Χτες παρακολούθησα στο Τριανόν τη δραματοποίηση του «Ή με τις μέλισσες ή με τους λύκους», της αγόρευσης του Θανάση Καμπαγιάννη στη δίκη της Χρυσής Αυγής, όπως κυκλοφόρησε σε βιβλίο από…

Ασφαλώς με τις μέλισσες

Χτες παρακολούθησα στο Τριανόν τη δραματοποίηση του «Ή με τις μέλισσες ή με τους λύκους», της αγόρευσης του Θανάση Καμπαγιάννη στη δίκη της Χρυσής Αυγής, όπως κυκλοφόρησε σε βιβλίο από τις εκδόσεις Αντίποδες. Μου φαίνεται αδύνατον να δω πέρα από το κείμενο, ακόμα κι αν η παράσταση έχει ελαττώματα, δεν υπάρχει απολύτως τίποτα που να διαπερνά την μασίφ αγόρευση του Καμπαγιάννη, ένας λόγος ενώπιον του δικαστηρίου που θα μείνει ως ιστορικό ντοκουμέντο μαζί με των υπόλοιπων συνηγόρων της πολιτικής αγωγής στη δίκη της ΧΑ (έχει εκδοθεί και η αγόρευση του Κώστα Παπαδάκη με τίτλο «Το “άλλο άκρο” στο εδώλιο: Δικαιοσύνη ή ατιμωρησία ξανά;», ενώ θα κυκλοφορήσει και της Χρύσας Παπαδοπούλου από τις εκδόσεις Πόλις). Σκέφτομαι πως αυτά είναι όχι μόνο τα πολιτικά κείμενα της γενιάς μας, αλλά ο τρόπος με τον οποίο θα εξασφαλίσουμε την αντίστασή μας στο ξέφτισμα της μνήμης.

Στο Τριανόν, η αίθουσα σιγόβραζε από τον παλμό του παρόντος, του απολύτως επιτακτικού παρόντος. Στην αρχή της εμφάνισής του, πριν ακόμα αρθρώσει λέξη, ο Γεννατάς ζήτησε ένα λεπτό για να ανασυνταχτεί, ήδη συγκινημένος από το βάρος της αίθουσας και τη στιγμή της οποίας γινόταν κοινωνός. Δεν μου έχει συμβεί να ζήσω ξανά αυτό το συλλογικό πάθος στο οποίο ήμουν χτες μάρτυρας και που δεν πιστεύω πως συμβαίνει εύκολα να το νιώθει κανείς αναντίρρητα σωστό. Κάποιοι έκλαψαν, μαζί τους και ‘γώ, στο τέλος χειροκροτήσαμε ασταμάτητα, κάποιοι άρχισαν να φωνάζουν «Ο Παύλος ζει, τσακίστε τους ναζί», άλλοι μπήκαμε μέσα στον αντίλαλο έστω και μ’ ένα ψίθυρο και έτσι τέλειωσε ένα μεγάλο βράδυ. Μου φαίνεται πως είναι σπάνια μια τέτοια στιγμή, που να μοιάζει τόσο ισχυρή και κοινή η κατάφαση στη ζωή.

 

 

Σκέφτομαι ακόμα πώς αυτές τις μέρες, η Μάγδα Φύσσα γίνεται γρήγορα, επάξια και αναμενόμενα ένα σύμβολο η ίδια, όσο έχει ήδη γίνει ο Παύλος. Σκέφτομαι τις γυναίκες δικηγόρους της οικογένειας Φύσσα, που δέχτηκαν ακόμα και ανθρωποκτόνου σκοπού επίθεση, αλλά και τις δύο φοιτήτριες, αυτόπτες μάρτυρες στη δολοφονία του που δεν φοβήθηκαν να καταθέσουν, αυτές τις οποίες έκανε αιχμή του δόρατος στο συλλογισμό του ο Καμπαγιάννης για να μιλήσει για κάτι πιο αισιόδοξο από ό,τι θα ήταν απλώς η βαριά και όχι και τόσο ελκυστική αίσθηση του καθήκοντος. Αυτός ο ρωμαλέος κόσμος της αλληλεγγύης που περιγράφει στην αγόρευση, πόσο ωραίος αναδύεται και πόσο παρηγορητική είναι η σκέψη όλων αυτών των γυναικών που αντιστέκονται.

Κι αν είμαστε η γενιά της απομάγευσης, όταν συναντάμε απροσδόκητα σύμβολα αντάξια μιας πίστης στη δικαιοσύνη, η συγκίνησή μας είναι πιο βαθιά από εκείνη που χαρακτήριζε σταθερά τη γενιά των γονιών μας, τη γενιά της Μεταπολίτευσης που ανδρώθηκε μέσα στους πολιτικούς μεσσίες και την πίστη της πολιτικής άνοιξης. Σε μια συνέντευξη του Θανάση Σκρουμπέλου στη Lifo, εξηγώντας γιατί είναι άθεος αλλά ζωγραφίζει αγίους, είπε πως του αρέσουν οι άγιοι, πως τους βλέπει σαν αθλητές για το καλό της κοινωνίας. Αυτή η περί αθλητισμού απάντηση χώρεσε με τον πιο περιεκτικό τρόπο, αυτό που απαντώ κι εγώ στην ίδια μου την απορία, σχετικά με το γιατί πάντα μπορούσα να εντυπωσιάζομαι εξίσου από κάποιες μορφές της χριστιανικής αλλά και της αριστερής μυθολογίας και πώς χωρούσαν στο σεβασμό μου και οι δύο. Καθώς ζούμε και φτιάχνουμε ο καθένας την προσωπική του θρησκεία, πάνω στο ξεβαραθρωμένο παρόν μας που σφραγίζεται από την κρίση του ’08 και ξανά τώρα από την πανδημία, αναρωτιέμαι τι είναι αυτό που κάνει υπαρκτό των κόσμο των μελισσών, τον κόσμο της αλληλεγγύης όπως λέει ο Καμπαγιάννης. Και, ψάχνουμε ανθρώπους-σύμβολα για να μην τεντωθούμε ως εκεί, για να καθησυχαστούμε πως υπάρχουν ή για να βρούμε κουράγιο να κάνουμε αυτό που μας αναλογεί; Λίγο απ’ όλα και σίγουρα πολλά ακόμα που αγνοώ.

 

 

Το μόνο βέβαιο είναι πως χτες η αίθουσα του Τριανόν έμοιαζε όπως θα έπρεπε να μοιάζουν οι χώροι προσευχής. Υπήρχε βάρος, υπήρχε πένθος και υπήρχε μια αισιοδοξία και δύναμη από αυτές που νιώθει κανείς παρά το θάνατο, ιδίως σαν απάντηση στο θάνατο. Λέμε και ξαναλέμε ότι η κοινωνία αποφάσισε – η κοινωνική δικαιοσύνη βρίσκει πάντα ένα βαρόμετρο – αλλά στη θεσμική δεν έχουμε εμπιστοσύνη, περιμένουμε να δούμε αν μας αφουγκράζεται. Ας πάμε καλή τη πίστη. Έχει το ρόλο της και είναι αναγκαίο να μην την ελαφρύνουμε με την περιφρόνησή μας από το βάρος να τον επιτελεί σωστά. Συζητώντας με μια φίλη για τη μέρα της δίκης, αναρωτήθηκε τι θα κάνουμε εκεί, έξω από τα δικαστήρια, όλος αυτός ο κόσμος που θα μαζευτεί αν η ετυμηγορία είναι απογοητευτική. Δεν ξέρω. Αλλά τουλάχιστον θα αποδείξουμε ότι είχαμε την πρόθεση να πιστέψουμε.