Αν κάτι έδειξε ξεκάθαρα η υπόθεση στη Νέα Σμύρνη, δεν είναι μόνο ότι τα όρια μεταξύ του επίδοξου βιαστή (και όχι απλώς επιδειξία) και του «καλού παιδιού της διπλανής πόρτας»…

Οι βιαστές δεν είναι ράτσα ειδική, είναι άνδρες καθημερινοί

Αν κάτι έδειξε ξεκάθαρα η υπόθεση στη Νέα Σμύρνη, δεν είναι μόνο ότι τα όρια μεταξύ του επίδοξου βιαστή (και όχι απλώς επιδειξία) και του «καλού παιδιού της διπλανής πόρτας» είναι ρευστά. Είναι επίσης και ότι αντίστοιχες ιστορίες, στην πραγματικότητα, είναι τόσο κοινότοπες που σχεδόν κάθε γυναίκα έχει να μοιραστεί μια τέτοια εμπειρία, όσο κι αν αυτό φαντάζει αλλόκοτο σε μια μερίδα του αντρικού κοινού. Σε αυτό το πλαίσιο, η Εύη Μότσιου αναζήτησε και κατέγραψε την δική της και άλλες 3 μαρτυρίες γυναικών από το συρτάρι του  παρελθόντος, με την ελπίδα (όλων) ότι αυτή είναι και η θέση που τους ανήκει.

 

Εύη Μότσιου

Ήταν περίπου πριν 8-9 χρόνια, χειμώνας, γύρω στις 20.30-21.00 το βράδυ. Γύριζα από μάθημα ιταλικών στο κέντρο, με το τρόλεϊ. Ήμουν πολύ κουρασμένη, δεν έδινα προσοχή στον περίγυρό μου. Κατεβαίνω στη στάση μου – στις φοιτητικές εστίες στην Πατησίων, στον Άγιο Λουκά- και ξεκίνησα να περπατώ προς την πολυκατοικία όπου έμενα. Άκουσα βήματα από πίσω μου, το τακούνι του παπουτσιού έκανε χαρακτηριστικό θόρυβο. Όπως κοίταξα, είδα έναν άντρα να περπατά λίγο πιο πίσω μου. Ανησύχησα, αλλά στην αρχή σκέφτηκα ότι ακολουθούσε τον ίδιο δρόμο για να πάει στο δικό του σπίτι. Για να τεστάρω αυτή την ιδέα, έκανα ζιγκ-ζαγκ στον δρόμο, από το ένα πεζοδρόμιο στο άλλο, και τα βήματα με ακολουθούσαν.

Τότε ανησύχησα πραγματικά. Πήρα τα κλειδιά στα χέρια μου, και κρατούσα το κλειδί της εξώπορτας έτοιμο να το χρησιμοποιήσω. Σκέφτηκα ότι θα τον απέτρεπε να μου επιτεθεί το ότι διασταυρώθηκα με μια οικογένεια ελάχιστα μέτρα πριν την είσοδο της πολυκατοικίας μου. Με το που προσπέρασα την οικογένεια, έτρεξα τα ελάχιστα μέτρα που έμειναν προς την πόρτα. Ευτυχώς η κλειδαριά δεν σκάλωσε όπως συνήθως, και όρμησα στην πολυκατοικία. Γύρισα επιτόπου να κλείσω την πόρτα πίσω μου, αλλά ο άντρας πρόλαβε να βάλει το πόδι και το αριστερό του χέρι μέσα και να κρατήσει την πόρτα ανοιχτή. Θυμάμαι ακόμα το ότι φορούσε ένα μπεζ φουσκωτό μπουφάν.

Με το δεξί μου χέρι άρχισα να κοπανάω το χέρι του με την πόρτα της πολυκατοικίας, με το αριστερό κρατούσα το κινητό και παράλληλα ούρλιαζα ότι θα καλέσω την αστυνομία, ούρλιαζα βοήθεια. Φυσικά δεν σάλεψε κανένας ούτε από την πολυκατοικία, ούτε από τα γύρω μπαλκόνια. Θυμάμαι να μου πέφτει το κινητό από το χέρι, να συγκρατώ την πόρτα με το πόδι και να σκύβω με ταχύτητα να μαζεύω το κινητό. Ειλικρινά απορώ με τις κινήσεις μου. Ο άντρας σε κάποια φάση θύμωσε και αγχώθηκε, οπότε με το χέρι που παρέμενε μέσα στην πολυκατοικία με χαστούκισε, με έβρισε και έφυγε. Ανέβηκα στο σπίτι μου, μίλησα στους γονείς μου, καλέσαμε την αστυνομία, αλλά επί ματαίω.

Αλεξάνδρα Μότσιου

Ήταν καλοκαίρι, γύρω στις 22.00, ήμουν 18-19 ετών. Γύριζα στο σπίτι μου, στα Πατήσια, μετά από προπόνηση σε μια αθλητική μου δραστηριότητα, και έτυχε να είναι μια από τις μέρες που δεν κατάφερε να με γυρίσει ο φίλος μου σπίτι.

Φορούσα τα ακουστικά μου, ακούγοντας μουσική, και ήμουν κουρασμένη και σχετικά αφηρημένη. Μπαίνοντας μέσα στην πολυκατοικία, μπήκε μαζί μου και ένας νεαρός άντρας. Πήγα να πάρω το ασανσέρ, και όσο το περίμενα να φτάσει στο ισόγειο, ο άντρας είχε κοντοσταθεί στα κάγκελα της κλίμακας ακριβώς δεξιά του ασανσέρ. Τον ρώτησα αν ανέβαινε, και μου έγνευσε αρνητικά.

Μπαίνοντας μέσα, από συνήθεια στράφηκα να κοιτώ προς την πόρτα. Ο άντρας τότε όρμησε και κράτησε το ασανσέρ με το δεξί του πόδι. Έβαλε το σώμα του μπροστά μου και τα χέρια του πήγαν προς το φερμουάρ του παντελονιού του. Με κατέκλυσε θυμός και αίσθηση κλειστοφοβίας, γιατί το ασανσέρ ήταν πολύ μικρό. Θυμάμαι ότι απλά ήθελα να βγω από κει μέσα και να βρεθώ στην είσοδο, να έχω χώρο. Χτύπησα με πολύ δύναμη την πόρτα του ασανσέρ και του ούρλιαξα «Τί κάνεις εκεί, ρε;». Ακόμα και τότε θυμάμαι ότι δεν ήθελα να τον χτυπήσω, απλά να βγω από ασανσέρ. Η πολύ επιθετική μου διάθεση και το ότι η πόρτα κοπάνησε στον τοίχο και έκανε πολύ θόρυβο τον ανάγκασαν να τρέξει και να φύγει. Καλέσαμε αμέσως με τους γονείς μου την αστυνομία, η οποία ήρθε άμεσα, τον αναζήτησε στην περιοχή, αλλά ο άντρας δεν βρέθηκε.

 

Χ. Κ.

Με αφορμή τα τελευταία περιστατικά καταγγελιών για σεξουαλικές παρενοχλήσεις και βιασμούς από μη επώνυμες κοπέλες , θέλησα να μοιραστώ  τις άσχημες μνήμες που απέκτησα από το Ηράκλειο Κρήτης. Η ιστορία μου μοιάζει αρκετά με την ιστορία της κοπέλας και του επίδοξου βιαστή από τη Νέα Σμύρνη.

Ήταν βράδυ Σαββάτου ή Κυριακής, πριν από 4-5 χρόνια. Άραζα σε ένα πάρκο και, όταν πήρα το δρόμο της επιστροφής για το σπίτι, δεν είχε πάει αργά το βράδυ. Περπάτησα από το πάρκο Ξενία, περνώντας από πολυσύχναστους δρόμους, με προορισμό μια επίσης πολυσύχναστη γειτονιά επί της οδού Κατεχάκη. Όταν, λοιπόν, βρέθηκα σε μια απόσταση κάποιων δεκάδων μέτρων από την είσοδο της πολυκατοικίας μου, τότε αντιλήφθηκα την παρουσία ενός νεαρού που στεκόταν ακίνητος  στον απέναντι δρόμο και με κοιτούσε επίμονα. Οι ενδυματολογικές επιλογές του ήταν σχεδόν όμοιες με του 22χρονου από τη Νέα Σμύρνη, όπως εμφανίζεται στη φωτογραφία των δημοσιεύσεων.

Ξεγελάστηκα από το τρίπτυχο ‘Βερμουδίτσα-μπλουζίτσα-σνικεράκια’ και στιγμιαία αναρωτήθηκα μήπως ήταν κάποιος γνωστός μου. Στα επόμενα βήματα η σκέψη αυτή διεκόπη βιαίως, όταν ο τύπος ξεκίνησε να τρέχει προς το μέρος μου. Για καλή μου τύχη, η πόρτα της εισόδου ήταν ορθάνοιχτη (παρόλο  που ο κανόνας ήταν να κλειδώνουμε τα βράδια). Έτσι κατάφερα να μπω γρήγορα μες την πολυκατοικία και να του κλείσω την πόρτα πίσω μου. Για κακή μου τύχη όμως, είχε προλάβει να βγάλει το πέος του και το χτύπησε έντονα, σαν από εκδίκηση που του ξέφυγα, πάνω στη τζαμένια και σκονισμένη πόρτα. Παρόλη την αηδία και το σοκ της επίθεσης, κατάλαβα ότι εκείνος παρέμεινε κολλημένος στο τζάμι. Αυτό που ενστικτωδώς προέκυψε σαν απόφαση μέσα στο μυαλό μου ήταν ότι δεν έπρεπε να του δείξω ίχνος τρόμου και πανικού, κι έτσι έγινε. Ξεκίνησα να ανεβαίνω προς τον όροφο μου, ένα- ένα τα σκαλοπάτια, με απόλυτη ψυχραιμία και αυτοπεποίθηση από το γεγονός ότι κατάφερα να ξεφύγω. Δεν ήθελα να πάρει την παραμικρή ικανοποίηση από τον φόβο μου, σαν τιμωρία για τις πράξεις του.

Φυσικά ο φόβος ήταν έντονος, γι΄ αυτό και η επόμενη ενέργεια ήταν απλώς να κλειδαμπαρωθώ μέσα στο σπίτι. Το λάθος μου, ίσως, να ήταν που δεν κάλεσα την αστυνομία (δεν είχα πίστη στη δράση της όμως). Η κατάληξη ήταν να προετοιμάσω τον εαυτό μου για τα χειρότερα και κάπως έτσι αποκοιμήθηκα. Τελικά, η επόμενη μέρα αποδείχθηκε πιο τρομακτική. Όταν θέλησα να μοιραστώ αυτό που μου έτυχε, υπήρξαν άτομα με μη αναμενόμενες αντιδράσεις. Σε κάποιους δεν έκανε εντύπωση η επίθεση και θεώρησαν καλό να με καθησυχάσουν με γέλια, τα οποία προσπέρασα. Έπειτα κάποιος άλλος με ενημέρωσε λέγοντας μου το εξής: «Δεν έγινε κάτι, αυτός είναι γνωστός στη γειτονιά και τα κάνει αυτά. Τη γλίτωσες, κανονικά αυτός στριμώχνει κοπέλες σε σκοτεινά σημεία και τους τρίβει το μόριο του. Να μην ανησυχείς, είναι ακίνδυνος για κάτι παραπάνω». Η τελευταία πληροφορία που με αποτελείωσε ήταν ότι «αστυνομία γνωρίζει, αλλά δεν μπορεί να κάνει κάτι, γιατί ο νεαρός αυτός είναι ψυχικά ασθενής».

Φ.Ν

Το περιστατικό σεξουαλικής παρενόχλησης που θα σας διηγηθώ συνέβη κάτι λιγότερο από δύο χρόνια πριν, στην διάρκεια μιας μεσημεριανής διαδρομής με ταξί, από την τότε δουλειά μου προς το σπίτι και παρότι ήμουν ήδη στην ηλικία των τριάντα, κατάφερε τόσο να με φοβίσει, όσο και να μου δημιουργήσει συναισθήματα θυμού αλλά και επιφυλακτικότητας.

Έχοντας μια δύσκολη μέρα και βάρδια, αποφάσισα να βγω στην λεωφόρο Κηφισίας, που βρισκόταν ακριβώς μπροστά από το εμπορικό κέντρο όπου εργαζόμουν ως πωλήτρια, ώστε να γυρίσω σπίτι με ταξί. Ανοίγοντας την πόρτα αντίκρυσα έναν νέο οδηγό- σίγουρα κάτω των σαράντα ετών, ο οποίος φαινόταν και ιδιαίτερα πρόσχαρος. Ξεκίνησε να μου πιάνει την κουβέντα για διάφορα πράγματα, αλλά περισσότερο μίλαγε για τον ίδιο, με τρόπο που θα έλεγε κανείς ότι γινόταν και κουραστικός. Μεταξύ άλλων αναφερόταν στα «επιτεύγματα» του, αλλά και στο σώμα του και το πόσο γυμναζόταν. Εγώ απαντούσα κοφτά στις περισσότερες κουβέντες, καθώς ήμουν πολύ κουρασμένη από τη δουλειά, αλλά δεν έβρισκα και κανένα ενδιαφέρον στις συζητήσεις.

Μετά από λίγη ώρα και, ενώ «χάζευα» από το παράθυρο και φαινόταν πως προσωρινά επικρατούσε ηρεμία, ένιωσα ότι το χέρι του, που βρισκόταν δίπλα στο δικό μου, κουνιόταν. Μέχρι να προλάβω να διαπιστώσω τι είχε συμβεί, τράβηξε με τη βία το δικό μου και το έβαλε με το ζόρι στο γενετικό του μόριο που είχε βγάλει έξω, ενώ παράλληλα πριν από αυτό αυνανιζόταν. Προσπάθησα αντανακλαστικά να πάρω το χέρι μου, βάζοντας τις φωνές και απαιτώντας να σταματήσει το ταξί την ίδια στιγμή. Οι πρώτες του κουβέντες ήταν «κοίτα τι μου έκανες» και «έλα που δεν σου αρέσει». Αισθάνθηκα βαθιά αηδιασμένη από την κίνηση αυτή, αλλά και μια τεράστια οργή ταυτόχρονα. Εκείνη τη στιγμή βρισκόμασταν στην διασταύρωση δύο πολύ κεντρικών οδών της Αθήνας, αυτή της Βεΐκου και της Γαλατσίου, η ώρα ήταν τέσσερις το μεσημέρι και ο δρόμος κατακλιζόταν από οχήματα. Μετά τις φωνές μου, αποφάσισε να με αφήσει. Κατεβαίνοντας ξεκίνησα να πορεύομαι προς το σπίτι μου πανικόβλητη. Φυσικά και σκέφτηκα τι θα μπορούσε να έχει συμβεί αν οι συνθήκες ήταν διαφορετικές, για παράδειγμα αν ήταν βράδυ ή βρισκόμασταν σε κάποια έρημη οδό.

Η εμπειρία αυτή, αν και, δυστυχώς, αρκετά κοινή για πολλές γυναίκες, στάθηκε ικανή να με αφήσει για αρκετό καιρό σε επιφύλαξη και «εγρήγορση», αλλά και να προσθέσει στις ήδη επίκτητες φοβίες που έχουν εμποτιστεί μέσα μας με τα χρόνια, λόγω της ελλιπούς παιδείας αλλά και της μη αποτελεσματικής αντιμετώπισης των φαινομένων της φυλετικής παρενόχλησης και βίας κατά των γυναικών.

 

  • Social Links: