Leos Carax, Les amants du Pont-Neuf, 1991 Τον περασμένο Αύγουστο, επανεκδόθηκε σε ψηφιακώς αποκαταστημένες κόπιες στα θερινά σινεμά, η εμβληματική ταινία του Γάλλου σκηνοθέτη Leos Carax, «Les amants du Pont-Neuf»…

Ο ποιητικός κόσμος του Leos Carax: όταν το σινεμά συναντά τη μουσική

Leos Carax, Les amants du Pont-Neuf, 1991

Τον περασμένο Αύγουστο, επανεκδόθηκε σε ψηφιακώς αποκαταστημένες κόπιες στα θερινά σινεμά, η εμβληματική ταινία του Γάλλου σκηνοθέτη Leos Carax, «Les amants du Pont-Neuf» (Οι εραστές της γέφυρας). Με την πρεμιέρα της ταινίας-ορόσημο για το σύγχρονο ευρωπαϊκό σινεμά, ανακοινώθηκε η διοργάνωση μίας βραδιάς αφιερωμένης στον ηθοποιό Denis Lavant -alter ego του σκηνοθέτη- ο οποίος επρόκειτο να εμφανιστεί στην προβολή και να συνομιλήσει με το παρευρισκόμενο -και αν μη τι άλλο τυχερό- αθηναϊκό κοινό. Εν αναμονή της ξεχωριστής προβολής και με τον ενθουσιασμό μου να έχει εκτοξευθεί στα ύψη, ενημερώθηκα, μέσω των social media, σχετικά με την -τελευταίας στιγμής- αδυναμία του Denis Lavant να πραγματοποιήσει την πτήση του με προορισμό την πόλη μας, εξαιτίας των μέτρων για τον νέο κορωνοϊό. Μπορεί η ευκαιρία να θαυμάσω από κοντά την παρουσία και το λόγο ενός από τους καλύτερους ηθοποιούς στην Ευρώπη, να ναυάγησε κάπως άδοξα, ωστόσο απόλαυσα -για ακόμα μία φορά- με την εμπειρία του θερινού σινεμά, μία αριστουργηματική ταινία, ένα από τα μνημειώδη δείγματα της σύγχρονης ευρωπαϊκής φιλμογραφίας.

Μετρώντας στο ιστορικό του πέντε ολοκληρωμένες, μεγάλου μήκους, κινηματογραφικές δουλειές, ο Leos Carax, ισορροπώντας ανάμεσα στο συμβολικό και το πραγματικό, διεισδύοντας στην ουσία της ανθρώπινης εμπειρίας και αγκαλιάζοντας κάθε λογής (συν)αίσθημα, μεταφέρει στη μεγάλη οθόνη, με έναν αφηρημένο τρόπο, το πορτρέτο εκείνων των μοντέρνων χαρακτήρων που βρίσκονται σε μία συνεχή αναζήτηση του εαυτού, που παραδίδονται στον πόνο και σε μία απύθμενη μελαγχολία, αλλά πάραυτα, βρίσκοντας καταφύγιο στην ποίηση, τη μουσική και τις εικαστικές τέχνες, αναζητούν τον έρωτα, ακόμα και αν γνωρίζουν πως έχουν -ήδη- αποτύχει. Μέσα από την προσωπική φθορά, δύνανται να υπερβούν την εσώτερη κενότητα και ματαιότητά τους. Οι ενσώματες αφηγήσεις γίνονται ο καμβάς πάνω στον οποίο εγγράφονται οι λόγοι των πρωταγωνιστών· το σώμα γεφυρώνει το χάσμα ανάμεσά τους, τη στιγμή που γίνεται οδηγός μίας συλλογικής εμπειρίας της μοναξιάς στις σύγχρονες μεγαλουπόλεις.

O Leos Carax και η Juliette Binoche στα γυρίσματα της ταινίας Mauvais Sang

Ο Leos Carax μαζί με τους σκηνοθέτες Luc Besson και Jean-Jacques Beineix, εισήγαγαν στο γαλλικό κινηματογράφο, τις δεκαετίες του ‘80 και ‘90, το επονομαζόμενο -από τον Γάλλο κριτικό Raphaël Bassan- ρεύμα «cinema du look», το οποίο στηριζόμενο στην εντύπωση που δημιουργεί μία δυνατή εικόνα στο θεατή, με πρωτεύουσα την ανάγκη κριτικής του κοινωνικού συγκειμένου στη Γαλλία της εποχής, αλλά και με ισχυρές οπτικές και ακουστικές αναφορές της pop culture (ποπ κουλτούρας) και πρόδηλες επιρροές από το New Hollywood (Νέο Αμερικανικό Ρεύμα), αφηγείται τις ιστορίες νεαρών ατόμων που ζουν στο περιθώριο και εμπλέκονται σε σχέσεις έρωτα και πάθους, που βαίνουν όμως, προς μία ανυπολόγιστη καταστροφή. Οι ασύλληπτες φωτογραφικές εικόνες, η ιμπρεσιονιστικού τύπου χρήση του φωτός και η χαρτογράφηση των σύγχρονων αστικών τοπίων μέσα από τα μάτια των μη κανονικών σωμάτων, των υποτελών, αποτελούν μερικά από τα χαρακτηριστικά των ταινιών του «cinema du look».

Ο ρόλος της εικόνας στις ταινίες του Leos Carax -με τη μαγευτική δουλειά του διευθυντή φωτογραφίας Jean-Yves Escoffier- είναι καθοριστικής σημασίας για την εξέλιξη της ιστορίας, καθώς είναι αυτή που καθοδηγεί την πλοκή, τις ζωές των χαρακτήρων. Αυτό που θαύμασα και ξεχώρισα από τις τρεις πρώτες ταινίες του γάλλου σκηνοθέτη, τη γνωστή και ως τριλογία του Alex, είναι -μεταξύ άλλων- η μουσική πλαισίωση των σκηνών (Alex είναι το όνομα του πρωταγωνιστή, τον οποίο υποδύεται ο Denis Lavant και στις τρεις ταινίες, οι οποίες αν και παρουσιάζουν κάποια επαναλαμβανόμενα -θεματικά- μοτίβα, έχουν, η κάθε μία, το δικό τους σενάριο). Το περιεχόμενο της εκάστοτε σκηνής, το νόημα της προβαλλόμενης εικόνας, έρχονται και κλειδώνουν οι απόλυτα αρμονικές και ενίοτε απόλυτα αντικρουόμενες μουσικές επιλογές του Leos Carax, από δίσκους της δεκαετίας του ’80. Το ραδιόφωνο έχει το δικό του σημαντικό ρολό στην εξέλιξη της πλοκής και στις τρεις ταινίες. Η μουσική έρχεται ενίοτε απρόοπτα, αλλά πάντα την κατάλληλη στιγμή· ο σκηνοθέτης καλεί το θεατή να βιώσει το βάθος και το πλάτος της συναισθηματικής παλέτας των χαρακτήρων του. Βάσει αυτών, επέλεξα τρεις σκηνές, από τις πρώτες του ταινίες, στις οποίες οι μουσικές επιλογές του Leos Carax καθηλώνουν ακόμα και τον πιο απαιτητικό θεατή.

O Denis Lavant στο ρόλο του Alex, Mauvais Sang

Στην πρώτη του -ασπρόμαυρη- ταινία, «Boy meets girl» (1984), σε μία νυχτερινή περιπλάνηση μεταξύ ονείρου και πραγματικότητας, ζωής και θανάτου, απελπισίας και έρωτα, στην καρδιά των πολλαπλών αντιθέσεων των αλαφιασμένων νεανικών ψυχών, ο Alex (Denis Lavant), επίδοξος σκηνοθέτης, συναντά την Mireille (Mireille Piere), σε μία στιγμή της ζωής τους, όπου και οι δύο έρχονται αντιμέτωποι με την πρόσφατη απώλεια των -αλλοτινών- ερωτικών τους συντρόφων. Ο φακός της κάμερας, μας μεταφέρει στο εσωτερικό του σπιτιού της Mireille. Ο σύντροφός της, Bernard, αποχωρεί από αυτό. Η κάμερα πλησιάζει αποφασιστικά το μελαγχολικό και πένθιμο βλέμμα της Mireille και την ακολουθεί να περιφέρεται στο διαμέρισμά της, όσο κλείνει την εξώπορτα και ανοίγει το ραδιόφωνο. Και αν τα διάφανα μάτια της Mireille μας αποκαλύπτουν το βάθος της θλίψης της για κάτι που γνωρίζει πως έχει ήδη χαθεί, ξαφνικά -και ομολογουμένως, αναπάντεχα- ακούγεται από το ραδιόφωνο το Holidays in Cambodia, των Dead Kennedys (Fresh Fruit for Rotting Vegetables, 1980).

Η Mireille αφήνεται στο φαινομενικά λυτρωτικό ήχο. Ξαφνικά ακούγεται το κουδούνι. Μέχρι να αρθρώσει λόγο ο άνθρωπος που βρίσκεται στο θυροτηλέφωνο, ακούμε το στίχο των Dead Kennedys «It’s time to taste what you most fear». Στην άλλη πλευρά του ακουστικού, βρίσκεται ο Bernard. Η Mireille ρωτά το σύντροφό της εάν την αγαπά πλέον. Στο δρόμο, δίπλα από τον Bernard, εμφανίζεται τυχαία ο Alex, ο οποίος μένει ακίνητος και απορημένος -δειλά, ίσως γοητευμένος- όταν ακούει την ερώτηση μίας άγνωστης γυναίκας για το αν την αγαπάνε. Αυτός θα μπορούσε να την αγαπήσει. Ο Bernard αρχίζει να μιλάει. Αυτά που αφηγείται, και αυτά που πραγματικά σκέφτεται, φαίνεται πως δεν συμβαδίζουν. «Όπως σε κοιτάζω η μελωδία πηγαίνει, ‘’δεν θέλω αυτό το κορίτσι πια, αλλά δεν θέλω κανείς άλλος να σε έχει’’. Πιο μοναχικοί μαζί απ’ ότι χωριστά, ποιος θα μπορούσε να μας αγαπήσει;». Με την επαναλαμβανόμενη έντασή του, το κομμάτι πετυχαίνει -στο έπακρο- να μας μεταφέρει τα αισθήματα τριών, διαφορετικών ανθρώπων· την αμείωτη θλίψη και τον πόνο της Mireille, το φόβο του Bernard για εκείνα τα μη αναστρέψιμα, την αγωνία του Alex για εκείνα τα πιθανά που καραδοκούν.

Η Mireille Piere στο ρόλο της Mireille, Boy meets girl

Στη δεύτερη ταινία του, Mauvais Sang (1986) -η οποία προβλήθηκε στο 37ο Διεθνές Φεστιβάλ του Βερολίνου, δίνοντάς του την υποψηφιότητα για το βραβείο César Awards και χαρίζοντάς του το βραβείο Prix Louis-Delluc- με σημαντικές επιρροές από τη φιλμογραφία των Jean-Luc Godard και Robert Bresson, και με ελαφρώς noir διάθεση, η θεματολογία δεν διαφοροποιείται σημαντικά από το Boy meets girl· δίψα για ζωή και έρωτα, αδιάκοπη αμφιταλάντευση ανάμεσα στην επιθυμία και το θάνατο, μέσα σε μία ακανόνιστη και ενίοτε παράλογη αφήγηση, αλλά πάντα εκστατική. Στο Παρίσι του -όχι και τόσο μακρινού- μέλλοντος, εμφανίζεται ένας θανατηφόρος ιός, ονόματι «STBO», που μεταφέρεται, κυρίως, ανάμεσα στους νέους που κάνουν έρωτα δίχως αγάπη. Ο Alex (Denis Lavant), με τις λεπτές κινητικές δεξιότητές του, θα αποτελέσει δυναμικό μέρος μίας ομάδας ανθρώπων που σχεδιάζουν να κλέψουν έναν ορό, ο οποίος φημολογείται ότι αποτελεί το εμβόλιο κατά του ιού. Γρήγορα θα βρεθεί στο Παρίσι, όπου θα γνωρίσει την Anna (Juliette Binoche), η οποία διατηρεί ερωτική σχέση με τον αρκετά χρόνια μεγαλύτερό της Marc (Michel Piccoli), ο οποίος ηγείται του πλάνου για την αρπαγή του ορού.

Ο Alex και η Anna βρίσκονται μόνοι τους στο δωμάτιο ενός ισογείου, στο κέντρο του Παρισιού. Η Anna (η φιγούρα της οποίας παραπέμπει στις εικονογραφήσεις του Patrick Nagel) ξαπλωμένη σε ένα αυτοσχέδιο κρεβάτι, με τα μαύρα κοντά της μαλλιά και τη μαύρη μπλούζα της να δημιουργούν μία ζωηρή αντίθεση ανάμεσα στα στρωμένα κόκκινα σεντόνια, κοιτάει λυπημένη τον Alex. Κάπου εκεί, εξελίσσεται μπροστά στα μάτια των θεατών, μία από τις πιο όμορφες σκηνές στον κινηματογράφο, που δύσκολα μπορεί κάποιος να προσπεράσει ή ξεχάσει. Το ραδιόφωνο, δίπλα στο πικάπ και τους δίσκους, θα φέρει τους δύο νέους τόσο κοντά και συνάμα μακριά. Ο Alex ζητά από την Anna να σκεφτεί έναν τυχαίο αριθμό. Την παρακινεί να αφήσει τη μουσική να καθοδηγήσει τα συναισθήματά της. Ο ήχος του τραγουδιού J’ai pas des regrets του Serge Reggiani (Serge Reggiani chante Boris Vian, 1965), μεταφέρεται σε όλο το δωμάτιο. Η κάμερα πλέον ακολουθεί τον Alex που αποφασίζει να βγει στο δρόμο. Μία ανδρική φωνή στο ραδιόφωνο, ανακοινώνει το ακόλουθο κομμάτι, αφιέρωση από τη Juliette στον Christopher· το Modern Love, του David Bowie (Let’s Dance, 1983).

Παρατηρώντας τον Alex, σκέφτομαι πως δεν θα μπορούσε να υπάρξει πιο επιτυχημένη και ταιριαστή επιλογή τραγουδιού στη συγκεκριμένη σκηνή. Σφίγγοντας με τα χέρια το πάνω μέρος του σώματός τους, αρχίζει να τρέχει στο άγνωστο πεζοδρόμιο του Παρισιού, μακριά από την Anna. Τη στιγμή που η πόλη κοιμάται, ο δρόμος μετατρέπεται στο χώρο όπου ξεδιπλώνονται απροσδόκητα, με έναν μη λεκτικό, ποιητικό τρόπο, τα συναισθήματα του νεαρού Alex. Η συνειδητοποίηση της επιθυμίας του, ο ξαφνικός έρωτάς του για την Anna, βρίσκονται εκεί, μπροστά του, και τον ωθούν να φύγει, να τρέξει μακριά. Το Modern Love γίνεται το έναυσμα, ώστε σώμα και συναίσθημα να συγχρονιστούν πλήρως. Η κινησιολογία του Alex μαρτυρά -οριακά- μία  διάθεση αυτοτιμωρίας για το απαγορευμένο αντικείμενο του πόθου του, επιβεβαιώνοντας το μεγαλείο του ηθοποιού Denis Lavant. Στο κοντινό του πλάνο, ακόμα και αν ακούμε την υπέροχη φωνή του Bowie και το στίχο «Never gonna fall for modern love», στην πραγματικότητα μας παρασύρει η κραυγή του Alex, που ωστόσο δεν ακούγεται. Το τραγούδι κινητοποιεί το σώμα του, συντελώντας στο να πάρουν σάρκα και οστά, όλοι οι φόβοι του, που θαρρεί κανείς πως του τρώνε τα σωθικά. Ο ίδιος δημιουργεί την αίσθηση στους θεατές, πως είναι παγιδευμένος μέσα στην πολυπλοκότητα των δικών του συναισθημάτων, του πάθους και της θλίψης. Δεν έχει άλλη επιλογή από το να τρέξει. Κάτι, όμως, τον σταματά και τον παρακινεί να επιστρέψει πίσω, στην Anna.

H Juliette Binoche στο ρόλο της Anna, Mauvais Sang

Στην τρίτη -αριστουργηματική- ταινία του, Les amants du Pont-Neuf (1991), o Leos Carax μεταφέρει την πλοκή του σεναρίου του, αποκλειστικά πλέον, στους δρόμους του Παρισιού. Πίσω από τις λαμπερές βιτρίνες, τα αστραφτερά εστιατόρια και τα παριζιάνικα καφέ, κρύβεται η ιστορία των πραγματικών ανθρώπων, τη ζωή των οποίων αποσιωπά και συσκωτίζει η κατά τ’ άλλα, γνωστή και ως πόλη του φωτός. Οι αφανείς ήρωες, οι οιονεί απόντες και χαμένοι στις σκέψεις και τα συναισθήματά τους, ζουν στις δαιδαλώδεις στοές της, στους αχανείς δρόμους, κάτω από τις παγωμένες γέφυρες. Δύο από αυτούς τους απόκληρους της πόλης, είναι ο εθισμένος στο αλκοόλ και τις υπνωτικές ουσίες, Alex (Denis Lavant) και η Michele (Juliette Binoche), η νεαρή ζωγράφος, η οποία μετά από τον πρόσφατο χωρισμό της, έρχεται αντιμέτωπη με μία σπάνια ασθένεια, που της στερεί, σταδιακά, την όρασή της. Κουβαλόντας στα χέρια της τα -πλέον- απαραίτητα και λιγοστά υπάρχοντά της, και με συντροφιά τη γάτα της, αποφασίζει να φύγει μακριά από την αστική οικογένειά της και να χαθεί, ανώνυμη πλέον, στους δρόμους του Παρισιού.

14 Ιουλίου του 1989. Το Παρίσι γιορτάζει την επέτειο των 200 χρόνων από τη Γαλλική Επανάσταση και η πόλη δαπανά υπέρογκα ποσά στη διοργάνωση της στρατιωτικής και καλλιτεχνικής παρέλασης, τιμώντας με αυτόν τον τρόπο, τα 200 χρόνια από την πτώση της Βαστίλης και τη Διακήρυξη των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Στα πλαίσια των εορτασμών, η Pont-Neuf κλείνει τους καλοκαιρινούς μήνες, για την απαιτούμενη ανακαίνιση. Το βράδυ της παρέλασης, τη στιγμή που ένα κομμάτι της πόλης πανηγυρίζει στο όνομα των αιτημάτων του Διαφωτισμού για ελευθερία, ισότητα, αδελφοσύνη, κάτω από τα πυροτεχνήματα που φωτίζουν τον ουρανό του Παρισιού, ο Alex και η Michele, οι άστεγοι εραστές της γέφυρας, συνεχίζουν να ζουν στο περιθώριο, παραγκωνισμένοι, ανάξιοι -στην πραγματικότητα- να ζουν. Εκείνο το βράδυ σηματοδοτεί για τους δύο τους, την απαρχή μίας σχέσης. Μίας περίπλοκης, οριακά τοξικής -αλλά καθ’ όλα ζωτικής- σχέσης, που θα συμβάλλει στο να αφήσουν πίσω τους τη θλίψη και την αίσθηση ενός δυσβάσταχτου συναισθηματικού κενού.

Ο Alex στέκεται όρθιος στο τοίχος της γέφυρας. Η Michelle τον πλησιάζει χορεύοντας. Η μουσική ξεκινά. Τα τραγούδια Strong Girl του Iggy Pop (Instict, 1988) και Youre gonna get yours των Public Enemy (Yo! Bum Rush the Show, 1987), υπερνικούν το θόρυβο των πυροτεχνημάτων. «Strong girl, she is like an ocean»· ενώ οι θεατές ακούνε το διαπεραστικό και επίμονα δυνατό κομμάτι του Iggy Pop, το σώμα της Michelle εκτονώνεται, διοχευτεύοντας με τις δυναμικές και κοφτές κινήσεις της, όλο εκείνο το θυμό και τον πόνο που βίωσε. Ο Alex την ακολουθεί. Οι δύο τους, πλέον, ξεφεύγουν, για κάποια μόλις λεπτά, από όλα όσα τους στέρησαν τη ζωή που είχαν ονειρευτεί. Ο Alex προσδοκά τον έρωτα που δεν μπορούσε να βιώσει στο δρόμο, και η Michelle τρέφεται από την ταραχώδη σκέψη να αφήσει πίσω της όσα την πλήγωσαν ανεπανόρθωτα.

Η Juliette Binoche και ο Denis Lavant στους ρόλους της Michelle και του Alex, Les amants du Pont-Neuf

Μία εκπληκτική σκηνή, η οποία μου προκαλεί συγκίνηση και ενθουσιασμό κάθε φορά που την παρακολουθώ, βρίσκει τους δύο κατατρεγμένους να χορεύουν σε πείσμα όλων όσοι αδιαφορούν για την ύπαρξή τους· ή όπως ακούμε παράλληλα το στίχο των Public Enemy «Makin‘ ‘em mad when Im goinlike this». Η γέφυρα των εραστών, εκεί όπου αναπάντεχα ο νιχιλισμός και ο ρομαντισμός συνανιούνται κρυφά, στα σκοτεινά, εκεί όπου το Παρίσι γίνεται μισητό και συνάμα αγαπητό από τους πραγματικούς του κατοίκους, από τους απανταχού περιηγητές του, γίνεται ο χώρος συνάντησης των υποτελών αυτής της πόλης, που με το βλέμμα στραμμένο προς τα αστέρια, είναι έτοιμοι να μας αφηγηθούν μία -άκρως ρελαστική- ιστορία.

Εύλογα έχει διατυπωθεί πως ο κινηματογραφικός κόσμος του Leos Carax, συγκεντρώνει όλα αυτά τα στοιχεία, τα οποία αποτέλεσαν, για τον Pier Paolo Pasolini, το σινεμά της ποίησης. Το σώμα υποκαθιστά το λόγο με έναν αφηρημένο, ποιητικό τρόπο, και η μουσική πλαισιώνει την ενσώματη αφήγηση των χαρακτήρων, με μία ασυγκράτητη δημιουργικότητα, η οποία σημάδεψε την ιστορία του σύγχρονου ευρωπαϊκού σινεμά.

  • Social Links: