Ομολογώ πως πρέπει να βγάλω το καπέλο στην ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας. Όσα χρόνια βρίσκομαι στο χώρο της εκπαίδευσης, δεν είχε τύχει ξανά να δω νομοσχέδιο με το οποίο να…

Αναβάθμιση του ακαδημαϊκού περιβάλλοντος και άλλες πομφόλυγες

Ομολογώ πως πρέπει να βγάλω το καπέλο στην ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας. Όσα χρόνια βρίσκομαι στο χώρο της εκπαίδευσης, δεν είχε τύχει ξανά να δω νομοσχέδιο με το οποίο να διαφωνώ με κάθε άρθρο του. Συνήθως, ακόμα και σε πολύ κακά νομοσχέδια του παρελθόντος, υπήρχαν μικρά κομμάτια που ήταν συζητήσιμα. Εδώ η κα Κεραμέως ξεπέρασε τον εαυτό της. Μαζί μου συμφωνούν φοιτητές, ακαδημαϊκοί και η συντριπτική πλειοψηφία των πολιτών που έσπευσαν στην προσχηματική διαβούλευση του Υ.ΠΑΙ.Θ. για να καταθέσουν τη γνώμη τους. Δυστυχώς, αμφιβάλλω αν τις θέσεις αυτές τις διαβάζει κάποιος στο Υπουργείο – κάτι εξαιρετικά ειρωνικό για ένα Υπουργείο «Παιδείας»,  κάθε νομοσχέδιο του οποίου θα έπρεπε να είναι υπόδειγμα μελέτης και να περιέχει αναλυτικά στοιχεία για το πρόβλημα που λύνεται, τον τρόπο ακριβώς με τον οποίο οι αλλαγές που επιφέρει το αντιμετωπίζουν και τον τρόπο με τον οποίο θα μπορέσουμε να κρίνουμε αν είναι επιτυχημένο ή όχι και μετά από πόσο χρόνο. Παρακάτω, θα δώσω τη δική μου οπτική για κάθε ένα από τα τρία μέρη του νομοσχεδίου.

Α. Βάση εισαγωγής στην Ανώτατη Εκπαίδευση

Ένα από τα πρώτα ζητήματα που εγείρουν αμφιβολίες ακόμα και σε άτομα που δεν έχουν βαθιά γνώση του χώρου της εκπαίδευσης είναι η πολύ κακή συγκυρία για την αλλαγή του συστήματος εισαγωγής στα πανεπιστήμια. Πέρα από την ήδη διαταραγμένη σχολική χρονιά λόγω Covid-19, που αρκεί για να μην είναι καλή στιγμή για τόσο μεγάλες αλλαγές, είναι σαφέστατο ότι η ελάχιστη βάση εισαγωγής (ΕΒΕ) επηρεάζει σημαντικά την προετοιμασία των υποψηφίων. Ένα παιδί που στοχεύει σε μια σχολή με χαμηλή βάση και ίσως και κάποιο ειδικό μάθημα που θα του έδινε αρκετά μόρια, ξαφνικά, λίγο πριν από τις εξετάσεις, είναι αδύνατο να καλύψει τα όποια κενά μπορεί να έχει σε μαθήματα που δεν προετοίμαζε το ίδιο εντατικά – πιθανώς για οικονομικούς λόγους. Το ειρωνικό εδώ είναι ότι και ο ίδιος ο νόμος προβλέπει η ΕΒΕ να καθορίζεται το καλοκαίρι πριν από τις επόμενες εξετάσεις, άρα φέτος είναι ήδη εκπρόθεσμος ο ορισμός που θα γίνει. Φυσικά, για το Υπουργείο Παιδείας η συγκυρία είναι ιδανική για ένα τέτοιο νομοσχέδιο, αφού ο υποχρεωτικός εγκλεισμός λόγω Covid-19 αμβλύνει τις αντιδράσεις και επιτρέπει την καταστολή τους στο όνομα της δημόσιας υγείας.

Ας μπούμε όμως στην ουσία της εισαγωγής ΕΒΕ. Σύμφωνα με τις επίσημες ανακοινώσεις του Υπουργείου, ένα 30% των των φοιτητών δεν αποφοιτά ποτέ και η ΕΒΕ είναι ένα σημαντικό βήμα προς τη λύση αυτού του προβλήματος. Τα λογικά άλματα εδώ είναι τεράστια. Καταρχάς, δεν υπάρχει πουθενά κάποια μελέτη που να αποδεικνύει κάποια συσχέτιση (έστω) του βαθμού εισαγωγής με το αν ο φοιτητής θα αποφοιτήσει. Θα περίμενε κανείς ότι αν υπήρχαν τέτοια στοιχεία θα ήταν διαθέσιμα. Επίσης, θα ήταν προφανές από την κατανομή των φοιτητών που εγκαταλείπουν τις σπουδές τους στα πανεπιστήμια: Αυτά με υψηλή βάση θα είχαν πολύ υψηλότερο ποσοστό αποφοίτησης από τα υπόλοιπα, αν συνυπολογίσουμε και τους άλλους παράγοντες (φοιτητές από άλλες πόλεις, κόστος ζωής, αντικείμενο σπουδών κλπ). Από όσο γνωρίζω, τέτοιες μελέτες δεν υπάρχουν και είναι παράλογο να βασίζονται σημαντικές αποφάσεις στις απόψεις της εκάστοτε κας Κεραμέως, που δεν έχει πραγματική σχέση με το ελληνικό πανεπιστήμιο.

Τα υπόλοιπα «θετικά» της ΕΒΕ που αναφέρει το υπουργείο είναι εντελώς θολές φράσεις που δεν αντέχουν σε βαθιά κριτική. Τι σημαίνει «αναβάθμιση σπουδών» και «αναβαθμισμένο πτυχίο» και πώς συνδέονται με την ΕΒΕ; Ουδείς ξέρει. Αν αυτό που εννοούν είναι ότι θα έχουν «καλύτερους» φοιτητές λόγω της βάσης εισαγωγής, προφανώς ποντάρουν στην άγνοια του κόσμου. Οι μαθητές από τη μια χρονιά στην άλλη δεν έχουν μεγάλες διαφορές (ειδικά αν δεν αλλάξουν θεμελιώδη πράγματα στην εκπαίδευση), αλλά ακόμα και να είχαν, το ότι η ΕΒΕ είναι κλάσμα του μέσου όρου στατιστικά  θα σημαίνει ότι σταθερά μέρος των υποψηφίων θα μένει έξω – ακόμα και αν είναι καλύτεροι από χρονιά σε χρονιά ως σύνολο. Για να το κάνω πιο σαφές: αν μια χρονιά ο ΜΟ είναι 10 και η βάση είναι στο 7 και την επόμενη ως διά μαγείας έχουμε πολύ καλύτερους μαθητές και γράψουν με ίδιας δυσκολίας θέματα 12 ΜΟ, η βάση θα πάει στο 8,4. Τα παιδιά που έγραψαν από 7 ως 8,4 τη δεύτερη χρονιά δε θα μπουν πουθενά, ενώ τα πανεπιστήμια θα έχουν άδειες θέσεις! Ως τώρα η πόρτα έκλεινε στο φυσικό όριο των θέσεων των πανεπιστημίων· πλέον οι υποψήφιοι θα πρέπει να ανταγωνιστούν τον αόρατο μέσο όρο. Το φυσικό αποτέλεσμα θα είναι διαρροή μαθητών (η οποία θα ξεκινήσει από την πρώτη λυκείου με την τράπεζα θεμάτων) και άνθιση της παραπαιδείας. Ως καθηγητής ο ίδιος, θεωρώ αδιανόητο παιδαγωγικά να μη λέω στους μαθητές να κάνουν το καλύτερο που μπορούν και αντίθετα να πρέπει να κάνω εκτιμήσεις για το αν θα πλησιάσουν κοντά στον ΜΟ ή θα πρέπει να εγκαταλείψουν την προσπάθεια (και το άμεσο οικονομικό βάρος).

Ο βασικός λόγος που έχει αποκτήσει την όποια δημοφιλία έχει η ΕΒΕ είναι ότι είχαμε το φαινόμενο να μπαίνουν στα πανεπιστήμια μαθητές με πολύ χαμηλές βαθμολογίες. Η κυβέρνηση της «αριστείας» αποφάσισε να κάνει κάτι γι’ αυτούς τους «μπουμπούνες», για να κρατήσει ψηλά το ηθικό των ψηφοφόρων της με κάτι που δεν κοστίζει και πολλά. Η λύση θα ήταν πραγματικά εύκολη: μείωση των εισακτέων στις σχολές με σεβασμό στις δυνατότητες του κάθε πανεπιστημίου. Το πρόβλημα με αυτό το σχέδιο είναι ότι διαχρονικά  ένα τέτοιο μέτρο δεν τυγχάνει καλής αντιμετώπισης από την κοινωνία. Αποφασίστηκε εικονικά να μεταφερθεί το πρόβλημα στους υποψηφίους, που θα φταίνε πλέον οι ίδιοι αν δεν πιάσουν τη ΕΒΕ. Αλλά αυτό είναι προφανώς πλασματικό· αφού η ΕΒΕ είναι ποσοστό του ΜΟ, ένα συγκεκριμένο (και εύκολα υπολογίσιμο, γύρω στο 30%) μέρος των υποψηφίων θα μένει έξω, όσο καλοί και αν είναι στο σύνολο. Το αποτέλεσμα είναι το ίδιο, αλλά με χειρότερους όρους: θα μειωθούν οι εισακτέοι αλλά εντελώς δυσανάλογα, αφού θα αφαιρεθούν πολύ περισσότεροι από τμήματα με χαμηλές βάσεις και ελάχιστοι από τα πολύ πιο ισχυρά πανεπιστήμια των αστικών κέντρων. Οι υποψήφιοι που δε θα τα καταφέρουν θα διοχετευθούν σε ιδιωτικά κολέγια[1] (που απέκτησαν και εργασιακά δικαιώματα) και άλλο ένα σκαλοπάτι στη σκάλα της ταξικής αδικίας θα έχει χτιστεί, αφού, σύμφωνα με όλα τα στατιστικά, οι πιο αδύναμοι μαθητές συχνά προέρχονται και από πιο αδύναμες οικονομικά οικογένειες.

Θα μπορούσε κάποιος να αναφέρει και ένα σωρό άλλα σημαντικά ζητήματα με την ΕΒΕ και το νέο σύστημα εισαγωγής, όπως τον ουσιαστικό αποκλεισμό από την τριτοβάθμια εκπαίδευση όσων φοιτούν σε νυχτερινά σχολεία, το πόσα επαρχιακά τμήματα με σημαντικό έργο θα κινδυνεύσουν, τον ανταγωνισμό ανάμεσα στα πανεπιστήμια, τις επαρχιακές πόλεις που θα έχουν σοβαρά προβλήματα αν κλείσουν τα τμήματα που φιλοξενούν, την επερχόμενη μείωση των δαπανών για την παιδεία και αρκετά άλλα. Για χάρη συντομίας όμως, θα πρέπει να αναφερθώ μόνο σε ένα ακόμα θέμα που αφορά τους υποψηφίους, το ζήτημα του μηχανογραφικού.

Το νέο σύστημα των δύο μηχανογραφικών (συν ένα για τα ΙΕΚ) περιορίζει δραστικά τις επιλογές των υποψηφίων. Και ενώ ο στόχος υποτίθεται πως είναι να μειωθούν οι περιπτώσεις που μαθητές επιλέγουν τμήματα στα οποία τελικά δεν φοιτούν, το αποτέλεσμα θα είναι να μετατραπεί η συμπλήρωση του μηχανογραφικού σε τζογάρισμα, στο οποίο οι μαθητές θα πρέπει να προσπαθήσουν να συνυπολογίσουν τις δυνατότητές τους και τις μελλοντικές βάσεις ώστε να επιλέξουν το καλύτερο δυνατό τμήμα. Με το δεδομένο ότι τμήματα με συνάφεια στα αντικείμενα υπάρχουν πολλά και οι μαθητές είναι αδύνατον να γνωρίζουν με απόλυτη ακρίβεια κατά πόσο προτιμούν π.χ. τα Παιδαγωγικά από τη Φιλολογία, η όλη διαδικασία γίνεται δύσκολη, ψυχοφθόρα και εν τέλει άδικη για τους μαθητές. Υπό το νέο σύστημα, υπάρχει ο πραγματικός κίνδυνος, αν ο μαθητής δεν προβλέψει καλά, να μείνει έξω από όλες τις σχολές που θέλει, ενώ έχει πιάσει τη βάση τους.

Β. Αστυνομία πανεπιστημίων και πειθαρχικές διαδικασίες

Το δεύτερο μέρος του νομοσχεδίου βασίζεται στο γνωστό αφήγημα της φοβερής και τρομερής ανομίας στα πανεπιστήμια, την οποία θα καταπολεμήσει το ειδικό αστυνομικό σώμα που θεσμοθετείται. Καταρχάς, η εικόνα που παρουσιάζει η κυβέρνηση είναι πλασματική. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης αναφέρθηκε σε απειλές, βία και βιασμούς, αόριστα, χωρίς να δούμε ποτέ οποιοδήποτε στοιχείο που να επιβεβαιώνει ότι στους χώρους των πανεπιστημίων τελούνται πράξεις για τις οποίες θα ήταν χρήσιμη η αστυνομία, έστω για να πείσει τους υποστηρικτές του συγκεκριμένου σώματος. Αντίθετα, όσα στοιχεία υπάρχουν δείχνουν το αντίθετο.[2] Ο πραγματικός στόχος είναι να χτυπηθούν και να φακελωθούν και οι τελευταίοι χώροι στους οποίους υπάρχει ελεύθερος αντίλογος στις κυβερνητικές πρακτικές. Είναι σαφές, άλλωστε, από τη σωρεία καταγγελιών για τις πρακτικές της αστυνομίας (απρόκλητη και ακραία βία, παραβιάσεις νόμων και κανονισμών, σεξιστικές και ομοφοβικές συμπεριφορές κλπ) ότι η παρουσία της στα πανεπιστήμια θα προκαλέσει περισσότερα προβλήματα από όσα μπορεί να λύσει. Τουλάχιστον η φύλαξη κρίσιμων χώρων από προσωπικό του πανεπιστημίου (όπως προτείνουν οι πρυτάνεις) θα επέτρεπε πιο διαφανείς διαδικασίες όταν συμβεί κάποιο περιστατικό.[3] Όπως έχουν τα πράγματα, οι φοιτητές θα έχουν να αντιμετωπίσουν τις ομιχλώδεις διαδικασίες της ΕΛΑΣ και της δικαστικής εξουσίας, κατά τις οποίες πάντα ο αστυνομικός έχει δίκιο και οι ΕΔΕ γίνονται για τα μάτια του κόσμου.

Μια άλλη ενδιαφέρουσα προσέγγιση του νομοσχεδίου είναι να δούμε το κόστος του και αν τελικά η αναβάθμιση που υπόσχεται είναι ανάλογη. Με πρόχειρους υπολογισμούς από τα ελλιπέστατα στοιχεία που προσφέρει το Υ.ΠΑΙ.Θ., μπορούμε να καταλήξουμε ότι το κόστος των μισθών, του εξοπλισμού των αστυνομικών και του κέντρου παρακολούθησης που προβλέπει το νομοσχέδιο θα ξεπεράσουν τα 100 εκατομμύρια ευρώ σε βάθος 5 χρόνων, ποσό που είναι σημαντικότατο αν λάβουμε υπόψιν ότι η ετήσια τακτική χρηματοδότηση των πανεπιστημίων είναι περί τα 90 εκατομμύρια. Η ΝΔ χρησιμοποίησε το (οριακά ψευδές) επιχείρημα ότι υπάρχει αστυνομία στα πανεπιστήμια της Ευρώπης. Αν έχουμε την ΕΕ ως φάρο φωτεινό να μας δείχνει το δρόμο, είναι καλό να δούμε και τι άλλο μας δείχνει. Τα ελληνικά πανεπιστήμια, λοιπόν, έχουν τη δεύτερη χειρότερη αναλογία καθηγητών/φοιτητών (1/75, με το ΜΟ της ΕΕ να είναι 1/15), ενώ η χώρα μας είναι τρίτη στην ΕΕ στην αναλογία αστυνομικών ανά 100 χιλιάδες πολίτες (492, με το ΜΟ της ΕΕ να είναι 318). Πώς δικαιολογούμε ότι η βελτίωση των σπουδών περνάει από την πρόσληψη περισσότερων αστυνομικών; Έχω νωπές τις μνήμες από σεμινάρια στα οποία συμμετείχα στο Μαθηματικό Τμήμα του ΕΚΠΑ, με τη συμμετοχή δυο μεγάλων πανεπιστημίων της ΕΕ, στη διάρκεια των οποίων έπρεπε να δικαιολογήσω κάπως στους ξένους συναδέλφους ότι το WiFi πιάνει μόνο στο διάδρομο, δεν υπάρχει ένας εκτυπωτής να τυπώσουν και ότι η ταμπέλα στα ασανσέρ λέει ότι μπαίνουν μέσα με δικό τους ρίσκο γιατί δεν έχουν συντηρηθεί για χρόνια. Τουλάχιστον προβλέψαμε και βάλαμε χαρτί υγείας στις πιο κοντινές τουαλέτες. Το ότι τα πανεπιστήμια βρίσκονται σε αυτή την τραγική κατάσταση υποχρηματοδότησης και η προτεραιότητα της κυβέρνησης είναι να προσθέσει σε αυτά νέο αστυνομικό σώμα λέει πολλά για το πως αντιλαμβάνεται η ΝΔ τη δημόσια παιδεία.

Αρκετά προβληματικές είναι και οι διατάξεις που προβλέπουν ένα «κέντρο ελέγχου» στα πανεπιστήμια εξοπλισμένο με κάμερες, ελεγχόμενη είσοδο στους χώρους του πανεπιστημίου, καθώς και πειθαρχικές διαδικασίες σε βάρος φοιτητών. Σε ό,τι αφορά την παρακολούθηση των χώρων με κάμερες, η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα έχει επισημάνει σωρεία προβλημάτων, που αφορούν το είδος των δεδομένων που καταγράφονται και τη χρήση τους. Οι μόνοι χώροι που έχουν εξαιρεθεί από την καταγραφή είναι οι χώροι διδασκαλίας και εργασίας του προσωπικού. Αυτό σημαίνει ότι όλοι οι κοινόχρηστοι χώροι (κυλικεία, βιβλιοθήκες, διάδρομοι), καθώς επίσης και συνελεύσεις ή εκδηλώσεις φοιτητών θα καταγράφονται νόμιμα. Ακόμα και για τους υποστηρικτές αυτών των μεθόδων, μια τέτοιας έκτασης καταγραφή και παρακολούθηση απαιτεί πολύ αυστηρή δικαιολόγηση για το πόσο επικίνδυνο είναι να τελεστούν αξιόποινες πράξεις, καθώς και για το αν η παρακολούθηση αυτή μπορεί να δράσει αποτρεπτικά – δικαιολόγηση που δεν υπάρχει, φυσικά. Σε ό,τι αφορά την ελεγχόμενη είσοδο, προσωπικά μου φαίνεται προβληματικό να μην μπορεί ένας πολίτης να μπει στους χώρους του πανεπιστημίου και να απολαύσει μια βιβλιοθήκη ή μια διάλεξη, αλλά αυτό το μέτρο μένει να δούμε πώς θα εφαρμοστεί από τα πανεπιστήμια. Το κερασάκι στην τούρτα είναι ότι το κόστος αυτών των μέτρων θα επιβαρύνει τον ΕΛΚΕ, μειώνοντας ακόμα περισσότερο τη δυνατότητα των πανεπιστημίων να πετύχουν τους ερευνητικούς στόχους τους!

Ένα τελευταίο μέτρο που εισάγει το νομοσχέδιο είναι η πειθαρχική επιτροπή και οι ποινές που θα μπορεί να επιβάλλει στους φοιτητές. Εδώ, ξανά οι εμπνευστές αυτής της διάταξης ποντάρουν στην άγνοια και την αφέλεια όσων δε γνωρίζουν την κατάσταση μέσα στο πανεπιστήμιο. Η επιτροπή θα έχει τρεις ακαδημαϊκούς και έναν εκλεγμένο φοιτητή και θα μπορεί να επιφέρει πολύ αυστηρές ποινές (μέχρι και διαγραφή) για μια σειρά από παραπτώματα, που ορίζονται σκοπίμως τόσο γενικόλογα ώστε να καλύπτουν σχεδόν οποιαδήποτε έκφραση των φοιτητών. Παραδείγματος χάριν, κάθε χρήση χώρου ανοιχτού ή στεγασμένου χώρου του πανεπιστημίου χωρίς άδεια μπορεί να θεωρηθεί παράνομη. Με δεδομένο ότι η ΔΑΠ έχει τη συσπείρωση ώστε να εκλέγει κάθε χρόνο έναν δικό της εκπρόσωπο στις επιτροπές αυτές, θα συναποφασίζει με τους φίλα προσκείμενους ακαδημαϊκούς αν το στέκι του αριστερού ή αναρχικού χώρου συνιστά πειθαρχικό αδίκημα, ενώ, αντίθετα, τα τραπεζάκια της ΔΑΠ με τα ηχεία και η οργανωμένη αντιγραφή που οργανώνεται εκεί θα αποτελεί ελεύθερη ακαδημαϊκή έκφραση. Ο νόμος προφανώς και θα εφαρμόζεται κατά το δοκούν.

Γ. «Αιώνιοι» φοιτητές

Οι «αιώνιοι» φοιτητές είναι ένας ακόμα μύθος τον οποίο αξιοποιεί η κυβέρνηση για να ικανοποιήσει τη βάση της χωρίς πραγματικό κόστος. Η καθυστέρηση της απόκτησης πτυχίου είναι ένα πραγματικό πρόβλημα, όχι όμως οικονομικό για το κράτος, αφού οι φοιτητές μετά το 6ο έτος κοστίζουν ελάχιστα στο πανεπιστήμιο.[4] Το πρόβλημα λοιπόν το έχουν οι ίδιοι οι φοιτητές που δυσκολεύονται να πάρουν πτυχίο και αρκετές μελέτες πάνω στο ζήτημα έχουν δείξει ότι εξαρτάται από πολλούς παράγοντες, οι περισσότεροι εκ των οποίων δεν είναι στο χέρι του εκάστοτε φοιτητή. Ενδεικτικά, θα αναφέρω τους οικονομικούς παράγοντες (ανάγκη για εργασία, στήριξη από οικογένεια, κόστος διαμονής και σίτισης, πρόσβαση σε εστία κ.ά.), τις συνθήκες στο πανεπιστήμιο (αναλογία καθηγητών/φοιτητών, πρόσβαση σε εξοπλισμό κ.ά.) και την προσωπική κατάσταση του εκάστοτε φοιτητή (τυχόν προβλήματα υγείας, ψυχολογικές πιέσεις κ.ά.).

Λιμνάζοντες φοιτητές έχουν πολλές δυτικές χώρες –δεν είναι ελληνικό προνόμιο– και οι περισσότερες το αντιμετωπίζουν με φοιτητική μέριμνα, υποτροφίες, part-time σπουδές και διάφορα άλλα θετικά μέτρα. Από αυτά, το μόνο που υιοθετεί η κυβέρνηση είναι οι part-time σπουδές και μόνο για φοιτητές που μπορούν να αποδείξουν ότι εργάζονται 20 ώρες τη βδομάδα, ενώ άλλες περιπτώσεις αφήνονται στην ευχέρεια των καθηγητών του πανεπιστημίου, δίνοντας χώρο στη διαπλοκή. Η πρόβλεψη για 20 ώρες εργασία είναι αστεία, καθώς ένα πολύ μεγάλο μέρος των αδύναμων οικονομικά φοιτητών μπορεί να εργαστεί μόνο σε μαύρη εργασία. Το νομοσχέδιο δεν κάνει σαφή πρόβλεψη ούτε καν για θέματα υγείας ή έστω για την υποχρεωτική στρατιωτική θητεία. Σκόπιμα δεν προβλέπει και αύξηση του ν+2 σε περιπτώσεις που χαθούν εξεταστικές, με αποτέλεσμα να δημιουργεί «πανεπιστημιακούς αυτοματισμούς», προκαλώντας μέρος των φοιτητών να αντιδράσει σε οποιαδήποτε δράση (π.χ. κατάληψη) θα είχε ως πιθανό αποτέλεσμα να χαθεί κάποιο εξάμηνο.

Δ. Εν κατακλείδι

Το συγκεκριμένο νομοσχέδιο θα περνούσε με πολύ περισσότερες αντιδράσεις αν δεν υπήρχε η συγκυρία της πανδημίας. Είναι δύσκολο να θεωρήσω, προσωπικά, ότι είναι τυχαία η ψήφισή του τώρα. Πρόκειται για έναν νόμο που εντείνει τις αδικίες στην εισαγωγή στα πανεπιστήμια και τον έλεγχο και την καταστολή των φοιτητών, χωρίς να λύνει κανένα πραγματικό πρόβλημα.

[1] Σύμφωνα με το Σύνταγμα, το κράτος διασφαλίζει την Παιδεία ως σημαντικό αγαθό που αφορά όλη την κοινωνία. Αν υποθέσουμε ότι η ΕΒΕ διασφαλίζει ότι μόνο οι ικανοί μπαίνουν στα πανεπιστήμια και ασκούν τα επαγγέλματα που αναλογούν στα πτυχία τους, τότε με ποιον τρόπο διασφαλίζεται η ποιότητα των αποφοίτων των ιδιωτικών κολεγίων, που δεν έχουν ΕΒΕ;

[2] Π.χ. https://drive.google.com/file/d/1Y4irBbwsXewfA_6J12kd2QKEcdjQDc_U/view

[3] Να σημειωθεί ότι στη δημιουργία του σώματος των πανεπιστημίων αντιτίθεται και μέρος της αστυνομίας. Το νομοσχέδιο προβλέπει προσλήψεις ειδικών φρουρών και έτσι παρακάμπτεται (και υποβαθμίζεται) για ακόμα μια φορά ο θεσμός των πανελλαδικών εξετάσεων, που κανονικά εμπλουτίζει το αστυνομικό σώμα. Επίσης, σε αυτούς τους φρουρούς με την ελλιπέστατη εκπαίδευση δίνονται ανακριτικές αρμοδιότητες, οι οποίες για τους συναδέλφους τους προαπαιτούν πάνω από δυο χρόνια εκπαίδευση.

[4] Άλλο ένα σημείο στο οποίο η τεκμηρίωση του νομοσχεδίου είναι τραγικά ελλιπής: Πού βρίσκονται τα στοιχεία που για το πόσα χρήματα θα γλυτώσουν τα πανεπιστήμια με τις διαγραφές;