαγεί από αυτή τη σκέψη, από το βασανιστήριο των εξηγήσεων στο οποίο ο ίδιος –και όχι οι άλλοι- θεωρούσε ότι ήταν υποχρεωμένος να υποβάλει τον εαυτό του, δεν κάπνιζε.

Εκτός από εκείνη τη μία φορά. Που συναντήθηκε μ΄έναν άγνωστο. Που έστριβε τέλεια. Τέλειους, λεπτεπίλεπτους, αψεγείς κυλίνδρους. Όλως παραδόξως, το γεγονός δεν τον τρομοκράτησε. Και, πράγμα που δεν το περίμενε, του προκάλεσε το αντίθετο του αντιθέτου της συγκίνησης. Και ο άγνωστός που έστριβε τέλεια έδειχνε να μην ενδιαφέρεται στο ελάχιστο -το αντίθετο-, τολμά να πει ότι ένιωθε το αντίθετο του αντιθέτου της συγκίνησης- για τα στραβοστριμμένα του τσιγάρα. Ο άγνωστος έστριβε και κάπνιζε τέλεια. Και εκείνος έστριβε όπως τού κάπνιζε. Και κάπνιζε όπως έστριβε. Χωρίς να νοιάζεται. Χωρίς να σκέφτεται. Την άλλη μέρα τον έζωσαν οι αμφιβολίες: αν ο άγνωστος που έστριβε τέλεια τα είχε όλα παρατηρήσει; Και αισθάνθηκε την ανάγκη να αναλάβει και πάλι την ευθύνη των πράξεών του (και των πράξεων του άλλου) και να δώσει εξηγήσεις. Και εξήγησε –χωρίς κανένας να του το ζητήσει, είναι η αλήθεια-. Και ο άγνωστος που έστριβε τέλεια το ‘στριψε. 

 

  • Social Links: