Η καραντίνα είναι μια ιδανική ευκαιρία για να συνδεθούμε με παλιά πράγματα με νέους τρόπους, και για να συνδεθούμε με νέα πράγματα με παλιούς τρόπους –ας μην κοροϊδευόμαστε, αυτές είναι…

Μετά τους Avengers, τι; Υπερβαίνοντας το υπερηρωικό τραύμα

Η καραντίνα είναι μια ιδανική ευκαιρία για να συνδεθούμε με παλιά πράγματα με νέους τρόπους, και για να συνδεθούμε με νέα πράγματα με παλιούς τρόπους –ας μην κοροϊδευόμαστε, αυτές είναι πάνω κάτω οι επιλογές.

Αυτός είναι ένας αφορισμός που έγραψα περίπου πριν από έναν χρόνο, κατά την πρώτη, εντελώς αμήχανη καραντίνα του 2020. Όπως κάθε αφορισμός, έτσι και αυτός αφυδατώνει την πραγματικότητα σε  μια βολική σκόνη που μπορείς να βάλεις σε ένα κουτάκι και να την κουβαλάς μαζί σου –με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την απώλεια της συνθετότητας των πραγμάτων.

Ταυτόχρονα, όμως –επίσης όπως κάθε αφορισμός–, είναι και το απόσταγμα μιας σκέψης που τριβέλιζε και συνεχίζει να τριβελίζει πολλούς ανθρώπους σε αυτή την πρωτοφανή συνθήκη που ζούμε, κυρίως ως προς το πώς καταναλώνουμε την ποπ κουλτούρα σε πανδημικούς καιρούς. Το επίδικο μετατοπίζεται από το πόσο καλή είναι η τάδε σειρά –εύκολο πια να το μάθεις αυτό στο ίντερνετ, παρά τις παγίδες που ελλοχεύουν– στο πώς συνδεόμαστε με την τάδε σειρά, πώς την κουβαλάμε μέσα μας, είτε κυκλοφόρησε φέτος, είτε πριν από 20 χρόνια.

Στον κενό χρόνο του εγκλεισμού, παρόλο που κάποιες πτυχές τις ζωής συνεχίζονται, όλες οι χρονικότητες καταρρέουν σε ένα μοναδικό, άχρονο τώρα· είτε βλέπεις τις νέες σειρές της χρονιάς, είτε ξαναβλέπεις για δέκατη φορά το Office, είτε μυείσαι για πρώτη φορά στην χρυσή εποχή του HBO των 00’s, Everything is Now –όπως λέει και το Dark, σε μια σπάνια, για τα δεδομένα του, στιγμή ανθρωπιστικής διαύγειας.

Τι σχέση έχουν, όμως όλα αυτά με τους υπερήρωες; Δεν κατοικούν αυτοί εξ ορισμού εκτός χρόνου, διαπερνώντας εποχές, προτιμήσεις, εφήμερες ανησυχίες, σαν θεοί που είναι; Ναι, αλλά αυτό έχει νόημα μόνο στην εποχή που ζούμε, μια εποχή όπου τα υπερηρωικά αφηγήματα είναι ένα από τα κυριότερα τρέχοντα νομίσματα της ποπ κουλτούρας –τα έχουμε ξαναπεί αυτά πολλές φορές σε αυτό το περιοδικό, και όποιος ανατρέξει στην αρθρογραφία του γράφοντος μπορεί να δει εύκολα πως είναι ένα πράγμα που με καίει σε βαθύ, προσωπικό επίπεδο. Όπως σε κάθε ιστορική συνθήκη, έτσι κι εδώ ένα φαινόμενο έγινε, μέσα από συγκεκριμένες διαδικασίες, τόσο ηγεμονικό, ώστε κατέστη αυτονόητο. Από περιεχόμενο, έγινε τρόπος σκέψης και θέασης· έγινε διάφανο, σχεδόν αόρατο.

Έχω να γράψω άρθρο για υπερήρωες σε αυτό το περιοδικό από το 2017. Μεσολάβησαν πολλά, κυρίως μεσολάβησε το τέλος της Infinity Saga της Μάρβελ, μεσολάβησε ο Θάνατος του Ήρωα Τόνι Σταρκ και τα δάκρυα που χύσαμε γι’ αυτό, και μεσολάβησε η έκπληξή μου όταν πρόσφατα διαπίστωσα πως για μεγάλο μέρος της επόμενης γενιάς από τη δικιά μου, για τη Gen-Z δηλαδή, το κινηματογραφικό σύμπαν της Μάρβελ δεν υπόκειται σε προτιμήσεις και μικροδιαφωνίες· το MCU είναι η ποπ κουλτούρα. Και τώρα, τι;

 

 

Είναι δύσκολο, σχεδόν αδύνατο, να αναλύσεις μια συνθήκη εντός της οποίας ζεις –τουλάχιστον αυτό έχω μάθει ως ιστορικός. Πριν από 13 χρόνια, οι υπερήρωες μπήκαν στο επίκεντρο της ποπ κουλτούρας με την Μπάτμαν τριλογία του Κρίστοφερ Νόλαν και με έναν σχεδόν άγνωστο στο ευρύ κοινό ήρωα της Μάρβελ –η οποία, για να αποφύγει τη χρεοκοπία, είχε πουλήσει τα κινηματογραφικά δικαιώματα για τους πιο γνωστούς ήρωές της, όπως τον Spider-Man, τους X-Men και τους Fantastic Four– τον Iron Man, να εκτοξεύεται ως κινηματογραφικός αστέρας. Σήμερα ο Iron Man είναι πασίγνωστος, οι Avengers είναι η πιο ποπ ομάδα του πλανήτη, και η Μάρβελ είναι μια μηχανή που τυπώνει χρήμα. Και τώρα, τι;

Τώρα, θα πάμε παρακάτω –ή, τουλάχιστον, θα προσπαθήσουμε. Θα πάμε παρακάτω με τα κεκτημένα της δεκαετίας που έφυγε, δηλαδή με την αυτονόητη πεποίθηση πως οι υπερήρωες είναι η ποπ κουλτούρα, πως είναι το μεγάλο ποπ αφήγημα σε μια περίοδο έλλειψης μεγάλων αφηγημάτων. Έτσι, οι παραγωγοί-ιερείς αυτής της θρησκείας πειραματίζονται με νέα δόγματα, καλύπτοντας το αιώνιο τώρα μας είτε με τσιχλόφουσκες όπως τα χιλιάδες τηλεοπτικά spin-off του MCU και το Arrowverse, είτε με αριστουργήματα όπως το Watchmen.

Και κάπου εδώ τα πράγματα κάπως ξεθολώνουν. Ας πάρουμε δύο ενδεικτικά παραδείγματα: το Wandavision της Μάρβελ και το Doom Patrol της DC. Από τη μία, η Μάρβελ έχει καταστεί η πιο βαριά βιομηχανία ποπ κουλτούρας του σήμερα, παράγοντας έναν μεγαλειώδη μύθο που απλώθηκε σε πάνω από 20 ταινίες, αλλάζοντας για πάντα το σινεμά. Από την άλλη, η DC προσπάθησε να κάνει το ίδιο, αποτυγχάνοντας οικτρά και καταρρέοντας υπό το ίδιο της το βάρος –η ιδιάζουσα περίπτωση του Snyder Cut το αποδεικνύει περίτρανα μέσα στην τραγικότητά της. Εκεί που η Μάρβελ επινόησε έναν νέο τρόπο παραγωγής ποπ κουλτούρας, η DC παγιδεύτηκε από τον ιστορικό της αντίπαλο σε μια λούπα και προσπάθησε να ακολουθήσει ασθμαίνοντας, με τελευταία απαράδεκτη απόδειξη το Wonder Woman 1984.

 

 

Εκεί, όμως, που η Μάρβελ θριάμβευσε την προηγούμενη δεκαετία φαίνεται τώρα να παγιδεύεται. Το Wandavision έχει το βαρύ καθήκον να κρατήσει ζωντανό το δράμα της Infinity Saga και ταυτόχρονα να χαράξει την επόμενη μέρα. Το αποτέλεσμα, λοιπόν, πατάει σε δύο βάρκες (ή σε δύο Πλοία του Θησέα, θα λέγαμε): πρέπει να είναι όχημα μνήμης για όσα προηγήθηκαν, και πρέπει και να καινοτομήσει. Συνολικά, η σειρά λειτουργεί σαν μια μεγάλη ταινία (τυπικό τρωτό σημείο πολλών σειρών της εποχής μας που είναι φτιαγμένες για ανελέητο μπιντζάρισμα), η οποία, όμως, καταφέρνει, σε γενικές γραμμές, τόσο να μας κρατήσει δεμένους με τον Μύθο των πραγματικών και συναισθηματικών ερειπίων που άφησε πίσω του ο Thanos, όσο και να μας πει πως υπάρχει, πράγματι, η επόμενη μέρα.

Το πρώτο όπλο της σειράς γι’ αυτό είναι τα υπέροχα μορφολογικά ευρήματά της, τα οποία βασικά είναι ένας μετα-φόρος τιμής στην ιστορία της τηλεόρασης, πλασμένος με αγάπη και όχι (μόνο) με ψυχρή ειρωνεία. Εγγράφοντας τον εαυτό της στη γενεαλογία του μέσου, η Μάρβελ βασικά βροντοφωνάζει πως αποτελεί το μέλλον του, πως είναι κυρίαρχη, πως είναι η ποπ κουλτούρα του σήμερα. Η ιστορία γράφεται από τους νικητές, μας λέει η Μάρβελ.

Οι νικητές του σήμερα, όμως, μας λέει ταυτόχρονα, είναι οι ηττημένοι που μαζεύουν τα κομμάτια τους: η κεντρική θεματική της σειράς είναι το τραύμα της Wanda (σε μια αναπάντεχα καλή ερμηνεία της  Elizabeth Olsen) και το πώς αυτό μετουσιώνεται σε δυνάμει πραγματικότητα για να υπερβληθεί –μια πολύ δυνατή χρήση των εργαλείων του Φανταστικού για να πουν μια (υπερ)ανθρώπινη ιστορία. Βέβαια, επειδή πρόκειται για τη Μάρβελ, η λύση του δράματος θα έρθει πάλι με μια κορεσμένη μάχη εξαπόλυσης ακτίνων. Το ισοζύγιο είναι θετικό, αλλά η Μάρβελ έχει αποδείξει ότι μπορεί και καλύτερα, και κυρίως ότι μπορεί να φτιάξει και σειρές που δεν είναι άλλη αναπαραγωγή των (καλών) ταινιών της, όπως, λ.χ. το Daredevil.

 

 

Από την άλλη, η DC φαίνεται να κατάλαβε επιτέλους πού μπορεί να διαπρέψει και –σε κάποιες περιπτώσεις– να δείξει πως έχει το υλικό και το δυναμικό για να πει τις ιστορίες της πολύ καλύτερα από τον αντίπαλό της. Το Doom Patrol είναι σε όλα αυτά τα επίπεδα ένας θρίαμβος του τηλεοπτικού μέσου: έχοντας από πίσω του τα χρήματα, την παραγωγή, την αισθητική και (κυρίως) το βάθος του HBO, παρήγαγε ένα αποτέλεσμα που μπορεί να συγκριθεί μόνο με την απάτητη υπερηρωική κορυφή του τηλεοπτικού Watchmen –επίσης προϊόντος του ίδιου ομίλου. Είναι σχεδόν απίστευτο το πόσο ισορροπημένο και χορταστικό είναι το Doom Patrol. Είναι ενδιαφέρον ότι η συνταγή βασίζεται και πάλι στην εισαγωγή μιας ομάδας υπερηρώων παντελώς άγνωστης στο ευρύ κοινό οπότε εδώ έχουμε τρόπον τινά μια αντιστροφή: ενώ η τριλογία του Νόλαν βασίστηκε στον δημοφιλέστερο υπερήρωα όλων των εποχών και η πρώτη ταινία της Μάρβελ σε έναν άγνωστο ήρωα, σήμερα η Μάρβελ πατάει στα κεκτημένα της και η DC εισάγει νέους παίκτες στο γήπεδο.

Το Doom Patrol εισάγει μια ανορθόδοξη ομάδα υπερηρώων, των οποίων η πρώτη κομιξική εμφάνιση χρονολογείται στο 1963, και οι οποίοι μοιάζουν πολύ στην βασική ιδέα των X-Men, αν και οι τελευταίοι εμφανίστηκαν λίγους μήνες αργότερα. Η ιδέα μιας ομάδας απόκληρων ηρώων, τους οποίους ο κόσμος αντιμετωπίζει σαν τέρατα, ήταν τότε ιδιαίτερα πρωτοποριακή στην κομιξική ιστορία, αλλά το κυριότερο είναι πως αυτή η ιδέα έχει προσαρμοστεί από την DC υπέροχα στο σήμερα. Χρησιμοποιώντας το έργο της παρανοϊκής ιδιοφυΐας που λέγεται Grant Morrison, η σειρά παίρνει το πρότυπο του μετα-αντιήρωα και το πηγαίνει ένα βήμα παραπέρα, με ιδιαίτερη έμφαση, όπως και στο Wandavision, στο τραύμα.

Το Doom Patrol δεν στοχεύει σε μια μανιώδη ειρωνική αποδόμηση των υπερηρώων με αιχμηρή πολιτική κριτική, όπως το απολαυστικό The Boys. Αντίθετα, αγκαλιάζει πλήρως και με αγάπη το υπερηρωικό είδος για να δείξει πώς μπορεί να το εμπλουτίσει, χωρίς να έχει καμία διάθεση να το υπερβεί ως τέτοιο. Οι ήρωες είναι εντελώς χάρτινοι ως προς την κομιξίλα που αναδίδουν, αλλά καθόλου χάρτινοι ως χαρακτήρες –πράγμα από δύσκολο έως σχεδόν ακατόρθωτο. Το (καταπληκτικό) χιούμορ και το σπάσιμο του τέταρτου τοίχου δεν έχουν ως στόχο την καφρίλα, όπως λ.χ. στο Deadpool, αλλά το να υπογραμμίσουν τον αξεδιάλυτο δεσμό ανάμεσα στο παράλογο της (υπερ)ανθρώπινης κατάστασης και στις γενναίες προσπάθειες να βρει ο καθένας, κάπως, ένα χέρι για να πιαστεί –έστω κι αυτό το χέρι είναι ρομποτικό.

 

 

Τα επεισόδια της σειράς αναδίδουν μια όμορφη τηλεοπτική αισθητική –μια «τηλεορασίλα» όπως την αποκαλούν οι φίλοι μας στο Nerdcult– και είναι αρκετά αυτοτελή ώστε να απολαμβάνεις το καθένα χωριστά χωρίς να χάνεις τον ειρμό της κεντρικής ιστορίας, η οποία είναι γραμμένη αριστοτεχνικά αξιοποιώντας όλα τα εργαλεία της λογοτεχνίας του Φανταστικού. Αυτή η αυτονομία των επεισοδίων προσφέρει τη δυνατότητα να έχει το καθένα διαφορετικό τόνο, από συγκινητικά wholesome (πληροποιητικά, όπως μεταφράζει τον όρο ένας φίλος) επεισόδια κουήρ θετικότητας, μέχρι καθαρτικούς λαβυρίνθους τρόμου στο ύφος του Clive Barker, και ζεστά μυθικά κατασκευάσματα βγαλμένα από τη φαντασία του Neil Gaiman. Πρέπει να τονιστεί, άλλωστε, ότι οι ερμηνείες του καστ είναι απίστευτες, ένα ιδιαίτερο επίτευγμα για ηθοποιούς που συνήθως είναι κρυμμένοι πίσω από μάσκες και βαρύ μακιγιάζ. Ξεχωρίζει, ανάμεσά τους, ο υπέροχος Brendan Fraser, που ακροβατεί, παίζοντας μόνο με τη φωνή του, ανάμεσα στην υστερία και τη συγκίνηση με έναν τρόπο που μόνο ένας σπουδαίος ηθοποιός (ναι, Νίκολας Κέιτζ, εσένα κοιτάω) θα μπορούσε –ο ρόλος του, άλλωστε, έχει ειδικό βάρος λόγω των κακουχιών που υπέστη ο ηθοποιός στην πραγματικότητα.

Το σύνηθες στην τηλεόραση μοντέλο της δυσλειτουργικής ομάδας ατόμων, που ο καθένας κουβαλάει τον δικό του σταυρό και τελικά βρίσκουν μια νέα οικογένεια, βρίσκει, λοιπόν, μια νέα ενσάρκωση, εμβολιασμένο με έναν μοναδικό τρόπο γραφής και με μια πλήρη αδιαφορία για το πώς «θα έπρεπε» να είναι η υπερηρωική τηλεόραση –δείχνοντάς μας, τελικά, πώς θα έπρεπε όντως να είναι η τηλεόραση, υπερηρωική ή μη. Μπορώ να πω, χωρίς ιδιαίτερη υπερβολή, ότι, ως προς το πρωτοποριακό γράψιμο, το Doom Patrol είναι η υπερηρωική (και παρανοϊκή) εκδοχή ενός άλλου πρόσφατου αριστουργήματος του ΗΒΟ, του Succession. Όποιος και όποια το έχει δει, κατάλαβε.

Είχα πάντα μια αντίληψη ότι στις ιστορίες της Μάρβελ απολαμβάνω την ψυχεδελική μεγαλοσύνη, τη φαντασία και το δέος, ενώ σε εκείνες της DC απολαμβάνω την καταβύθιση στα έγκατα των χαρακτήρων και την λυρική τραγικότητα. Αυτή η χοντροκομμένη διχοτομία αποδείχθηκε τελικά ακριβής στην περίπτωσή μας: η Μάρβελ επενδύει στο περίπλοκο ουρανομήκες οικοδόμημα που έχει χτίσει εδώ και μια δεκαετία, και το οποίο συνεχίζει να αναδεικνύεται σε μια κυρίαρχη ποπ μυθολογία της εποχής μας. Η DC, από την άλλη, αν επενδύσει σε πτυχές της όπως το Doom Patrol (ή αρκετές από τις εξαιρετικές animated ταινίες της), μπορεί να θριαμβεύσει παράγοντας έργα πιο χαμηλόφωνα και πιο ποιητικά, πιο ταιριαστά με τη φυσιογνωμία της.

 

 

Πριν κάποια χρόνια, όταν έγραφα το τελευταίο μου κείμενο περί υπερηρώων, εξέφραζα μια ανησυχία για τον υπερκορεσμό της ποπ κουλτούρας –άρα και μέρους των αναπαραστάσεών μας για την πραγματικότητα– με υπερηρωικές μορφές. Αυτή η ανησυχία με γυροφέρνει ακόμη, αλλά, δεδομένου ότι η κυρίαρχη ποπ μυθολογία μας είναι αυτή που είναι, το καυτό ερώτημα είναι ποια είναι η επόμενη μέρα. Στην ερώτηση «και τώρα τι;» έχουν δοθεί ήδη κάποιες ελπιδοφόρες απαντήσεις, διαφορετικές σε ύφος και προσέγγιση, αλλά συγκλίνουσες ως προς το τι μπορεί να κάνει η υπερηρωική φόρμα. Στην ερώτηση «και τώρα τι;», λοιπόν, η Μάρβελ απαντά μεγαλοπρεπώς: «What is grief, if not love persevering»· η DC, από την άλλη, κλείνει τη συζήτηση με έναν τρόπο που μας θυμίζει τον Bojack Horseman: «This world is a beautiful, horrible place. It’s spectacular».