Το Midnight Mass αποτελεί μίνι σειρά δια χειρός Mike Flanagan (The Haunting of Hill House, The Haunting of Bly Manor, Doctor Sleep, Oculus μεταξύ άλλων) για λογαριασμό της Netflix. Τοποθετεί…

Το Midnight Mass και η οικονομία της προσοχής

Το Midnight Mass αποτελεί μίνι σειρά δια χειρός Mike Flanagan (The Haunting of Hill House, The Haunting of Bly Manor, Doctor Sleep, Oculus μεταξύ άλλων) για λογαριασμό της Netflix. Τοποθετεί την πλοκή σε ένα απομονωμένο νησί όπου μετά την άφιξη ενός χαρισματικού ιερέα ξεκινούν να συμβαίνουν μυστήριες καταστάσεις. Οι θεματικές που απασχολούν σταθερά τον Flanagan στις προηγούμενες δουλειές του κάνουν την εμφάνιση τους κι εδώ, σε ένα βαθμό πιο διαυγείς. Πόνος, τραύμα, απώλεια, συγχώρεση. Το Midnight Mass διακατέχεται από μια βαθιά υπαρξιακή αγωνία και διερευνά ζητήματα σχετικά με το θάνατο και την πίστη για τα οποία δεν υπάρχουν απαντήσεις παρά μόνο η διαρκής και επίπονη εξερεύνηση τους. Η σειρά ενδέχεται να πλασάρεται σαν horror δημιούργημα αλλά επί της ουσίας αποτελεί ένα βαθιά οντολογικό κοινωνικό δράμα τιγκαρισμένο με νοήματα, συμβολισμούς και αλληγορίες. Στο παρόν κείμενο με απασχολεί λιγότερο να συζητήσω την ίδια τη σειρά (την οποία, αν με ρωτάτε, λάτρεψα), όσο το να μετατοπίσω το ενδιαφέρον πέριξ της. Θα εστιάσω στο γύρω-γύρω, στον αντίκτυπο που έχει στο θεατή, στις μετασχηματιστικές ιδιότητες που παρουσιάζει σχετικά με την ίδια τη διαδικασία θέασης και το σημαντικότερο: στο τρόπο με τον οποίο το Midnight Mass εισέρχεται με πυγμή στη συζήτηση που αφορά τις μεταπλάσεις του χρόνου στο ιστορικό παρόν. Για να γίνω πιο ξεκάθαρος, η αφετηριακή σκέψη για ένα κείμενο που θα καταπιάνεται δορυφορικά με τη σειρά είναι η πρόσφατη συζήτηση που λαμβάνει χώρα στο πεδίο του ψηφιακού σχετικά με τους μονολόγους της. Το Midnight Mass λατρεύει το μονόλογο όπως οι πιστοί τη Θεία Κοινωνία. Αυτό το γεγονός φαίνεται να προκαλεί μια δυσανεξία σε μεγάλη μερίδα των φαν με αποτέλεσμα οι όχι και τόσο σκοτεινές γωνιές του διαδικτύου να φιλοξενούν εικόνες και memes όπως τα παρακάτω:

Με μια πρώτη ματιά οι τρολιές του διαδικτύου προκαλούν γέλιο και πυροδοτούν χιουμοριστικά σχόλια στο χώρο του ψηφιακού. Σε ένα δεύτερο επίπεδο υπάρχει το ζήτημα των προβληματικών που γεννιούνται από μια τέτοια εικόνα και την επακόλουθη συζήτηση. Τι ακριβώς μας ενοχλεί στο μονόλογο; Πόση συγκέντρωση και προσοχή απαιτείται από εμάς ώστε να συμβαδίσουμε μαζί του; Τι είδους δυναμικές αναπτύσσονται μεταξύ θεατή και τηλεοπτικής σειράς που καταναλώνεται στην ψηφιακή πλατφόρμα; Τι έχει να μας πει ένας μονόλογος του Midnight Mass όχι με όρους περιεχομένου αλλά ως όχημα αναζήτησης του πώς βλέπουμε τηλεόραση σήμερα; Τι αντίκτυπο έχει στον ευρύτερο χώρο του ψηφιακού; Αυτά τα ερωτήματα θα απασχολήσουν το εν λόγω κείμενο του οποίου ο στόχος είναι να μοιάζει με ένα μονόλογο του Flanagan. Εν κατακλείδι, καλώς ήρθατε στην έρημο του βαρετού. Μπορεί και όχι. Προχωράμε.

Ο CEO της Netflix Reed Hastings αναφέρει σε συνέντευξη του στους New York Times το 2015: «Είχαμε 80 χρόνια γραμμικής τηλεόρασης και ήταν καταπληκτικά και στις μέρες μας η συσκευή φαξ ήταν καταπληκτική. Τα επόμενα 20 χρόνια θα είναι αυτός ο μετασχηματισμός από γραμμική τηλεόραση σε διαδικτυακή τηλεόραση.» Ο μετασχηματισμός της τηλεόρασης «από την εποχή του δικτύου στη μετάβαση των πολλών καναλιών με κατάληξη στην εποχή μετά το δίκτυο» (Lotz, 2007) και η ταχεία άνοδος του streaming εγκαθιδρύουν ένα νέο πρόσωπο της βιομηχανίας της διασκέδασης που στηρίζεται στη λογική του εφήμερου. Το παράδειγμα της Netflix που οικοδομεί το χαρακτήρα και την ταυτότητα της πάνω στην έννοια της εξατομίκευσης υπαγορεύει ένα νέο τύπο τηλεόρασης που ο καθένας και η καθεμιά ξεκινούν από το δικό τους προφίλ έναν αγώνα δρόμου με έπαθλο την ταχύτατη κατανάλωση περιεχομένου σε πλήρη εναρμονισμό με την κατανόηση της φιλοσοφίας της πλατφόρμας, η οποία δεν είναι άλλη από την παροχή φαινομενικά απεριόριστων δυνατοτήτων στα πλαίσια της υπηρεσίας. Με άλλα λόγια, το μοντέλο της Netflix δημιουργεί νέους κανόνες στο industry lore: μοιάζει ανεξάντλητο, περιέχει εναλλαγή, βασίζεται στην ποικιλία, ωθεί στη μανιώδη κατανάλωση και προσκυνά τη θραυσματικότητα. Φτιάχνουμε λίστες, βαθμολογούμε, ψάχνουμε, πληκτρολογούμε, κόβουμε και ράβουμε, κάνουμε pause το επεισόδιο, το συνεχίζουμε μετά από ώρες σε άλλη συσκευή αναπαραγωγής, το παρακολουθούμε ξανά, τεστάρουμε τα πρώτα 10 λεπτά ώστε να αποφασίσουμε αν αξίζει να αφιερώσουμε χρόνο κλπ. Κοντολογίς, είμαστε τα καλύτερα πελατάκια του αλγορίθμου της Netflix[1] στον οποίο προσφέρουμε data ώστε να μας δώσει πίσω τη δική μας επιθυμία. Αν και μπαίνω σε πειρασμό, δεν θα προχωρήσω σε σχόλια περί αλγοριθμικής κουλτούρας καθώς ο στόχος είναι ένα κείμενο για το Midnight Mass και όχι για Alexander Galloway ή Ted Striphas. Από την παραπάνω πρόχειρη εισαγωγή γίνεται αντιληπτό ότι το ιερό δισκοπότηρο της Netflix αντανακλάται στο τρίπτυχο εξατομίκευση – υπηρεσία – αλγόριθμος. Σε αυτό το ψηφιακό πλαίσιο τρομακτικών ταχυτήτων, παραμορφωμένων εμπειριών και εναλλαγής πρακτικών θέασης στεγάζεται το οικοδόμημα του Flanagan. Θα αναρωτηθεί κανείς: τι δουλειά έχει εδώ ένα horror που δεν είναι horror, μια σειρά δίχως cliffhanger, ένα ανελέητο σφυροκόπημα μονολόγων σχετικά με τον άνθρωπο και την πίστη; Και γιατί να μην έχει, θα πω εγώ. Η φιλοσοφία της Netflix είναι αυτή ακριβώς. Άνοιγμα της βεντάλιας επιλογών από άποψη περιεχομένου. Το πρόβλημα με το Midnight Mass είναι ότι μοιάζει δομικά παράταιρο με το αχαλίνωτων ρυθμών προφίλ της πλατφόρμας. Και αυτή η δομική ασυνέπεια, αν θέλετε, έχει άμεσο αντίκτυπο στο θεατή και τον τρόπο που παρακολουθεί τη σειρά.

Αν το Netflix βασίζεται σε λειτουργίες διακοπτόμενες, θραυσματικές και τμηματικές, το Midnight Mass είναι δομικά η αποθέωση της ροής, το ευαγγέλιο της αδιασάλευτης συνέχειας, μια ερωτική επιστολή στο continuity. Ο Flanagan το αγαπάει αυτό και φαίνεται. Στη μεγάλη κλίμακα η μίνι σειρά του δύναται να ειδωθεί σαν μια ταινία εξοντωτικής διάρκειας (κάπως έτσι την είδα εγώ, ολόκληρη σε μια μέρα). Στη μικρή κλίμακα η αγάπη του φαίνεται από το μονόπλανο στο δεύτερο επεισόδιο με τις γάτες στην παραλία (κάτι που είχε ξανακάνει με μεγαλύτερη επιτυχία στο Haunting of Hill House). Αυτή η λογική του συνεχούς που χαρακτηρίζει τη φόρμα του Midnight Mass βρίσκει το έδαφος να ανθίσει σε όλη της τη μεγαλοπρέπεια μέσω των μονολόγων. Και εκεί είναι που ζορίζει το πράγμα για τον θεατή.

Οι μονόλογοι του Midnight Mass απαιτούν συνέπεια, συγκέντρωση και προσήλωση. Δίνουν την αίσθηση της ανάδυσης μιας νέας χρονικότητας μέσα στο σταθερό χρόνο της σειράς. Προσιδιάζουν σε μια μεγάλη, ξεχειλωμένη και τραβηγμένη στιγμή μέσα στη ροή του επεισοδίου. Μια στιγμή με διάρκεια. Αυτό ζορίζει το θεατή για τον προφανή λόγο: βαριέται. Ακόμα και αν τα λόγια που βγαίνουν από το στόμα του ομιλούντος κατέχουν μια ιδιαίτερη βαρύτητα ή έχουν κάτι να μας πουν τέλος πάντων, η σταθερά επικεντρωμένη πάνω σε έναν άνθρωπο κάμερα που ουσιαστικά διηγείται μια ιστορία, κουράζει. Παρατηρούμε απουσία εναλλαγών, ρυθμού, μοντάζ. Απουσία διαλόγων (προφανώς) ή σύντομης λεκτικής παρέμβασης από άλλο χαρακτήρα που μοιράζονται τη σκηνή. Γίνεται αντιληπτό ότι ο θεατής δεν είναι συνηθισμένος σε μια τέτοια συνθήκη. Εκτός αν έχει φάει μεταπτυχιακά, διδακτορικά και συνέδρια με το κουτάλι συλλέγοντας ένσημα παρακολουθώντας διαλέξεις. Τότε ο Flanagan πιθανότατα θα του φανεί παιχνιδάκι. Στη σύγχρονη τηλεόραση του ανταγωνισμού, της υπερκατανάλωσης και των platform wars ένα από τα βασικά στοιχήματα μιας σειράς είναι να σε κρατήσει. Η παρακολούθηση ενός επεισοδίου να δημιουργήσει την επιθυμία για περισσότερο. Κι ενώ η πλειοψηφία της τηλεοπτικής παραγωγής λειτουργεί με αυτούς τους όρους, το Midnight Mass κάνει το αντίθετο. Παίρνει το χρόνο του, ξεδιπλώνεται αργά με θαυμαστή στοχοπροσήλωση στην ιστορία που θέλει να πει και αποφεύγει τις επιταγές του binging όπως ο διάολος το λιβάνι. Η σειρά του Flanagan δεν προσπαθεί να μας τραβήξει μέσα ούτε έχει πρωταρχικό στόχο να μας παρασύρει. Αντιθέτως, περιμένει από εμάς να την εξερευνήσουμε με βάση την ανάγκη και την επιθυμία μας, να κολυμπήσουμε στα νερά της με το δικό μας ρυθμό. Σε αυτό το σημείο, ας κάνουμε μια προσπάθεια να υπερκεράσουμε την απλοϊκή εξήγηση περί βαρεμάρας και ας εστιάσουμε περισσότερο στο μονόλογο και στη δυσκολία της συνεχόμενης προσοχής. Για να προσεγγίσουμε ένα τέτοιο ζήτημα θα χρειαστούμε τη βοήθεια του Jonathan Crary.

Ο Jonathan Crary, καθηγητής σύγχρονης τέχνης και θεωρίας στο Columbia της Νέας Υόρκης ασχολήθηκε εντατικά στην έρευνα και τη γραπτή παραγωγή του με το ζήτημα της προσοχής (attention). Τα βιβλία του Techniques of the Observer: On Vision and Modernity in the 19th Century (1990) και Suspensions of Perception: Attention, Spectacle and Modern Culture (2000) επιχειρούν, μεταξύ άλλων, να προσεγγίσουν το ζήτημα της προσοχής στο 19ο αιώνα με βλέμμα στο παρόν. Σε αυτά έχει ασκηθεί κριτική για τον τρόπο με τον οποίο ο Crary παρουσιάζει τα βασικά επιχειρήματα του. Και σε τί δεν έχει ασκηθεί κριτική, θα αναρωτηθεί κανείς. Σε κάθε περίπτωση, θα χρησιμοποιήσουμε συγκεκριμένα κομμάτια της σκέψης του στο κείμενο αποφεύγοντας να εξηγήσουμε ολόκληρο τον Crary (δεν θέλουμε να σας υπνωτίσουμε – παρεμπιπτόντως, η ύπνωση αποτελεί αγαπημένο θέμα του Crary) και έχοντας την επίγνωση ότι ακόμα κι αν θέλαμε να το κάνουμε πιθανότατα δε θα μπορούσαμε καθότι το έργο του είναι ιδιαίτερα πυκνό και χρειάζεται αρκετές αναγνώσεις (τις οποίες δεν έχουμε κάνει). Από τα δυο έργα που αναφέρθηκαν παραπάνω, το Suspensions of Perception μας ενδιαφέρει περισσότερο σε σχέση με τα ζητήματα που προκύπτουν στο Midnight Mass. Εκεί ο Crary εξετάζει γιατί και πώς η προσοχή έγινε τόσο προνομιακή και αμφισβητούμενη περιοχή έρευνας στα τέλη του 19ου  αιώνα στην ευρωπαϊκή σκέψη και υποστηρίζει ότι η προσοχή -ή συγκεκριμένες πρακτικές προσοχής- είναι ζωτικής σημασίας για τον εκσυγχρονισμό της υποκειμενικότητας. Ασχολείται εξίσου με τους τρόπους με τους οποίους η προσοχή, ως ένα ασταθές πεδίο, έγινε καθοριστική για μια σειρά αισθητικών ερευνών της αντίληψης στον οπτικό μοντερνισμό, καθώς επίσης και για τη θέση της στις νέες τεχνολογικές μορφές οπτικού θεάματος όπου συνδέεται ολοκληρωτικά με την αυτοματοποίηση της αντίληψης. Ενώ το επίκεντρο του Crary είναι τα τέλη του 19ου αιώνα και οι διάφορες προσπάθειες παραγωγής ζητημάτων προσοχής είτε από τη σκοπιά των καταναλωτών, είτε των παρατηρητών είτε των εργαζομένων, τα επιχειρήματα και οι αναλύσεις του είναι εφαρμόσιμα και προτεινόμενα για την κατανόηση μιας σειράς πιο πρόσφατων συζητήσεων γύρω από ζητήματα προσοχής. Εντρυφώντας στους τρόπους με τους οποίους η προσοχή ήταν -και συνεχίζει να είναι- «τόσο μια στρατηγική ελέγχου όσο και ένας τόπος αντίστασης και ολίσθησης, ή συχνότερα ένα αμάλγαμα και των δύο» (Crary, 2000: 73) η προσοχή είναι πάντα «στοιχειωμένη από τη δυνατότητα του δικού της πλεονάσματος» και φέρει μέσα της «τις προϋποθέσεις για τη δική της διάλυση» (2000: 47). Με λίγα λόγια, η διόλου καινούρια συζήτηση που αφορά τη προσοχή φανερώνει τη δυσκολία που περιγράψαμε παραπάνω. Αποτελεί από τη μία την κατάσταση που απαιτεί έλεγχο και συγκρότηση και φανερώνει από την άλλη έναν υβριδικό χαρακτήρα μιας εμπειρίας που ακριβώς επειδή (υπερ)παράγει δυνατότητες ενέχει τον κίνδυνο της αυτοδιάλυσης. Για παράδειγμα, όταν αφαιρούμε από κάπου προσοχή, μοιραία την παρέχουμε κάπου αλλού. Αν αφήσουμε την τηλεόραση να παίζει ένα μονόλογο του Midnight Mass και σκρολάρουμε στο Instagram ή απλώσουμε το πλυντήριο, στρέφουμε τη προσοχή σε ένα άλλο πεδίο που ενδέχεται να είναι ψηφιακό ή και όχι. Αυτή η μετατόπιση παράγει έξτρα προσοχή (;) καθότι ενώ ασχολούμαστε με τη νέα διαδικασία έχουμε ακόμα στο νου την προηγούμενη ώστε να συνεχίσουμε τη θέαση του επεισοδίου με το πέρας του μονολόγου. Διαφορετικά: πότε θα τελειώσει ο γαμημένος ο μονόλογος; -λίγο ακόμα και θα πλύνω τα πιάτα του γείτονα.

Σε αυτό το σημείο θα αναρωτηθεί κανείς γιατί χρειάζεται μια αναγωγή στο Midnight Mass για να λάβει χώρα μια συζήτηση περί προσοχής. Αν παρακολουθήσουμε μια σειρά ή ταινία που μας προκαλεί συναισθήματα πλήξης ή κούρασης, δεν θα συμβεί κάτι ανάλογο; Η απάντηση είναι ναι. Το Midnight Mass όμως, με αφορμή τους μονολόγους του, είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα παραγωγής ισχυρών εντάσεων και διαφωνιών στο χώρο του ψηφιακού. Από την ημερομηνία κυκλοφορίας του οι μέρες που περιηγήθηκα στο διαδίκτυο και δεν συνάντησα κάποιο ποστ ή σχόλιο που να τα χώνει στο Flanagan και στους μονολόγους του μετρούνται στα δάχτυλα του ενός χεριού. Για να μην είμαι άδικος, συνάντησα και το αντίστροφο. Δημοσιεύσεις-ύμνους που αφορούσαν το Midnight Mass και σχόλια σε στυλ «ΦΛΑΝΑΓΚΑΝ Ο ΜΠΑΜΠΑΣ ΣΑΣ ΑΠΙΣΤΟΙ». Η εμμονή όμως, αν θέλετε, στην υπερβολική χρήση του μονολόγου αποτελεί το trademark κριτικής σχετικά με τη σειρά.

Συμπερασματικά, ο μονόλογος του Midnight Mass μας ξενίζει για διάφορους λόγους. Αρχικά, δεν έχουμε ιδέα με ποιο τρόπο να διαχειριστούμε την εξ’ ορισμού ζόρικη έννοια της προσοχής, όπως έδειξε και ο Crary. Είμαστε αμήχανοι (ιδιαίτερα στο πεδίο του ψηφιακού) σχετικά με το πότε και για πόσο να την ενεργοποιήσουμε, δεν γνωρίζουμε τα αποθέματα της, δεν έχουμε επίγνωση των αντοχών μας. Δεύτερον, το περιβάλλον της ψηφιακής πλατφόρμας ενισχύει τη θραυσματικότητα, τον τεμαχισμό της εμπειρίας, τη συνήθεια σε τσίτα ρυθμούς ισχυρών εναλλαγών. Το προφίλ της σειράς που βασίζεται στην αδιασάλευτη ροή είναι εκ διαμέτρου αντίθετο στις λειτουργίες και τη φιλοσοφία της πλατφόρμας περί εφήμερου, πράγμα που δεν θα έπρεπε να παίζει ρόλο στην επιθυμία αλλά παίζει. Τρίτον, τι ακριβώς ψάχνουμε να βρούμε από τα παραπάνω; Είναι ένα κείμενο υπέρ ή κατά του μονολόγου; Η ειλικρινής απάντηση είναι ότι ενδιαφέρεται ελάχιστα για το μονόλογο. Κυρίως γοητεύεται από τον διαρκή μετασχηματισμό των πρακτικών θέασης που ανοίγουν τη συζήτηση σε όλο το πεδίο του ψηφιακού. Το παράδειγμα των meme για τους μονολόγους του Midnight Mass υποδηλώνει ένα νέο στάδιο όπου δεν έχουμε να κάνουμε απλά με θεατές. Στην ουσία πρόκειται για κάτι αρκετά κοντινό στην έννοια του produser, του ατόμου δηλαδή που αναμιγνύεται στη διαδικασία του produsage. «Produsage είναι ο τύπος της δημιουργίας περιεχομένου που καθοδηγείται από το χρήστη και πραγματοποιείται σε μια ποικιλία από ηλεκτρονικά περιβάλλοντα, το λογισμικό ανοιχτού κώδικα και το μπλογκόσφαιρα» (Bruns 2007: 6). Ο θεατής-χρήστης που παράγει υλικό. Ο θεατής που έφτυσε αίμα με τους μονολόγους του Flanagan και έφτιαξε το meme το οποίο δημοσίευσε σε κάποια διαδικτυακή σελίδα ώστε να γίνει χαμός στα σχόλια από κάτω, αφιέρωσε την προσοχή του σε κάτι που δημιουργήθηκε από την απουσία προσοχής σε τηλεοπτικό επεισόδιο της ψηφιακής πλατφόρμας. Το ζήτημα δεν είναι να σταθούμε στο οξύμωρο της υπόθεσης αλλά στο να αναγνωρίσουμε το οξύμωρο ως μια νέα ισχυρή πιθανότητα σταθεράς. Το προαναφερθέν παράδειγμα γειώνεται σε ένα πλαίσιο συνηθισμένων λειτουργιών και μοτίβων σε συνθήκες ύστερου καπιταλισμού ή όπως αναφέρει και ο Crary σχετικά με τη νεωτερικότητα, αποτελεί την «υβριδική και παράφωνη εμπειρία του να ζεις διακεκομμένα μέσα σε εκσυγχρονισμένους χώρους και ταχύτητες» (2013: 66). Αν λοιπόν ο Flanagan (πρώην παπαδοπαίδι στην καθολική εκκλησία του Governor’s Island της Νέας Υόρκης – αυτό εξηγεί τον προσωπικό/αυτοβιογραφικό χαρακτήρα του Midnight Mass) αναμετράται με τις θεμελιώδεις αγωνίες περί πίστης, μεταθανάτιας ζωής και ενοχής, ο θεατής του έργου του έρχεται αντιμέτωπος με πιο απλά αλλά σίγουρα κρίσιμα ερωτήματα σχετικά τη θέση του σε ένα κόσμο όπου τα πάντα αποκτούν νόημα όταν επιτελούνται σε μια στιγμή.

Bruns, A. (2007). Produsage: Towards a broader framework for user-led content creation, στο Creativity and Cognition: Proceedings of the 6th ACM SIGCHI conference on Creativity & cognition. ACM.

Crary, J. (2000). Suspensions of Perception: Attention, Spectacle, and Modern Culture. London and Cambridge: MIT Press.

Crary, J. (2013). 24/7: Late capitalism and the ends of sleep. Verso Books.

Lotz, A. (2007). The television will be revolutionized. New York, NY: NYU Press.

[1] Ένα από τα κατατοπιστικότερα άρθρα εκεί έξω σχετικά με τις λειτουργίες του αλγορίθμου της Netflix “Cinematch” είναι το “Catered to Your Future Self: Netflix’s Predictive Personalization and the Mathematization of Taste” της Neta Alexander