Η ερωτική κωμωδία του Βασίλη Νεμέα αποτελεί ένα σαφέστατο τηλεοπτικό απότοκο της εκσυγχρονιστικής περιόδου Σημίτη που σημάδεψε ανεξίτηλα την κουλτούρα της ελληνικής κοινωνίας από τα μέσα της δεκαετίας του 1990…

Το «Κάτι τρέχει με τους Δίπλα» και η καρικατούρα του εκσυγχρονισμού

Η ερωτική κωμωδία του Βασίλη Νεμέα αποτελεί ένα σαφέστατο τηλεοπτικό απότοκο της εκσυγχρονιστικής περιόδου Σημίτη που σημάδεψε ανεξίτηλα την κουλτούρα της ελληνικής κοινωνίας από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 μέχρι και την εμφάνιση της παγκόσμιας κρίσης το 2008.

Στη συγκεκριμένη περίπτωση, το Κάτι τρέχει με τους Δίπλα αποτέλεσε ένα υποδόριο σαρκαστικό σχόλιο πάνω στη φύση της εκσυγχρονιστικής πολιτικής και της συνακόλουθης πολιτιστικής παραγωγής με σημείο αναφοράς την παντοκρατορία του Πέτρου Κωστόπουλου στον lifestyle περιοδικό Τύπο.

Το στόρι της σειράς πλέκεται γύρω από δύο ζευγάρια τελείως διαφορετικά μεταξύ τους τα οποία έρχονται σε επαφή όταν το λαϊκό ζευγάρι του Θανάση Καλημέρη (Ρένος Χαραλαμπίδης) και της Γωγώς (Δήμητρα Ματσούκα) μετακομίζουν στο ίδιο κτιριακό συγκρότημα στην Εκάλη όπου ήδη μένουν ο Μάνος (Κλέων Γρηγοριάδης),  ζωγράφος χωρίς κανένα αναγνωρισμένο ταλέντο με την σύζυγό του Ελένη (Ελευθερία Βιδάκη) η οποία εργάζεται ως αναπληρώτρια καθηγήτρια κοινωνιολογίας. Τα 27 επεισόδια της σειράς είναι ένα χιουμοριστικό ταξίδι στην απιστία ανάμεσα στα δύο ζευγάρια. Στην πραγματικότητα, το θέμα είναι το απόλυτο τίποτα. Αυτό βέβαια δεν αφαιρεί κάτι από την επιδραστικότητα του σήριαλ όπως δεν αφαίρεσε και από ένα άλλο σόου που δεν είχε κανένα απολύτως θέμα: το Seinfeld.

Ο Θανάσης Καλημέρης, ο οποίος δεν σταματά να συστήνεται σε κάθε δυνατή ευκαιρία, διατηρεί μαγαζί-βιτρίνα με κινητά. Πίσω από αυτό έχει στήσει βιοτεχνία με παράνομα CD τα οποία προωθεί στην αγορά με την βοήθεια Αφρικανών μεταναστών ενώ παράλληλα παίζει νυχθημερόν στο Χρηματιστήριο. Τυπικό παράδειγμα νεόπλουτου της σημιτικής περιόδου διακυβέρνησης που η κοινωνική του ανέλιξη μεταφράστηκε σε μετακόμιση σε μια πλουσιότερη περιοχή ως ένδειξη αναβαθμισμένου κοινωνικού status.  Άλλωστε, εκείνη η περίοδος σηματοδότησε την έκρηξη της παράνομης πώλησης πειρατικών CDs που οδήγησε στην κατάρρευση της εγχώριας μουσικής βιομηχανίας. Ο Χαραλαμπίδης αποδίδει εύγλωττα τον λαϊκό μικροαστό ο οποίος έβγαλε εύκολα και γρήγορα χρήματα και θέλει να ζήσει την μεγάλη ζωή που διαβάζει στα περιοδικά. Μισογύνης, κουτοπόνηρος με ξεπερασμένες ιδέες αποτυπώνει ως ανθρωπότυπος, μια μεγάλη κοινωνική ομάδα που άδραξε την ευκαιρία που έδινε η καιροσκοπική εκσυγχρονιστική πολιτική της εποχής ώστε να πλουτίσει γρήγορα, να ζήσει καλά  και χωρίς ευθύνες.

Από την άλλη πλευρά, ο Μάνος είναι ζωγράφος. Καλλιτέχνης που δεν βρίσκει την αναγνώριση. Κλεισμένος στο ατελιέ του, χωρίς έμπνευση και χρήματα. Εδώ βλέπουμε μια ανατροπή της παραδοσιακής αντίληψης των έμφυλων ρόλων. Ο ρόλος του breadwinner ανατίθεται στην Ελένη η οποία είναι καθηγήτρια Πανεπιστημίου. Αυτή εργάζεται, αυτή κάνει τις δουλειές του σπιτιού, αυτή φροντίζει το παιδί τους. Αντίθετα, η Γωγώ φιλοδοξεί να γίνει λαϊκή τραγουδίστρια. Στις προσωπικές της στιγμές με τον Θανάση, του τραγουδά καραόκε με λαϊκές επιτυχίες της εποχής με προτίμηση στην Νατάσα Θεοδωρίδου. Το καραόκε ήταν μια μορφή διασκέδασης η οποία εμφανίστηκε ακριβώς εκείνη την περίοδο .Η Γωγώ  δεν ασχολείται με τις δουλειές του σπιτιού –γι’ αυτό υπάρχει η Φιλιππινέζα υπηρέτρια- και το μόνο που επιβάλλεται είναι να παραμένει όμορφη και πρόθυμη για τον άντρα της.

Το male gaze που εισήγαγε η φεμινιστική κριτική στης οπτικές τέχνες, εδώ βρίσκει την πλήρη εφαρμογή του. Ο Νεμέας λατρεύει να αποθανατίζει την Ματσούκα ως ένα αντικείμενο του πόθου  αιχμαλωτίζοντας με την κάμερά του τα στενά αποκαλυπτικά φορέματα της και τα κοντά νυχτικά που φοράει σε όλη την διάρκεια του σήριαλ. Η Γωγώ διαχειρίζεται την σεξουαλικότητα της ως όπλο, ως διαβατήριο καλής ζωής και όχι σαν προσωπική επιλογή. Αλλά και η Ελένη έχει την τιμητική της στο φακό του σκηνοθέτη ως το άλλο άκρο: της διανοουμενίστικης σεξουαλικότητας. Οι δύο άντρες, ο ένας με τον λαϊκό χαρακτήρα και συμπεριφορά και ο άλλος με την πιο εξευγενισμένη φύση, καταλήγουν σε ένα κοινό παρανομαστή: την ανωτερότητα της φύσης τους έναντι αυτής των γυναικών τους. Μάλιστα κάποιες στιγμές ξεφεύγουν και χρησιμοποιούν και βία.

Η αντίθεση κυριαρχεί. Γι’ αυτό και η χιαστή κατάληξη των ζευγαριών ως αποζήτηση του ετερώνυμου. Την απαλλαγή από την ρουτίνα του ομώνυμου. Η σειρά όμως από την αρχή σαρκάζει το περιβάλλον στο οποίο δημιουργήθηκε και αυτοσαρκάζεται. Σκηνοθετημένο  επίτηδες ως μια κακή επιθεωρησιακή κωμωδία, με τους ηθοποιούς να παίζουν υπερβολικά και με πομπώδη τρόπο, ένα σάουντρακ βουτηγμένο στις ελαφρολαϊκές επιτυχίες των 90’ς και ένα ισπανικό κονσέρτο κιθάρας, το Κάτι τρέχει με τους δίπλα αναιρεί την ελαφρότητα της περιόδου και την υπερβαίνει με ένα συγκαλυμμένο τρόπο.

Το σημαντικότερο όλων είναι η κατασκευή και το φιλτράρισμα της μνήμης μας για την δεκαετία του 1990 μέσα από αυτό το σήριαλ. Η αποδοχή του από το κοινό ως cult σειρά του τέλους των 90’ς δημιούργησε μια μορφή νοσταλγίας για την περίοδο μέσα από το πρίσμα του trash. Ειδικά η καθαγίαση των ελαφρολαϊκών επιτυχιών της περιόδου με την ταμπέλα του trash και της ένοχης απόλαυσης, κατασκεύασαν μια ανάμνηση αθωότητας για μια γενιά που θυμάται τα νιάτα του μέσα από ξέφρενα trash πάρτυ.

Τέλος, οι επιδράσεις της σειράς στην μαζική κουλτούρα είναι εμφανείς. Όλοι συνδέουν το «ένα σπίτι καίγεται» με την σέξι performance της Δήμητρας Ματσούκα στο καραόκε ενώ οι συστάσεις του Θανάση Καλημέρη έφτιαξαν το cult status κάθε επίδοξου μετασημιτικού playboy.